ΜΙΑ ΒΡΑΔΙΑ ΣΤΗ ΕΡΗΜΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ / Μιά εἰσαγωγή σέ ἕνα κόσμο μυστηρίου καί θαύματος

Το παρακάτω κείμενο είναι μια περιγραφή του Αγίου Όρους από το βιβλίο “ΜΙΑ ΒΡΑΔΥΑ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ” Εκδόσεις Ιεράς Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου Ακραίφνιου-Κοκκίνου

Το Άγιον Όρος είναι ένας τόπος μυστηρίου, που μιλάει πολύ έντονα η σιωπή, δηλ. Αυτή η ίδια η αιωνιότης, αφού η σιωπή είναι η γλώσσα του μέλλοντος αιώνος.
Όπως οι άγιοι Άγγελοι, έχουν μια μεγάλη ακατανόητη για μας νοερά δύναμη, που μεταδίδουν τα θεία νοήματα ο ένας στον άλλο (Μ. Βασίλειος), έτσι και οι επίγειοι Άγγελοι, που ζουν στο Άγιον Όρος και συναγωνίζονται τους ουρανίους και ασωμάτους στην ζωή και την προσευχή, έχουν μια άλλη δύναμη για να μεταδώσουν αυτά που ζουν.
Και αυτή είναι η σιωπή, η οποία, ιδίως στο Όρος, είναι η ευγλωτότερη ρητορεία, μια «σιωπώσα παραίνεσις». Εκεί δε μιλούν πολύ, αλλά ζουν «εν σιωπή» τα μυστήρια του Θεού, βιώνουν την αποφατική εμπειρία της Ορθοδόξου Θεολογίας. Με την σιωπή ακούν την φωνή του Θεού και αποκτούν την αρετή. Κατά τον Άγιο Συμεών το νέο Θεολόγο «οδός ταχεία προς ανάληψιν αρετής η σιωπή έστι τοις εισαγωγικοίς των χειλέων και η μύσις των οφθαλμών και των ώτων η κώφευσις».
Η σιωπή των μοναχών σε διδάσκει.
Διαβάζουμε στο Γεροντικό : «Ο Αρχιεπίσκοπος Θεόφιλος πήγε κάποτε στην σκήτη. Συνάχθηκαν όλοι οι αδελφοί και λέγουν στον αββά Παμβώ : Πες ένα λόγο στον πάπα για να ωφεληθεί. Τους αποκρίνεται ο γέρων : «Αν δεν ωφελείται με την σιωπή μου, ούτε με τον λόγο μου πρόκειται να ωφεληθεί». Στο Άγιον Όρος πρέπει να πας με την πρόθεση να ωφεληθείς με την σιωπή.
Αν ξέρεις να διδάσκεσαι έτσι, τότε όλα θα σου μιλήσουν. Οι σιωπηλές μορφές των μοναχών, τα σπήλαια των ερημιτών, τα κατανυκτικά μοναστήρια, η φύση και τα άψυχα αντικείμενα θα σου πουν
πολλές ιστορίες και θα σου μεταγγίσουν υπέροχες διδασκαλίες. Μ’ αυτό τον τρόπο ολόκληρο το Άγιον Όρος διαλέγεται «εν σιωπή».
Μερικές όμως φορές μιλούν και τότε ωφελούν γιατί έχουν βίον καλόν. Και «βίος (καλός) άνευ λόγου μάλλον ωφελείν πέφυκε ή λόγος ένευ βίου (καλού). Ο μεν γαρ και σιγών ωφελεί, ο δε και βοών ενοχλεί. Ει δε και λόγος και βίος συνδράμοιεν, εν φιλοσοφίας απάσης αποτελούσιν άγαλμα» (Ισίδωρος Πηλουσιώτης). Επειδή έχουν βίον άγιον και έχουν γίνει κιθάρες του Αγίου Πνεύματος και «μυστικαί σάλπιγγες» της Αγίας Τριάδος (Αγάπης, Λόγου, Σοφίας), γι’ αυτό και όταν μιλούν οπωσδήποτε ωφελούν. Έχουν «ρήματα» να πουν, γιατί έχουν άφθονες πράξεις.
Και λέγουν τα «ρήματα» όταν ερωτηθούν. Είναι γνωστή από τα Πατερικά βιβλία η ερώτηση : «Αββά, ειπέ ρήμα πως σωθώ». Ρήμα ονομάζεται στην γλώσσα της ερήμου «ο εκστομιζόμενος και αυθεντικός» λόγος που βγαίνει από την καρδιά του ερημίτου σαν γέννημα του Αγίου Πνεύματος και ο ερωτών τον δέχεται σαν προϊόν της Χάριτος, χωρίς να τον επεξεργαστεί λογικά. Του είναι απαραίτητος αυτός ο λόγος από τον Πνευματικό Πατέρα για να ζήσει.
Το ρήμα επομένως βγαίνει από θεοφιλή ψυχή, που έχει τρωθεί από τον Θείο έρωτα. Όπως η Παναγία εκ Πνεύματος αγίου συνέλαβε τον Λόγο του Πατρός και έτεκε τον Θεάνθρωπο Ιησού και επομένως έγινε η «χαρά όλης της δημιουργίας», έτσι και οι Πατέρες, λόγω της καθαρότητος, συνέλαβαν τον λόγο και τον μεταδίδουν σ’ εκείνους που διψούν και γίνονται η χαρά τους…..
«Πλησίασαν κάποιοι αδελφοί τον αββά Φήλικα, έχοντας μαζί τους λαϊκούς. Και τον παρακάλεσαν να τους πει κάτι ωφέλιμο. Αλλά ο γέρων σιωπούσε. Αφού δε πολύ τον παρακάλεσαν, τους είπε : «Λόγο θέλετε να ακούσετε;» Του απαντούν : «Ναι αββά». Είπε λοιπόν ο γέρων : «Τώρα πλέον δεν υπάρχει λόγος.
Όταν ρωτούσαν οι αδελφοί τους Γέροντες και έκαναν ότι εκείνοι τους έλεγαν, ο Θεός έδινε από πάνω την Χάρι, πως να μιλήσουν. Τώρα όμως, επειδή ρωτούν μεν, αλλά δεν κάνουν όσα ακούνε, ο Θεός πήρε την Χάρι του Λόγου από τους Γέροντες. Και δεν βρίσκουν τι να πουν, μια και δεν υπάρχει εκείνος όπου θα τα έκανε». Και ακούοντας αυτά οι αδελφοί στέναξαν και είπαν : «Προσευχήσου για μας Αββά» (Γεροντικό).
Στο παράδειγμα αυτό φαίνεται ότι ο Λόγος είναι φωτισμός της Χάριτος. Η Χάρι φωτίζει καθαρούς και αγίους ανθρώπους και «σαρκώνει» την ζωή σε λόγια. Επίσης ότι λέγεται ανάλογα με την δίψα αυτού που ερωτά και ακόμη ότι οι μοναχοί γνωρίζουν να «συντρείβουν» προς το αγαθό και την πιο ψυχρή καρδιά, έστω και με τον διακριτικό έλεγχο.
Όταν λοιπόν τους ρωτήσεις με απλότητα, ταπείνωση και προθυμία να εφαρμόσεις, τότε θα ακούσεις τις «ελλάμψεις» της Χάριτος. Λόγια απλά, ταπεινά, γεμάτα όμως σοφία και Χάρι. Λόγια «χαριτωμένα».
………………………………….
Επισκέπτεσαι το Άγιον Όρος με την πρόθεση να διδαχθείς περισσότερο με την σιωπή και λιγότερο με τον λόγο.
………………………………….
Οι ερημίτες αγιορείτες μοναχοί, τα ερημικά αυτά και τόσο μελωδικά πτηνά, βιώνουν την Ζωή. Κολυμπούν μέσα στον Παράδεισο. Αυτοί είναι πραγματικά «θεωμένοι», που ζουν όλη την ζωή του Χριστού «εν οστρακίνοις σκεύεσιν», μέσα δηλαδή σε σώματα ταλαιπωρημένα από την άσκηση και την διακονία. Εκεί βλέπει κανείς την , ας την ονομάσουμε, έμπρακτη θέωση και όχι την θεωρητική, που την διδάσκουν οι άγευστοι της Θεολογίας…
Ζουν την πίστη και τα έργα. Γιατί ομολογουμένως η πίστη χωρίς τα έργα είναι φαντασία και τα έργα χωρίς την πίστη είναι ειδωλολατρεία. Πάνω στα τραχύτατα σώματά τους (αφού εξαφάνισαν τον κόσμο με τις υποκριτικές ευγένειες) είναι αποτυπωμένη η Χάρι του Θεού και η μορφή του Χριστού. Ο χορός των αγίων ασκητών «το παρα φύσιν διέφυγε, το κατά φύσιν διέσωσε και των υπέρ φύσιν ηξίωται χαρισμάτων» (Αγ. Νικόδημος)……….

