Τὸ εἶπε ὁ Χριστός· Ἦρθε τὸ φῶς στὸν κόσμο, κ᾽ οἱ ἄνθρωποι μίσησαν τὸ φῶς, διότι ἦταν πονηρὰ τὰ ἔργα τους (βλ. Ἰωάν. 3,19).
Ὑπάρχει ἑπομένως διχασμός, αἰτία ὅμως δὲν εἶνε ὁ Χριστός, ἀλλὰ ἡ κακὴ διάθεσι τοῦ ἀνθρώπου.
Τὸ κήρυγμα διχάζει. Ὅπου δὲν ἀκούγεται λόγος Θεοῦ, οἱ ἄνθρωποι μένουν ἀνενόχλητοι· μπορεῖ νὰ πηγαίνουν στὴν ἐκκλησία, ἀλλ᾽ ὅπως μπαίνουν ἔτσι καὶ βγαίνουν.
Ὅπου ὅμως ἀκούγεται κήρυγμα ζωντανό, ῥιζοσπαστικό, ἐλεγκτικὸ τῶν ἀνθρωπίνων παθῶν, ἐλαττωμάτων καὶ κακιῶν, ἐκεῖ ὁ κόσμος ἀμέσως διχάζεται. Ἄλλοι δέχονται, ἄλλοι δὲν δέχονται· ἄλλοι εὐλογοῦν τὴν ὥρα ποὺ ἦρθε ὁ ἱεροκήρυκας, καὶ ἄλλοι τὴ βλαστημοῦν.
Βλέπετε τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου; «Σχίσμα», λέει, «ἐγένετο». Ὅπου κήρυγμα, ὅπου κατήχησις, ὅπου ἐξομολόγησις, ὅπου ζωντανὴ Ἐκκλησία, ἐκεῖ διαίρεσις.
Ἀλλ᾽ αὐτό δέν ἀποτελεῖ κατηγορία γι᾽ αὐτήν.
Στὸ νεκροταφεῖο ὑπάρχει ἡσυχία, ἄκρα ἡσυχία· ὅπου ὑπάρχει ζωή, πνευματικὴ ζωή, ἐκεῖ οἱ ἄνθρωποι διχάζονται.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης