Καὶ ἡ Μάνα τοῦ ἀποκρίθηκε: «Στοίχισαν πόνο καὶ προσπάθεια. Κόπο καὶ ἀνησυχία. Μόχθο καὶ καθημερινὴ δουλειὰ στὸν πατέρα τους. Ὑπομονὴ καὶ εὐθύνη. Ὁδηγίες καὶ νουθεσίες. Ἀγάπη καὶ ἀγωνία. Προσευχὲς καὶ δεήσεις». Αὐτὰ στοιχίζουν τὰ παιδιὰ στοὺς γονεῖς. Αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλά. Τόσο πολλά, ποὺ καμμιὰ πένα στὸν κόσμο δὲν θὰ μπορέσει ποτὲ νὰ τὰ χαράξει πάνω στὸ χαρτί.
Νὰ γιατί ἀπευθύνομαι σὲ σᾶς, παιδιά, καὶ κάνω τούτη τὴν ἐρώτηση: Παιδιά, σκέπτεσθε τοὺς γονεῖς σας; Ἀλλὰ τί σημαίνει αὐτὴ ἡ ἐρώτηση; Σημαίνει αὐτὰ ποὺ θὰ σᾶς γράψω παρακάτω. Καὶ θὰ σᾶς γράψω ὄχι λόγια, ἀλλὰ παραδείγματα. Παραδείγματα παιδιῶν, ποὺ σκέπτονταν πάντα τοὺς γονεῖς τους. Νὰ τί θέλω νὰ πῶ:
Νὰ ἀγαπᾶτε τοὺς γονεῖς σας.
Ὕστερα ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ πρέπει να είναι ἡ πρώτη καὶ ἀπέραντη ἀγάπη σας, νὰ ἀγαπᾶτε τοὺς γονεῖς σας. Νὰ ἀγαπᾶτε τὸν Πατέρα σας καὶ τὴ Μάνα σας. Νὰ τοὺς ἀγαπᾶτε σὰν τὸν Αἰνεία τῆς Τροίας.
Θυμάστε τὸ περιστατικό; Πρὶν ἡ Τροία παραδοθεῖ στὴ φωτιά, οἱ Ἕλληνες ἔδωσαν προθεσμία στοὺς Τρῶες νὰ φύγουν ὅλοι ἀπὸ τὴν πόλη παίρνοντας μαζί τους ὅ,τι ὁ καθένας θεωροῦσε σὰν τὸ πιὸ πολύ-τιμο πράγμα. Τότε οἱ Ἕλληνες εἶδαν μία σκηνὴ ποὺ τοὺς συγκλόνισε. Τὶ εἶδαν; Εἶδαν τὸν νεαρὸ Αἰνεία νὰ περνᾶ τὴν πύλη τῆς Τροίας ἔχοντας τοὺς ὤμους του τὰ ἀγάλματα τῶν θεῶν. Συγκινημένος ὁ ἐπικεφαλῆς τῶν Ἑλλήνων στρατιωτῶν ἐπέτρεψε στὸν θαυμαστὸ νεαρὸ Τρῶα νὰ ξαναγυρίσει στὴν πόλη καὶ νὰ πάρει καὶ ὅ,τι ἄλλο πολύτιμο ἤθελε. Γύρισε ὁ Αἰνείας στὴν Τροία καὶ σὲ λίγο περνοῦσε τὴν Πύλη τῶν τειχῶν βαστάζοντας στοὺς ὤμους του τοὺς δύο γέροντες γονεῖς του, ποὺ ἦταν παράλυτοι καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ περπατήσουν. Ἦταν ὅ,τι πολυτιμότερο εἶχε, ὕστερα ἀπὸ τοὺς θεούς. Αὐτὴ ἡ δεύτερη σκηνὴ συγκίνησε πιὸ πολύ τοὺς Ἕλληνες. Καὶ ἐπέτρεψαν στὸ ὑπέροχο αὐτὸ παιδὶ νὰ γυρίσει καὶ πάλι στὴν πόλη καὶ νὰ πάρει ὅτι ἄλλο εἶχε.