Δειλινό στο Όρος
Ο ήλιος έπεφτε στην δύση. Τα πρωϊνά του Όρους είναι μυρωμένα, μαγεμένα. Το σκοτάδι της νύκτας διαλύεται, ενώ οι μοναχοί βρίσκονται στα Καθολικά των Ιερών Μονών, λέγοντας το «Δόξα σοι τω δείξαντι το φως…». Το διώχνουν θα έλεγε κανείς οι γλυκύτατες μελωδικές φωνές, τα κλυκόηχα κτυπήματα των σημάντρων και τα ζεστά κτυπήματα των ταλάντων.
Αλλά και τα απογευματινά στο Όρος είναι γεμάτα γαλήνη. Πέρασε μια μέρα πάλης και η νύκτα τώρα απλώνει το πέπλο της, μέσα στο οποίο ο μοναχός θα κρύψει πολλούς αγώνες, άφθονα δάκρυα και πολλές πνευματικές ασκήσεις. Πέφτει ο ήλιος, αλλά ο ήλιος που υπάρχει στην καρδιά των ασκητών δεν σβήνει. Μια διαρκής φωτόλουστη μέρα υπάρχει στην ολοκάθαρη καρδιά τους, χωρίς τα σύννεφα των παθών. Ω τα δειλινά του Όρους!
Δειλινά γεμάτα «μαγεία», γεμάτα Χάρι, τυλιγμένα στη σιωπή.
Μετά τον εσπερινό μερικοί αθλητές, με αργές κινήσεις, με πρόσωπο σκυμμένο στην γη, βγαίνουν από τα καθολικά των Ιερών Μονών ή από τα μικρά εκκλησάκια των σπιτιών τους έξω στην φύσι για να ξεκουραστούν λίγο, κάθονται σε ένα λίθινο πεζούλι και αδολεσχούν στην προσευχή, στο γλυκύτατο όνομα του Χριστού. Θέλουν και επιμένουν να το ράψουν στην καρδιά τους με τα χρυσά της προσευχής γράμματα.
Οι ώρες αυτές της γαλήνης, που και η φύση ηρεμεί, που μόνο η θάλασσα μερικές φορές ακούγεται να παίζει με τα βράχια, που ο Βασιλιάς ήλιος χρωματίζει τον ουρανό με όλα τα χρώματα, με συνεπαίρνουν. Η φύση στο Όρος έχει μια άλλη χάρη, απαύγασμα και αυτή της προσευχής και της αγιότητος. Ναι, η άκτιστη Χάρι περνά από την ψυχή στο σώμα κι απλώνεται μέσα στην άλογο φύση και σε όλη την δημιουργία. Τίποτε το άγριο δεν υπάρχει εκεί ή τουλάχιστον δεν το βλέπεις σαν άγριο….όλα είναι ήρεμα. Όλη την νύκτα και την μέρα το Όρος φλέγεται από την προσευχή.

Και αυτή η φύση ημερεύει από τις καλλικέλαδες φωνές των μοναχών, τα γλυκόηχα σήμαντρα και από την υπακοή! «Εδώ και ύδατα καλλίροα και αήρ ευκραέστατος και αύρα ποντιάς, το περιέχον ημάς καταψύχουσα, άλση τε συνηρεφή και κατάσκια πανταχόθεν και χλόη αειθαλής, την όρασιν κατατέρπουσα, φυτών δε έιδη παντοία, ελαίαι, άμπελοι, δάφναι, μυρσίναι.
Σιγώ τάλλα, τα μεν εις τροφήν, τα δε εις τρυφήν, γης υγιαινούσης βλαστήματα, και πτηνών στίφη καλλικελάδων, εν οις πολλή η αηδών και ο κόσσυφος και η χελιδών, ταις φωναίς των τήδε κακείσε περιϊόντων και επ’ αδεία μελετώντων μουσοτρόφων τούτων νεανίσκων συναμιλλώμενα» (Ευγένιος Βούλγαρις).
Δεν με έλκει πολύ η φύσις, αλλά η φύσι του Αγίου Όρους έχει μια άλλη χάρι. Ίσως γιατί την βλέπει κανείς μέσα από την προοπτική των θεωμένων μοναχών και φωτίζεται. Ίσως γιατί την θεωρεί όχι με το μάτι ή το μυαλό, αλλά με την θεωμένη καρδιά. Και η καρδιά ξέρει να αγαπά και να εκτιμά. Ίσως συντελεί πολύ η ησυχία, με όλην την σημασία της, γιατί «άφροντις βίος δια την εις Θεόν ελπίδα φυσικώς κινεί την ψυχήν προς κατανόησιν των κτισμάτων του Θεού» (Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς).

