Τί λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες γιὰ ὅσους βλέπουν ὀράματα.

Η οίηση οδηγεί στην πλάνη -Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσανίνωφ

Η οίηση (κενοδοξία) είναι η βάση όπου στηρίζονται η πλάνη και η απώλεια. Αυτή ήταν η αιτία για την οποία έπαθαν μεγάλη συμφορά οι δύο έγκλειστοι όσιοι Ισαάκιος και Νικήτας της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου. Ο δαίμονας εμφανίστηκε στον πρώτο με τη μορφή του Χριστού και στον δεύτερο με τη μορφή αγγέλου.
Πόσο αληθινά είναι τα λόγια του αποστόλου Πέτρου, «Ο αντίπαλός σας ο διάβολος περιφέρεται σαν λιοντάρι που βρυχάται, ζητώντας κάποιον να καταβροχθίσει» (Α’ Πέτρ. 5:8)! Καταπίνει τους αδύναμους και τους πνευματικά νήπιους ανθρώπους. Δεν διστάζει να επιτεθεί ακόμα και σε μεγάλους αγωνιστές του Θεού, με την ελπίδα ότι θα τους πλανήσει και θα τους υποτάξει σε στιγμές ψυχικού νυσταγμού ή ελαττωμένης νήψεως.

***

Ο διάβολος θέλησε να πλανήσει και τον όσιο Συμεών τον Στυλίτη. Αυτόν τον όσιο επιχείρησε να τον αιχμαλωτίσει αιφνιδιαστικά και να τον κολάσει, στερώντας του τον χρόνο και τη δυνατότητα να αντιληφθεί την καλοσχεδιασμένη απάτη. Πήρε, λοιπόν, τη μορφή φωτεινού αγγέλου και εμφανίστηκε μ’ ένα άρμα και πύρινα άλογα στον Συμεών, που στεκόταν πάνω στον ψηλό στύλο του.
– Άκου, Συμεών, του είπε. Ο Θεός του ουρανού και της γης μ’ έστειλε σ’ εσένα, όπως βλέπεις, με το άρμα τούτο και τα άλογα, για να σε οδηγήσω στον ουρανό, όπως τον προφήτη Ηλία. Την αξίζεις αυτή την τιμή για την άγια ζωή σου. Ήρθε η ώρα να θερίσεις τους καρπούς των αγώνων σου και να δεχθείς το στεφάνι της δικαιοσύνης από τα χέρια του Κυρίου. Έλα χωρίς χρονοτριβή, δούλε του Κυρίου, να δεις και να προσκυνήσεις τον Πλάστη σου, που σ’ έφτιαξε σύμφωνα με την εικόνα Του. Σε περιμένουν άγγελοι, αρχάγγελοι, προφήτες, απόστολοι και μάρτυρες, που θέλουν να σε δουν.
Όσο ο διάβολος έλεγε αυτά τα λόγια και πολλά άλλα παρόμοια – γιατί είναι φλύαρος και μεγαλόστομος –, ο όσιος δεν καταλάβαινε πως είχε μπροστά του τον πονηρό. Κι αυτό γιατί τον χαρακτήριζαν μια ξεχωριστή απλότητα και μια τάση προς την απόλυτη υπακοή, όπως μπορεί εύκολα να διαπιστώσει ο αναγνώστης του βίου του. Ο Συμεών, αντί ν’ αποκριθεί στον μεταμορφωμένο διάβολο, απευθύνθηκε στον Θεό, λέγοντας:
– Κύριε, θέλεις πραγματικά να πάρεις εμένα, τον αμαρτωλό, στον ουρανό;
Και μ’ αυτά τα λόγια σήκωσε το πόδι του για να το βάλει στο άρμα, ενώ με το δεξί του χέρι έκανε τον σταυρό του. Την ίδια στιγμή, μπροστά στο σημείο του σταυρού, εξαφανίστηκαν και ο διάβολος και το άρμα και τα άλογα. Μετά το όραμα εκείνο, ο όσιος Συμεών φοβήθηκε ακόμα περισσότερο την οίηση – που ήταν κρυμμένη μέσα του, έστω και σε ελάχιστο βαθμό, και που παρά λίγο να τον κατέστρεφε – και βυθίστηκε στην ταπείνωση.