Παιδιά! Ἔτσι νὰ ἀξιολο-γεῖτε τὴν ἀγάπη σας. Καὶ σὲ τέτοιο βαθμό. Σὰν τὸν Αἰνεία. Πρῶτα ἡ ἀγάπη στὸ Θεὸ καὶ ἔπειτα ἡ ἀγάπη στοὺς γονεῖς. Γιατί, ὅπως μᾶς εἶπε ὁ Χριστός, «ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἐστί μου ἄξιος» (Ματθ. 1, 37). Ὅποιος ἀγαπᾶ πατέρα ἢ μητέρα περισσότερο ἀπὸ τὸ Θεό, δὲν λογίζεται ἄξιος Χριστιανὸς
Παιδιά! Ἀγαπᾶτε τοὺς γονεῖς σας. Ἀγαπᾶτε τους εἰλικρινά. Ἄδολα. Χωρὶς ἀνταλλάγματα. Μὲ ὅλη σας τὴν καρδιά. Νὰ πώς: Μία μάνα θὰ ξεκινοῦσε γιὰ ἕνα μακρινὸ ταξίδι. Τὰ τρία της παιδιὰ ἔτρεξαν καὶ τῆς πρόσφεραν τὰ δῶρα τους. Τὸ πρῶτο τῆς πρόσφερε μία μαρμάρινη πλάκα μὲ σκαλισμένο πάνω στὴν πλάκα τὸ ὄνομά της. Τὸ δεύτερο τῆς πρόσφερε μία ἀνθοδέσμη μὲ σπάνια μυρωδάτα λουλούδια. Τὸ τρίτο παιδὶ δὲν τῆς πρόσφερε τίποτε.
Τῆς εἶπε ὅμως τὰ ἑξῆς λόγια: «Μητέρα, δὲν ἔχω μαρμάρινη πλάκα. Δὲν ἔχω ἀνθοδέσμη. Ἔχω ὅμως καρδιά. Σ’ αὐτὴν χάραξα τὸ ὄνομά Σου. Αὐτὴ ἡ καρδιά μου, Μητέρα, γεμάτη ἀγάπη, θὰ σὲ συνοδεύει, ὅπου θὰ ταξιδεύεις καὶ θὰ σὲ παραστέκεται, ὅπου κι ἂν σταθεῖς». Παιδιά! Ἡ μεγαλύτερη προσφορὰ στοὺς γονεῖς σᾶς εἶναι ἡ ἀγάπη. Χωρὶς τὴν καρδιὰ κάθε ἄλλη προσφορὰ εἶναι πολὺ μικρή. Ἐλάχιστη.
Νὰ τιμᾶτε τοὺς γονεῖς σας.
(«Κάτθανε, Διαγόρα!..)
Ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ εἶναι σαφὴς καὶ κατηγορηματική. Τὴ σημειώνω: «Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴ μητέρα σου» (Ἔξοδ. Κ, 12). Κι αὐτὴ ἡ ἐντολὴ πρέπει νὰ γίνει βίωμά σας. Νὰ τιμᾶτε τὸν πατέρα σας. Νὰ τιμᾶτε τὴ μάνα σας. Νὰ τοὺς τιμᾶτε, ὅπως τοὺς ταιριάζει. Ὅπως τοὺς ἀξίζει. Καὶ νὰ θυμάστε τοῦτο: Κάθε προκοπὴ σᾶς σ’ αὐτοὺς ὀφείλεται. Ὅσα παιδιὰ πρόκοψαν στὴ ζωὴ τοὺς τὸ ὁμολόγησαν αὐτό. Καὶ τοὺς ἀπέδωσαν τὴν ἀνάλογη τιμή.