Ανάβαση στο δικό μου Θαβώρ

Δειλινό στο Όρος. Και ενώ ο ήλιος πήγαινε να βασιλεύσει, εγώ ανέβαινα για να ανατείλω. Η δύση του ήλιου με βρήκε να ανεβαίνω με πολύ κόπο ένα στενό και δυσκολοδιάβατο μονοπάτι προς την ….ανατολή! Εμείς με την μικρή πίστη δυσκολευόμαστε πολύ σε τέτοιες αναβάσεις, που είναι χαρά για τους πιστούς που έκαναν πράξη την ηρωϊκή τους απόφαση να απαρνηθούν τον κόσμο με όλα του τα θέλγητρα και τις χαρές και αγάπησαν την άσκηση.
Ανέβαινα λοιπόν κάπου στην βόρεια πλευρά του Όρους. Ήθελα να εφαρμόσω τον λόγο του Ιερού Χρισοστόμου : «ως έστι σοι θερμός ούτως ο έρως (καθώς είναι θερμή ακόμη η επιθυμία σου) άπελθε προς αυτούς εκείνους τους αγγέλους, ανάκρασον αυτόν πλέον (θέρμανε περισσότερο την επιθυμία, την αγάπη).
Ου γαρ ούτως ο παρ’ ημών λόγος δυνήσεταί σε ανάψαι, ως η των πραγμάτων θέα».

Δεξιά και αριστερά υψωνόταν απροσπέλαστοι βράχοι με τις κοφτερές κορυφές τους, σαν να έσχιζαν τον ουρανό, όπως και η φωνή και η ζωή των «οικητόρων» του Όρους. Βάδιζα σκυφτός με την «ευχή» στα χείλη, την καρδιά και τον νού, γιατί έτσι πρέπει κανείς να επισκέπτεται το αγιώνυμο Όρος, με αισθήματα απλού προσκυνητού.
Μέσα στους βράχους, σε μικρή απόσταση από το δρομάκι, βλέπει κανείς μερικά σπιτάκια που είναι τα κελλιά των μοναχών-ερημιτών πατέρων. Το ένα μέσα στην σπηλιά, το άλλο προεξέχει λιγάκι και νομίζεις, καθώς το βλέπεις, θα πέσει στην θάλασσα. Μέσα σε αυτές τις μικρές σπηλιές ζουν οι μέλισσες οι πνευματικές, που κάνουν το γλυκύτατο μέλι της ησυχίας. Θυμήθηκα το Δοξαστικό που συνέταξε ο άγιος Νικόδημος για τους αγιορείτας Πατέρας και άρχισα να το ψάλλω, «Ω μελισσών θεοσύλλεκτε, ο εν οπαίς και σπηλαίοις του Όρους καθάπερ εν σίμβλοις νοητοίς το γλυκύτατον μέλι της ησυχίας κηροπλαστήσας». Παρόμοια κελλιά υπάρχουν και στην νότια πλευρά του Όρους στα λεγόμενα Καρούλια. Εκεί το θέαμα είναι ασύγκριτα πιο υποβλητικό. «Επάνω στην κοκκινωπήν επιφάνειαν των βράχων, οι οποίοι νομίζει κανείς είναι αλειμμένοι με σκωρίας, έρπουν εις φρικτόν ύψος πλήθος κατοικιών μέχρι της οφρύος των βράχων. Άλλαι είναι σπήλαια, των οποίων την είσοδον έφραξαν με τοίχους, αφήνοντες μόνον μικράν τινά θύρα. Αλλού, μικρή προεξοχή του βράχου επέτρεψε εις κάποιον τολμηρόν ερημίτην να κτίσει ολόκληρον εκκλησίδριον με τρούλλον, ένα ή δύο κελλιά και κηπάριον από χώμα κουβαλητόν, από το οποίον αναθρώσκει θαυμάσια ανθοδέσμη από καταπράσινα δενδρύλλια, η οποία δίδει εις το τοπίον πλέον όψιν εξωτικήν. Το δε άσπιλον χώμα, δια του οποίου είναι χρισμένα όλα αυτά τα κρυσφήγετα, συντελεί, ώστε να ταπαρομοιάζει κανείς με φωλεάς γλάρων. Οι ασκηταί συγκοινωνούν μεταξύ των με ακροσφαλή