***
Αν οι άγιοι κινδύνευαν τόσο πολύ να πλανηθούν από τα πονηρά πνεύματα, τότε πόσο κινδυνεύουμε εμείς; Κι αν οι άγιοι δεν αντιλαμβάνονταν πάντοτε τους δαίμονες, που τους εμφανίζονταν σαν άγιοι ή και σαν τον ίδιο τον Χριστό, τότε πώς μπορούμε να διανοηθούμε εμείς ότι θα τους αντιληφθούμε, αν μας εμφανιστούν; Για ν’ αποφύγουμε κάθε κίνδυνο από τα πονηρά πνεύματα, ο καλύτερος τρόπος είναι ν’ αρνηθούμε εντελώς τα οράματα και κάθε επικοινωνία μαζί τους, αναγνωρίζοντας ότι δεν είμαστε ικανοί να αντιμετωπίσουμε σωστά τέτοιες καταστάσεις.
Οι ιεροί διδάσκαλοι του χριστιανικού ασκητισμού, έχοντας φωτιστεί και διδαχθεί από το Άγιο Πνεύμα, γνώριζαν την ευεργετική και σοφή αιτία για την οποία οι ψυχές των ανθρώπων, όσο βρίσκονται στη γη, είναι καλυμμένες με σώματα σαν με παραπετάσματα ή περιβλήματα. Έτσι, συμβουλεύουν τους ευσεβείς ασκητές να μην αποδέχονται κανένα όραμα, να μην εμπιστεύονται καμιά μορφή που θα εμφανιστεί τυχόν μπροστά τους ξαφνικά, να μην πιάνουν συζήτηση μ’ εκείνους που τους εμφανίζονται, και, κοντολογίς, να μην τους δίνουν καμιά σημασία.
Σε τέτοιες εμφανίσεις, μας παραγγέλλουν να περιφρουρούμε τον εαυτό μας με το σημείο του σταυρού και να κλείνουμε τα μάτια μας, έχοντας πλήρη συναίσθηση της αναξιότητας και ανικανότητάς μας για θέαση των αγίων αγγελικών πνευμάτων, και να παρακαλάμε τον Θεό να μας προστατεύει απ’ όλες τις παγίδες και τις πλάνες των πονηρών πνευμάτων, που τρέφουν μίσος αθεράπευτο και φθόνο φαρμακερό για τους ανθρώπους.

(Από το βιβλίο: Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ, Επισκόπου Καυκάσου και Μαύρης Θάλασσας, Έργα 5. Λόγος για τα πνεύματα – λόγος για τον θάνατο (απόσπασμα). Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2014)

Μέγας Ἀντώνιος:« οι δαίμονες, επειδή δεν μπορούν να κάμουν τίποτε, παίζουν σαν ηθοποιοί επί σκηνής, αλλάζουν τις μορφές των» .
Ἅγιος Νεκτάριος: Η φαντασία καθιστά τους ανθρώπους που την ακολουθούν, όχι λάτρεις του Θεού, αλλά ειδωλολάτρες. Γιατί υποβάλλει στους ”οπαδούς” της, να λατρεύουν τις εικόνες που αυτή κατασκευάζει.

Φαντασία του Θεού στην προσευχή (Αγ. Θεοφάνης ο Έγκλειστος)

Ο Θεός είναι ασώματος και αόρατος, γι’ αυτό δεν πρέπει να Τον φανταζόμαστε με οποιαδήποτε μορφή την ώρα της προσευχής. Ο Υιός του Θεού, βέβαια, ο Ιησούς Χριστός, πήρε τη δική μας φύση, έγινε και παραμένει ο μοναδικός Θεάνθρωπος. Εικονίζεται, λοι­πόν, με την ιστορική ανθρώπινη μορφή Του. Μ’ αυτή τη μορφή μπορούμε να Τον έχουμε και στο νου μας. Η θεία Του φύση, ωστόσο, ούτε εικονίζεται ούτε συλλαμβάνεται με το νου. Το ίδιο συμβαίνει και με τα άλλα δύο Πρόσωπα της Άγιας Τριάδος, που είναι άπειρη και ακατάληπτη από την περιορισμένη διάνοιά μας. Έτσι, όταν προσευχόμαστε στο Θεό, καλύτερα είναι να μη σχηματίζουμε στο νου μας καμιά παράσταση. Ας προσευχόμαστε απλά με την πίστη ότι ο Κύριος υπάρχει, είναι κοντά μας, μας βλέπει και μας ακούει.

Ρωτάτε: «Πώς να φαντάζομαι τον Κύριο, καθισμέ­νο στο θρόνο Του ή σταυρωμένο;». Όταν συλλογίζεστε ή μιλάτε για τον Κύριο, τότε μπορείτε να έχετε στο νου σας κάποιαν εικόνα Του, ανάλογα με την περίσταση. Όταν, όμως, προσεύχε­στε, δεν επιτρέπεται να φαντάζεστε γι’ Αυτόν κανένα σχήμα και καμιά μορφή. Ο Θεός βρίσκεται παντού, επομένως όχι μόνο κο­ντά σας, αλλά και μέσα σας. Όλα τα βλέπει. Όλα τ’ ακούει. Και επιθυμεί τη σωτηρία σας. Αρκεσθείτε σ’ αυτή την πεποίθηση. Και επικαλεσθείτε Τον με την προσευχή χωρίς να Τον φαντάζεστε, χωρίς να σχηματίζετε κάποια παράστασή Του στη διάνοιά σας.

«Να παραμείνω στην καρδιά», «να σταθώ με την προσοχή στην καρδιά», «να κατεβάσω το νου στην καρδιά» όλα αυτά δηλώνουν το ίδιο πράγμα. Σημα­σία έχει να συγκεντρώνετε την προσοχή στην καρδιά και να στέκεστε μπροστά στον αόρατο, απερίγραπτο και απεριόριστο Κύριο όχι εγκεφαλικά, αλλά καρδια­κά. Και τούτο, ώσπου να κυριευθεί η καρδιά σας από τη θεία Θέρμη. Γιατί τότε μπαίνετε σ’ έναν άλλο κό­σμο…
Μου γράφετε: «Όταν η προσοχή μου γλιστράει προς την καρδιά, φοβάμαι να την κρατήσω εκεί». Απεναντίας, πρέπει να τη συγκρατείτε. Και όσο περισσότερο, τόσο το καλύτερο. Μην επιτρέπετε στον εαυτό σας να χαλαρώνει και να διασπάται με διάφορους λογισμούς.

Ἀγάπη καί θεοσέβεια

«… Η θεοσέβεια, κατά τα ανωτέρω, η τήρηση της Ορθοδοξίας των δογμάτων ως της ορθής προς Θεόν Πίστεως, είναι προϋπόθεση της σωτηριώδους ειρήνης της ψυχής, επειδή οι μη ευσεβείς στερούνται χαράς (και ειρήνης), διότι «ουκ έστι χαίρειν τοις ασεβέσι»( Ησ. 48, 22. 57, 21), γι΄ αυτό οι Άγιοι Πατέρες, όταν αντιλαμβάνονταν ότι η αλήθεια κινδυνεύει να προδοθεί χάριν μιας επίπλαστης εξωτερικής ειρήνης, ως συνθηκολογήσεως με τις δυνάμεις της πλάνης, με αποτέλεσμα τη βλάβη των δογμάτων της ευσεβείας, προέκριναν την ανυποχώρητη (και όχι βέβαια βίαιη) αντίσταση κατά του κινδύνου που απειλεί την αλήθεια, λέγοντας, ότι είναι προτιμότερος ο επαινετός (και όχι ο μεμπτός) πόλεμος από την εξωτερική και επίπλαστη ειρήνη που χωρίζει από τον Θεό.

Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος επισημαίνει:

«Όχι για να φέρεσθε προς όλους με την ίδια αγάπη· διότι αυτό δεν είναι χαρακτηριστικό αγάπης, αλλά ψυχρότητος. Τι σημαίνει, λοιπόν, “εν επιγνώσει”; Δηλαδή, με κρίση και σκέψη, με αίσθηση. Διότι είναι κάποιοι που αγαπούν παραλόγως, απλώς και ως έτυχε […] υπάρχει φόβος μήπως κάποιος παραφθαρεί από την αγάπη των αιρετικών […] για να μη παραδεχθείτε κανένα νόθο δόγμα με το πρόσχημα της αγάπης» (Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εις την προς Φιλιππησίους 2, PG 62, 189,191. «Ουχ απλώς την φιλίαν θαυμάζει, ουδέ απλώς την αγάπην, αλλά την εξ επιγνώσεως· τουτέστιν, ουχ ίνα προς άπαντας τη αυτή χρήσησθε αγάπη· τούτο γαρ ουκ αγάπης, αλλά ψυχρότητος. Τι εστιν, εν επιγνώσει; Τουτέστι, μετά κρίσεως μετά λογισμού, μετά του αισθάνεσθαι. Εισί γαρ τινες αλόγως φιλούντες, απλώς και ως έτυχεν· όθεν ουδέ σφοδράς είναι τας τοιαύτας φιλίας συμβαίνει […] Ουκ εμού ένεκεν ταύτα λέγω, φησίν, αλλ’ υμών αυτών· δέος γαρ μη τις παραφθαρή υπό της των αιρετικών αγάπης […] Ου δι’ εμέ, φησί, ταύτα λέγω, αλλά ίνα ήτε υμείς ειλικρινείς· τουτέστιν, Ίνα μηδέν νόθον δόγμα τω της αγάπης προσχήματι παραδέχησθε»).

Για τον πόλεμο αυτό το Άγιον Πνεύμα κάνει μαχητικό, «οπλίζει», τον πράο άνθρωπο για να δύναται να «πολεμεί» καλώς, όπως λέγει χαρακτηριστικώς ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος· «κρείσσων επαινετός πόλεμος ειρήνης χωριζούσης Θεού· και δια τούτο τον πραΰν μαχητήν οπλίζει το Πνεύμα, ως καλώς πολεμείν δυνάμενον» (Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, Λόγος Β΄, Απολογητικός της εις Πόντον φυγής ένεκεν 82, PG 35, 488C. Έμμεση αναφορά στο αγιογραφικό χωρίο « ο πραΰς έστω μαχητής» (Ιωήλ 4,11).

Και ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, μολονότι -καθώς προανεφέραμε- θεωρεί ότι ακόμη και η αγάπη προς τον πλησίον πρέπει να φθάνει μόνον μέχρι εκεί που βλάπτεται η ειρήνη της καρδίας, ωστόσο εξαιρεί από αυτό το όριο τα θέματα της Πίστεως· γράφει: «Συλλογίσου πως δεν πρέπει να έχης τόσην πολλήν θερμότητα και ζήλον της ψυχής εις τρόπον οπού δι’ αυτόν να υστερήσαι την ησυχίαν και την ειρήνην της καρδίας […]

Εάν όμως ο λόγος και η υπόθεσις είναι περί πίστεως και των παραδόσεων της Εκκλησίας μας, τότε και ο πλέον ειρηνικός και ήσυχος πρέπει να πολεμή υπέρ αυτών, πλήν όχι με ταραχήν της καρδίας, αλλά με ένα θυμόν ανδρείον και σταθερόν, κατ΄ εκείνο του Ιωήλ “εκεί ο πραΰς έστω μαχητής” (Ιωήλ δ΄ 11)» (Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, ‘Αόρατος πόλεμος, 2, 19, σελ. 271 (και υποσημ. 114).