Θυμάστε τὰ παιδιὰ τοῦ Διαγόρα ἀπὸ τὴ Ρόδο; Τὰ σημειώνω: Δημάγετος, Ἀκουσίλαος, Δωριέας. Αὐτὰ τὰ τρία ὑπέροχα παιδιά, ὅταν νίκησαν στοὺς Ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνες, τίμησαν τὸν πατέρα τοὺς κατὰ τρόπο ποὺ συγκίνησε ὅλο τὸν κόσμο ποὺ βρισκόταν μέσα στὸ στάδιο τῆς Ὀλυμπίας. Μόλις ἡ Ἐπιτροπὴ στεφάνωσε τὰ τρία αὐτὰ παιδιά, ἔτρεξαν ἀμέσως στὴν κερκίδα, ὅπου καθόταν ὁ ἀσπρομάλλης πατέρας τους. Καὶ τί ἔκαναν; Τί ἔκαναν! Παρακολουθῆστε. Ἔβγαλαν τὰ στεφάνια ἀπὸ τὰ κεφάλια τους καὶ τὰ φόρεσαν στὸ κεφάλι τοῦ πατέρα τους. Ὕστερα τὸν ἔπιασαν, τὸν σήκωσαν πάνω τους ὤμους τους καὶ τὸν περιέφεραν ὁλόγυρα στὸ στάδιο.
Σκηνὴ συγκλονιστική. Ὅλοι οἱ θεατὲς σηκώθηκαν ὄρθιοι. Ὅλοι ζητωκραύγα-ζαν. Ὅλοι ἔκλαιγαν ἀπὸ συγκίνηση. Καὶ ὅλοι ἔρραιναν τὸν πατέρα καὶ τοὺς τρεῖς γιούς του μὲ λουλούδια καὶ δαφνόφυλλα. Καὶ ἀκολούθησε ἄλλη σκηνή, τὸ ἴδιο συγκινητική.
Ἕνας Σπαρτιάτης, συγκινημένος βαθύτατα, τὴ στιγμὴ ποὺ περνοῦσε ἀπὸ κοντὰ τοῦ ὁ δαφνοστεφανωμένος Διαγόρας, πάνω στοὺς ὤμους τῶν παιδιῶν του, φώναξε μὲ ὅλη τὴ δύναμή του: «Διαγόρα! Πέθανε πιὰ τώρα!». Καὶ ἔτσι ἔγινε. Ὁ Γέροντας Διαγόρας δὲν ἄντεξε. Ἔγειρε στοὺς ὤμους τῶν παιδιῶν του καὶ ἔκλεισε γιὰ πάντα τὰ μάτια του, εὐτυχισμένος ἀπὸ τὴ μεγαλύτερη τιμὴ ποὺ τοῦ πρόσφεραν τὰ παιδιά του!
Ἄλλο, πάλι παιδί, ὁ Κορίνθιος Ἔφηβος, μόλις στεφανώθηκε ὀλυμπιονίκης, ἔτρεχε ὅσο μποροῦσε πιὸ γρήγορα, γιὰ νὰ φέρει τὴ μεγάλη νίκη στὴν ἄρρωστη μητέρα του, τὴν Ἐνάρετη. Δὲν τὴν πρόφτασε ὅμως ζωντανή. Ἔκλαψε πολὺ ὁ ὀλυμπιονίκης γιός της. Ἔκλαψε, γιατί δὲν μπόρεσε νὰ δώσει τὴ χαρὰ τῆς νίκης στὴν Μάνα του.
Ὡστόσο ἔκανε τὸ ἑξῆς, γιὰ τὸ ὁποῖο ἔκλαψαν ὅλοι. Τί ἔκανε; Μὲ τὸ στεφάνι τοῦ στεφάνωσε τὰ μαλλιὰ τῆς νεκρῆς καὶ μὲ λυγμοὺς εἶπε: «Μητέρα συγχώρεσε μὲ ποὺ δὲν μπόρεσα νὰ τρέξω πιὸ γρήγορα. Σου ἔφερα τὴ μεγάλη νίκη. Μὰ ὁ θάνατος τρέχει πιὸ γρήγορα ἀπὸ τοὺς θνητούς, ποὺ οὔτε οἱ ὀλυμπιονίκες μποροῦν νὰ παραβγοῦν μαζί του. Σὲ πῆρε πρὶν προλάβεις νὰ χαρεῖς τὴ δική μου χαρά. Μὰ πάρε την, καλή μου Μητέρα, ἂς εἶσαι καὶ νεκρή. Εἶναι δική σου…».