μονοπάτια, τα οποία δεν δικρίνονται εκ της θαλάσσης. Αλλά η αναρρίχησις είναι απόφασις πολύ τολμηρά. Υπάρχουν πολλοί εξ’ αυτών των ασκητών, οι οποίοι επί έτη δεν εξήλθον εκ του στενού προαυλίου των. Δια τούτω εις τα ευρυχωρότερα από αυτά τα ασκητήρια υπάρχουν και μικρά νεκροταφεία και εντός των σπηλαίων κοιμητήρια, , όπου φυλάσσονται τα οστά των αδελφών, επί δε του μετώπου εκάστου κρανίου είναι χαραγμένο το όνομά του και η ημερομηνία καθ’ ήν εκοιμήθη» (Φώτης Κόντογλου). Εγκατεσπαρμένοι δεξιά και αριστερά βρίσκονται αυτοί οι πνευματικού γλάροι, τα περιστέρια του ουρανού, που ζουν τον Θεό και ανέρχονται μέχρι τρίτου ουρανού. Αυτό το θέαμα παρατηρεί και όποιος ανεβαίνει εκείνο το στενό μονοπάτι της βόρειας πλευράς του Όρους, που ανέβαινα εκείνο το δειλινό.
Και τον συγκλονίζει σύγκορμα. Αισθάνεται κοντά του την Χάρι του Θεού, που τον δροσίζει, αλλά και τον κατακαίει σαν την «καταφλεγόμενη και μη καιομένην» βάτο του Μωϋσέως. Η θύμησι του φέρνει σκηνές από προγενέστερους Πατέρας, που πέρασαν από τον τόπο εκείνο και τώρα κοιμούνται ήσυχα και ήρεμα, περιμένοντας την αρχαγγελική φωνή και την έλευση του Νυμφίου που θα νυμφευθούν και ομολογουμένως του αποκόπτει την καρδιά από τον κόσμο μ’ όλα τα καλά του.
Μια ολόκληρη ζωή εδώ αγωνίστηκαν για να ειρηνεύσουν και ειρήνευσαν. Τώρα αναπαύονται στους κόλπους του Αβραάμ. Η φωνή του Χριστού «ουκ απέθανε αλλά καθεύδει» αντηχεί δυνατά σε εκείνους τους απόμερους χώρους.
Ανέβαινα με σκέψεις και αισθήματα αλλοιώτικα. Η ησυχία ήταν ο κανόνας της περιοχής. Κάπου – κάπου ακούς μικρά αγριοπούλια να πετούν και να φωνάζουν ή και αηδόνια να κελαϊδούν. «Ο Άθως αηδόνας τρέφει πολλάς και καλάς» (Αγ. Νικόδημος). Κάπου-κάπου ακουγόταν ένα δυνατό κτύπημα. Καθώς προχωρούσα έφτασα σε ένα μικρό σπιτάκι και εκεί είδα έναν γαλήνιο ερημίτη να αγωνίζεται να σπάσει έναν μεγάλο βράχο.
–Ευλογείτε, Γέροντα, του είπα.
–Ο Κύριος, απάντησε.
Αυτός είναι ο χαιρετισμός του Όρους. Όταν ζητάς ευλογίες σου απαντούν, ο Κύριος (να σ’ ευλογήσει). Γνωρίζουν καλά την σημασία του Χριστού για την πνευματική ζωή. Ξέρουν και την ιδική τους αδυναμία. Ο Κύριος είναι ο πόθος τους και η νοσταλγία. Το όνομά Του συχνά επαναλαμβάνουν, αφού ζουν την παρουσία Του. Αυτό είναι «συγκοιταζόμενος, συνανιστάμενος, γλυκαίνων και ευφραίνων την καρδίαν τη παρακλήσει του Αγίου Πνεύματος».
–Τι κάνετε εκεί Γέροντα;
–Να, παιδί μου. Προσπαθώ να σπάσω αυτόν τον βράχο, για να κάνω μια μικρή δεξαμενή και να συγκεντρώσω το βρόχινο νερό, για να πίνω λιγάκι. Πέρυσι υπέφερα πολύ από την δίψα.
–Μα είναι πολύ δύσκολη εργασία! Και μάλιστα με την έλλειψη των κατάλληλων εργαλείων.
