Έλεγαν για τον αββά Σιλουανό ότι είχε κάποιο μαθητή με το όνομα Μάρκο, ο οποίος είχε μεγάλη υπακοή. Αυτός ήταν καλλιγράφος, ο δε Γέροντας τον αγαπούσε για την υπακοή του.
Ο Γέροντας είχε άλλους ένδεκα μαθητές, οι οποίοι θλίβονταν γιατί αγαπούσε το Μάρκο περισσότερο από αυτούς.
Όταν το έμαθαν αυτό οι Γέροντες λυπήθηκαν. Κάποια μέρα λοιπόν ήρθαν προς αυτόν οι Γέροντες και τον ήλεγχα.
Τότε, τους πήρε ο αββάς Σιλουανός, βγήκε και χτύπησε όλα τα κελιά λέγοντας «Αδελφέ τάδε, έλα, γιατί σε χρειάζομαι». Και κανείς απ’ αυτούς δεν τον ακολούθησε αμέσως.
Ήλθε και στο κελί του Μάρκου και χτύπησε λέγοντας «Μάρκε».
Αυτός όταν άκουσε τη φωνή του Γέροντα αμέσως πήδησε έξω, ο δε Γέροντας τον έστειλε σε διακονία.
Και λέει στους Γέροντες «Πού είναι οι υπόλοιποι αδελφοί, Πατέρες;». Και μπήκε στο κελί του Μάρκου και ψηλάφησε το εργόχειρό του.
Και βρήκε ότι έβαλε το χέρι να κάνει το ο και όταν άκουσε το Γέροντα, δεν έστρεψε το καλάμι να το ολοκληρώσει.
Του λένε τότε οι Γέροντες: «Όντως, αυτόν που αγαπάς, αββά, κι εμείς τον αγαπάμε, γιατί κι ο Θεός τον αγαπά»