Παιδιά! Τιμῆστε τοὺς γονεῖς σᾶς ὅσο ζοῦν. Τιμῆστε τους καὶ νεκρούς.
Νὰ σέβεστε τοὺς γονεῖς σας. Νὰ σέβεστε τοὺς γονεῖς σᾶς πάντα. Ἀκόμη κι ὅταν κάνουν λάθη. Ὅποια λάθη κι ἂν κάνουν, δὲν παύουν νὰ εἶναι γονεῖς σας. Θυμᾶσθε τὸν Νῶε; Ὁ δίκαιος καὶ ἐνάρετος Νῶε «ἔπιεν ἐκ τοῦ οἴνου καὶ ἐμεθύσθη» (Γε-νέσ. 0,21). Ὁ Νῶε μέθυσε. Κι ὕστερα γυμνώθηκε. Τὸ ἕνα του παιδί, ὁ Χάμ, ἀσέβησε στὸν πατέρα του,. Διαπόμπευσε τὴν παρεκτροπὴ τοῦ πατέρα του. Τὰ δύο ἄλλα ὅμως παιδιά, Σὴμ καὶ Ἰάφθε, ἔδειξαν σεβασμὸ στὸ γεννήτορά τους. Τί ἔκαναν; Πῆραν ἕνα ροῦχο καὶ περπατῶντας μὲ τὶς πλάτες τους γυρισμένες πρὸς τὸν πατέρα, γιὰ νὰ μὴ δοῦν τὴ γύμνωσή του, πέτυχαν καὶ τὸν σκέπασαν. Ἄξια παιδιά. Παράδειγμα στοὺς αἰῶνες γιὰ τὰ παιδιὰ τοῦ κόσμου. Κανένα λάθος τῶν γονέων σας δὲν πρέπει νὰ σταθεῖ ἱκανὸ νὰ μειώσει τὸ σεβασμὸ πρὸς τοὺς γονεῖς. Ἀκόμα κι ἂν σᾶς πιέζουν νὰ τὸ κάνετε οἱ πιὸ ἰσχυροί τῆς γῆς.
Ἡ Μάνα τοῦ Μ. Ἀλέξανδρου, ἡ Ὀλυμπιάδα, ἦταν δύστροπη γυναῖκα. Ἀνακατευόταν πάντα στὶς ὑποθέσεις τῆς χώρας. Ὡστόσο, ὁ ἐξαίρετος γιὸς της ποτὲ δὲν ἀσέβησε στὴ Μάνα του. Ποτὲ δὲν τὴ λύπησε. Ποτὲ δὲν τῆς εἶπε πικρὸ λόγο. Πάντα τῆς φερόταν μὲ ὑπομονή. Πάντα μὲ γλυκύτητα.
Κάποτε ὁ Ἀντίπατρος, ἐπιστήθιος φίλος του, τοῦ ἔγραψε καὶ τοῦ συνέστησε νὰ δώσει τέλος σ’ αὐτὴν τὴν ἱστορία μὲ τὴ Μάνα του. Ἀλλὰ ὁ ὑπέροχος γιὸς τῆς Ὀλυμπιάδας τοῦ ἀπάντησε: «Ἀντίπατρε! Ἕνα δάκρυ μίας Μάνας μπορεῖ νὰ σβήσει δέκα χιλιάδες γράμματα σὰν αὐτό». Κι ἂν οἱ γονεῖς συνεχίζουν νὰ παρεκτρέπονται; Καὶ τότε σεβασμό; Καὶ τότε. Καὶ πάντα.
