Κάποιος γέροντας αρρώστησε και δεν μπορούσε να φάη τίποτε. Μια μέρα ζήτησε από τον υποτακτικό του να πιη κάτι ζεστό. Εκείνος πήγε να του ζεστάνη λίγο αραιωμένο μέλι. Όμως κατά λάθος, αντί να χρησιμοποιήση το βάζο με το μέλι, χρησιμοποίησε ένα διπλανό βάζο που περιείχε λάδι από λιναρόσπορο, και αυτό χαλασμένο από την πολυκαιρία. Το ζέστανε λοιπόν και το έφερε. Ο άρρωστος το γεύτηκε, μα δεν είπε τίποτε. Το άφησε ήρεμα. Ο υποτακτικός τον ανάγκασε να ξαναπιή. Ο γέροντας, πιέζοντας τον εαυτό του, ξανάπιε λίγο. Και όταν ο υποτακτικός του έδωκε για τρίτη φορά να πιη, εκείνος πλέον αρνήθηκε:
-Δεν αντέχω και δεν θέλω άλλο, παιδί μου.
Ο υποτακτικός, για να τον πείση, του λέγει:
-Γέροντα, είναι καλό. Να, κοίταξε, πίνω κι εγώ μαζί σου.
Καθώς όμως γεύτηκε και κατάλαβε τί είχε κάνει, έπεσε με το πρόσωπο στη γη λέγοντας:
-Αλλοίμονο μου, γέροντα, πάει, σε σκότωσα! Κι εσύ, δίχως να μιλήσης καθόλου, έριξες την αμαρτία πάνω μου…
Και τότε του λέει ο άρρωστος:
-Μη θλίβεσαι, παιδί μου. Αν ο Θεός ήθελε να πιω μέλι, τότε σίγουρα θα είχες βάλει μέλι!
( Έαρ της ερήμου)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄, σελ.279-280)