Τρεις γέροντες άκουσαν για τον αββά Σισώη και πήγαν να τον δουν.

Τον ρώτησε ο πρώτος: «Πάτερ, πώς μπορώ να σωθώ από τον πύρινο ποταμό;» Ο γέροντας δεν του απάντησε. «Πάτερ», τον ρώτησε ο δεύτερος, «πώς μπορώ να σωθώ από το τρίξιμο των δοντιών και από το ακοίμητο σκουλήκι;» Τον ρώτησε και ο τρίτος: «Πάτερ, τι να κάνω που η μνήμη του εξωτέρου σκότους με σκοτώνει;» Τότε ο γέροντας τους είπε: «Εγώ τίποτε από αυτά δεν σκέφτομαι. Ελπίζω ότι ο Θεός, που είναι σπλαχνικός, θα με ελεήσει».Όταν άκουσαν αυτά τα λόγια οι γέροντες έφυγαν λυπημένοι. Ο γέροντας όμως, μη θέλοντας να τους αφήσει να φύγουν λυπημένοι, τους κάλεσε πίσω και είπε: «Είστε μακάριοι, αδελφοί· σας ζήλεψα. Γιατί ο πρώτος από εσάς είπε για τον πύρινο ποταμό, ο δεύτερος για τα τάρταρα και ο τρίτος για το εξώτερο σκότος· αν λοιπόν ο νους σας θυμάται διαρκώς αυτά τα πράγματα, είναι αδύνατο να αμαρτήσετε. Τι θα κάνω όμως εγώ ο σκληρόκαρδος, που ούτε βάζω στον νου μου ότι υπάρχει κόλαση για τους ανθρώπους και γι’ αυτό όλη την ώρα αμαρτάνω;» Οι γέροντες τότε του έβαλαν μετάνοια και είπαν: «Όπως ακούσαμε, έτσι και είδαμε».