Ὁ καθένας πού θέλει νά χαραχθοῦν ἐπάνω του τά καλά ἤθη, πρέπει πρίν ἀπό κάθε ἄλλο καί παντοῦ νά ἐπιδιώκει τό φόβο τοῦ Θεοῦ καί τήν ἱερή ἀγάπη, ἡ ὁποία εἶναι ἡ πρώτη καί μεγαλύτερη ἐντολή (Ματθ. 22, 37-38).
Καί νά τήν ζητεῖ ἀπό τόν Κύριο ἀκατάπαυστα νά τήν κάνει περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς του, καί ἔτσι μέ τή συνεχῆ καί ἀδιάκοπη μνήμη τοῦ Θεοῦ, προκόβοντας μέρα τή μέρα μέ τή χάρη, νά προσθέτει σ’ αὐτήν καί νά τήν αὐξάνει.
Γιατί μέ τό ζῆλο καί τό σθένος, τήν φροντίδα καί τόν ἀγώνα, γινόμαστε ἱκανοί νά ἀποκτήσομε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία διαμορφώνεται μέσα μας μέ τή χάρη καί τή δωρεά τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό αὐτήν κατορθώνομε εὔκολα καί τή δεύτερη ἐντολή, δηλαδή τήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον (Ματθ. 22-39).
Γιατί τά πρῶτα πρέπει νά μπαίνουν μπροστά καί νά τά φροντίζομε περισσότερο ἀπό τά ἄλλα, καί κατόπιν τά δεύτερα ἀκολουθοῦν τά πρῶτα. Ἄν τώρα κανείς παραμελήσει τήν πρώτη καί μεγάλη ἐντολή, δηλαδή τήν ἀγάπη πρός τό Θεό, —ἡ ὁποία συγκροτεῖται ἀπό τήν ἐσωτερική μας διάθεση, τήν ἀγαθή συνείδηση καί τά ὀρθά περί Θεοῦ φρονήματα, συνάμα δέ καί ἀπό τή θεία βοήθεια—, καί ἀπό τή δεύτερη θέλει μόνο στήν ἐξωτερική ἐπιμέλεια τῆς διακονίας νά ἀφοσιωθεῖ, εἶναι ἀδύνατο νά τήν ἀσκήσει σωστά καί καθαρά.
Γιατί ὅταν ἡ κακία βρεῖ τό νοῦ ἔρημο ἀπό τή μνήμη καί τήν ἀγάπη καί τήν ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ, ἤ κάνει νά φαίνονται δύσκολα καί κοπιαστικά τα θεία προστάγματα, συδαυλίζοντας στήν ψυχή γογγυσμούς καί λύπες καί κατηγορίες ἐναντίον τῆς διακονίας τῶν ἀδελφῶν, ἤ τόν ἐξαπατᾶ μέ τήν ἰδέα ὅτι εἶναι τάχα ἐνάρετος καί τόν φουσκώνει καί τόν παραπείθει νά θεωρεῖ τόν ἑαυτό τοῦ ἄξιο τιμῆς καί σπουδαῖο καί τέλειο τηρητή τῶν ἐντολῶν.