Τρομερό – Οι ΗΠΑ αποφάσισαν πόλεμο με το Ιράν, τι συνέβη τελευταία στιγμή και άλλαξαν γνώμη – Δραματικές ώρες
Όχι πως αυτό αποτελεί κάτι νέο για τις Ρεπουμπλικανικές κυβερνήσεις, οι οποίες διαχρονικά υιοθετούν πιο επιθετική στάση απέναντι στην Τεχεράνη.
Η διοίκηση Trump δεν αποτελεί εξαίρεση.
Από την πρώτη του θητεία, ο Donald Trump επέκρινε έντονα το Ιράν, επιλέγοντας την κλιμάκωση μέσω επιθέσεων κατά των συμμάχων του Ιράν, όπως οι Houthi στην Υεμένη.
Η μετέπειτα κυβέρνηση Biden δεν ανέστειλε αυτή την πορεία, τουναντίον – έστρωσε το έδαφος για περαιτέρω παρέμβαση των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, κυρίως με χτυπήματα στη Συρία, η οποία στα τέλη του 2024 έπεσε ουσιαστικά στα χέρια δυτικόφιλων τρομοκρατικών οργανώσεων.
Όλα αυτά συνοδεύτηκαν από έναν τεράστιο προπαγανδιστικό μηχανισμό που για δεκαετίες προετοιμάζει την αμερικανική κοινή γνώμη για μια ενδεχόμενη πολεμική σύγκρουση με την Τεχεράνη.
Το παιχνίδι της ισχύος και η επιστροφή των βομβαρδιστικών
Η χρονιά ξεκίνησε με αρκετές ανησυχητικές ενδείξεις.
Στρατηγικά αμερικανικά βομβαρδιστικά B-2 Spirit, γνωστά για τις δυνατότητές τους σε stealth και πυρηνικές επιθέσεις, μεταφέρθηκαν στη βάση Diego Garcia.
Πρόκειται για μία από τις πιο κρίσιμες στρατιωτικές εγκαταστάσεις των ΗΠΑ στον Ινδικό Ωκεανό – τυπικά βρετανική, αλλά στην ουσία υπό αμερικανικό έλεγχο.
Η μεταφορά επτά από τα μόλις 19 επιχειρησιακά B-2 στην περιοχή, ερμηνεύτηκε από πολλούς ως πρόλογος σύρραξης.
Ο ίδιος ο Trump, σε δηλώσεις του, προειδοποίησε πως οι ΗΠΑ είναι έτοιμες να εξαπολύσουν επίθεση όπως δεν έχει ξαναδεί ο κόσμος, αν το Ιράν δεν ενδώσει στις απαιτήσεις για τον πυρηνικό του πρόγραμμα.
Αναδίπλωση ή πολιτικός υπολογισμός;
Ωστόσο, πρόσφατα, οι ΗΠΑ αποφάσισαν να αποσύρουν τα B-2 και να τα αντικαταστήσουν με τα πιο συμβατικά B-52.
Αυτή η κίνηση ερμηνεύτηκε από ορισμένους ως ένδειξη ότι ο Trump δεν σκοπεύει να προχωρήσει σε πόλεμο και ότι πιθανώς μια συμφωνία με την Τεχεράνη βρίσκεται πλέον στο τραπέζι.
Η αλλαγή στάσης ίσως συνδέεται και με την έντονη αντίδραση της αμερικανικής κοινής γνώμης.
Σύμφωνα με δημοσκόπηση του Πανεπιστημίου του Maryland, το 69% των Αμερικανών υποστηρίζει μια συμφωνία με το Ιράν – ακόμα και μεταξύ των Ρεπουμπλικάνων, το 64% είναι υπέρ της διπλωματίας.
Αν και υπάρχει μια φανατική μειοψηφία (περίπου 24%) που επιμένει σε στρατιωτική λύση, πρόκειται κυρίως για γνωστούς υπέρμαχους του πολέμου, όπως ο Lindsey Graham και ο Tom Cotton , οι οποίοι πιέζουν ανοιχτά τον Trump να εγκαταλείψει κάθε διαπραγμάτευση και να καταφύγει σε στρατιωτική επίθεση.
Πληθαίνουν όμως οι ενδείξεις ότι ο Trump δεν είναι πια τόσο πρόθυμος να παίξει με το αίμα άλλων.
Το ρήγμα με το Ισραήλ και η επιστροφή στη Realpolitik
Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί και η σχετική ψυχρότητα που εμφανίζεται τελευταία στις σχέσεις ΗΠΑ – Ισραήλ.
Η Ουάσιγκτον έχει σταματήσει να παρέχει την απόλυτη στήριξη στον Ισραηλινό πρωθυπουργό Benjamin Netanyahu, γεγονός απρόσμενο για μια τόσο φιλοϊσραηλινή διοίκηση όπως αυτή του Trump.
Ορισμένοι υποστηρικτές του MAGA αποδίδουν αυτή τη στροφή στο δόγμα «Πρώτα η Αμερική», όμως είναι πιθανότερο να πρόκειται για κλασική realpolitik – την ψυχρή και λογική προσέγγιση της διεθνούς πολιτικής που γνωρίζει καλά ο Trump.
Αν αυτό σημαίνει ότι αποφεύγουμε έναν καταστροφικό πόλεμο στη Μέση Ανατολή, τότε ασφαλώς και είναι καλοδεχούμενο.
Όμως τίθεται ένα εύλογο ερώτημα: μπορεί το Ιράν να εμπιστευτεί τις ΗΠΑ – και συγκεκριμένα τον Trump;
Προδομένες συμφωνίες
Το 2015, το Ιράν υπέγραψε με την κυβέρνηση Obama τη συμφωνία JCPOA για το πυρηνικό του πρόγραμμα.
Ο Trump ακύρωσε μονομερώς τη συμφωνία κατά την πρώτη του θητεία.
Η Τεχεράνη γνωρίζει καλά ότι οι συμφωνίες με την Ουάσιγκτον είναι ευμετάβλητες, υπόκεινται σε ερμηνείες και ακυρώσεις, ανάλογα με το ποιος βρίσκεται στην εξουσία.
Ωστόσο, η διπλωματία εξακολουθεί να είναι καλύτερη από τον πόλεμο – ειδικά από τη στιγμή που το Ιράν έχει αυξήσει σημαντικά τις αμυντικές του ικανότητες μέσω της συνεργασίας του με τη Ρωσία. Παρά την απώλεια της Συρίας (η οποία δέχτηκε επίθεση από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους μέσω υποστηριζόμενων τρομοκρατικών οργανώσεων), το Ιράν διατηρεί επιρροή στον Λίβανο, την Υεμένη και αλλού.
Το δίλημμα της αβεβαιότητας
Οι αντιφατικές δηλώσεις των Αμερικανών αξιωματούχων, που άλλοτε επιτρέπουν στον Ιράν να εμπλουτίζει ουράνιο και άλλοτε απαιτούν πλήρη εγκατάλειψη του πυρηνικού προγράμματος, προκαλούν σύγχυση.
Για την Τεχεράνη, το διακύβευμα δεν είναι μόνο οι ΗΠΑ, αλλά και οι περιφερειακοί τους σύμμαχοι, όπως το Ισραήλ – με πυρηνικό οπλοστάσιο και επιθετική στρατηγική.
Ταυτόχρονα όμως, η Ουάσιγκτον γνωρίζει ότι έχει δεκάδες στρατιωτικές βάσεις εντός εμβέλειας των ιρανικών πυραύλων.
Οποιαδήποτε σύγκρουση δεν θα είναι αναίμακτη για τις ΗΠΑ.
Και αυτός είναι ο κύριος λόγος που, ίσως για πρώτη φορά μετά από χρόνια, η διπλωματία να έχει μια ευκαιρία.
www.bankingnews.gr