–Τι να κάμω; Αφού το σώμα έχει την ανάγκη του νερού. Ο Θεός θα με βοηθήσει. Τίποτε να μην έχουμε εδώ στην έρημο, αλλά λίγο νεράκι είναι απαραίτητο. Πέρασε μέσα στο κελλί για να μας το ευλογήσεις!
Να ευλογήσω εγώ το κελλί του ευλογημένου, σκέφτηκα!! Ο ρυπαρός τον κεκαθαρμένο!
Μπήκα διακριτικά, με πολύ σεβασμό μέσα στο κελλί. Στο κελλί ενός ερημίτου μπαίνεις με δέος σαν σε χώρο μυστηρίου. Ήταν ακαθάριστο, απεριποίητο. Αυτά όμως είναι λεπτομέρειες για τον πνευματικό αθλητή. Που υπάρχει ώρα για τέτοιες δουλειές! Μου έφερε λίγο νερό και ένα λουκούμι, δείγματα της αγάπης του. Πράγματι εκεί στην έρημο καταλαβαίνεις την άδολη και ειλικρινή αγάπη. Μέσα σε ένα μικρό δίσκο με το λίγο νερό και το μικρό γλυκό υπάρχει ολόκληρη η καρδιά του μοναχού! Σου προσφέρει τα πάντα.
–Από τον κόσμο έρχεσαι ;
–Ναι.
–Τι γίνεται ο κόσμος ;
Είναι μια συνηθισμένη ερώτηση, που ακούς στο Όρος. Αυτήν την φορά όμως έχει μεγάλη σημασία. Γιατί ο ερωτών μοναχός έχει πενήντα χρόνια που έφυγε από τον «δυσώνυμο» κόσμο και δεν ξαναγύρισε. Επίσης γνωρίζει καλά ο ασκητής, τι θα πει κόσμος. Είναι το κτίσμα του Θεού, που συγχρόνως γίνεται και απάτη του πονηρού.Μήπως με τα κτίσματα δεν ξεγέλασε ο Σατανάς και τον Αδάμ ; Πόσοι από μας δεν παθαίνουμε το ίδιο;
–Ο κόσμος, Γέροντα, ξέφυγε πολύ από τον Θεό, δεν Τον θυμάται καθόλου και ούτε ζει θεοπρεπώς. Άδειασαν οι Εκκλησίες και γέμισαν όλα τα στέκια του διαβόλου. Έφυγε από τους πνευματικούς και γέμισε τα ψυχιατρεία. Έχει άγχος από τις δουλειές και οι αασχολήσεις του είναι όλες γήϊνες.
Σήμερα έχουμε εκλογές, αύριο πτώση της κυβερνήσεως, μεθαύριο συνέδρια κ.λ.π. Ώρες ολόκληρες παρακολουθούν τις προβολές του Σατανά, που τους αποκοιμίζουν και δεν βλέπουν την ζωή των Αγίων….
–Ω ο ταλαίπωρος κόσμος, είπε ο άγιος ασκητής. Τον κυβερνά ο σατανάς! Φέρνει καθημερινά περιπτώσεις και γεγονότα για να του κλέβει το ενδιαφέρον για την ενθύμιση του Ιησού. Να παύσει να βλέπει τον εαυτό του και τις εσωτερικές του πληγές. Αντικείμενο του ενδιαφέροντος να είναι οι άλλοι και όχι ο εαυτός του. Αυτή η φυγή δημιουργεί και το άγχος που είπατε προηγουμένως.
Ο Αδάμ αμάρτησε, κρύφτηκε, έφυγε από τον Θεό και ήλθαν έπειτα όλα τα δεινά. Το ίδιο κάνουν και οι άνθρωποι. Προσεύχομαι εκτενώς για την σωτηρία όλου του κόσμου. «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με και τον κόσμο σου».
Όλη την νύκτα προσεύχομαι για να τον λυπηθεί ο Θεός. Αυτή είναι η αποστολή μας σ’ αυτή την ταραγμένη εποχή. Σ’ εμάς έπεσε ο κλήρος να γίνουμε μάρτυρες…
Πολλά μου είπε ο ασκητής εκείνος. Τέτοιες σοφίες θα ακούσεις σε κάθε σου βήμα σαν επισκεφτείς το Όρος. Τον ευχαρίστησα, ζήτησα την ευχή του, τον παρακάλεσα να με θυμάται στις προσευχές του και βγήκα σκεπτικός από το κελλί, που είναι τώρα ο τάφος του, αλλά από εκεί θα αναστηθεί στην αληθινή ζωή.

πηγή