Καὶ ἔχοντας αὐτὸν τὸν σεβασμό, μπορεῖτε νὰ κάνετε αὐτὸ ποὺ ἔκανε μία νέα γιὰ τὸν μέθυσο πατέρα της. Ἦταν νύχτα. Τὸ χιόνι ἔπεφτε ἀσταμάτητα. Ὁ ἀέρας ξερίζωνε δένδρα. Τὰ κύματα βουνὰ στὴ θάλασσα. Ὁ πατέρας της γύριζε ἀπὸ τὸ διπλανὸ νησὶ μὲ μία βάρκα. Καὶ γύριζε, ὅπως πάντα, μεθυσμένος. Ἡ κόρη του ἀψηφᾶ τὸν κίνδυνο καὶ μὲ ἕνα φανάρι στὰ χέρια κατεβαίνει στὴ θάλασσα. Σηκώνει ψηλὰ τὸ φανάρι νὰ τὸ δεῖ ὁ πατέρας της καί, μὲ ὅλη της τὴ δύναμη φωνάζει: «Πατέρα, ἔλα, ἀπ’ ἐδῶ εἶναι ὁ δρόμος». Ἡ δυνατὴ φωνὴ συνέφερε τὸν μεθυσμένο πατέρα, ποὺ πάλευε μὲ τὰ κύματα. Βγῆκε σῶος. Ἀλλὰ ἡ κόρη του δὲν ζοῦσε πιά. Τὴ βρῆκε στὸ δρόμο παγωμένη. Ἡ θυσία τῆς σημάδεψε μία νέα ζωὴ γιὰ τὸν πατέρα της. Ζωὴ μὲ ἐγκράτεια, ἀρετὴ καὶ ἁγιασμό.
Παιδιά! Ἂν χρειασθεῖ, θυσιαστεῖτε κι ἐσεῖς γιὰ τοὺς γονεῖς σας.
Σὰν τὴν ἡρωίδα κόρη τοῦ μέθυσου πατέρα. Νὰ προπέμπετε τοὺς γονεῖς σας. Οἱ γονεῖς σας, σὰν πρεσβύτεροι, κατὰ κανόνα, φεύγουν πρῶτοι ἀπὸ τὴν πρόσκαιρη τούτη ζωή. Μὴν ἀμελήσετε νὰ βρίσκετε κοντά τους στὶς στερνὲς ὧρες τῆς ζωῆς τους. Ὅπου κι ἂν εἶστε, νὰ σπεύσετε κοντά τους. Κι ἂν ἀκόμη βρίσκεστε στὴν ἄλλη ἄκρη τῆς γῆς, σὰν ἄλλοι ἀπόστολοι «συναθροισθέντες» κοντά τους, «κηδεύσατε» τὰ σώματά τους. Καὶ μὲ ὅλες τὶς τιμές. Σεῖς νὰ τοὺς κλείσετε τὰ μάτια. Σεῖς, τὰ παιδιά τους.
Ὄχι ἄλλοι. Διαβάστε τί γράφει ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος γιὰ τὴ Μητέρα του, τὴ Μόνικα. Διαβάστε καὶ διδαχθεῖτε. «… Ἡ θρησκευτικὴ ἐκείνη ψυχὴ ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὸ σῶμα της. Ἔκλεισα τὰ μάτια της. Τὴν καρδιά μου τὴν ἔσχισε ὀξύτατη ὀδύνη. Ἦταν ἕτοιμη νὰ ξεσπάσει σὲ χείμαρρο δακρύων…». Ἔτσι νὰ προπέμπετε καὶ σεῖς τοὺς γονεῖς σας. Σὰν τὸν ἱερὸ Αὐγουστῖνο. Καὶ μὴν παύσετε ποτὲ νὰ ἐπισκέπτεσθε συχνὰ τὸν τάφο τους. Ἕνα κερί, μία δέηση, τὰ περιμένουν πάντα οἱ γονεῖς σας. Δέηση γιὰ τὶς ψυχές τους. Ἔτσι, ὅπως ὁρίζει ἡ Ἐκκλησία μας.
Ὅταν στὶς 21 Φεβρουαρίου 1913 ἔπεσαν τὰ Γιάννενα, ἕνας Ἠπειρώτης νέος, ποὺ πολέμησε μὲ τὸν Ἑλληνικὸ στρατὸ γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς πόλεως, ἔτρεξε στὸν τάφο τοῦ πατέρα του, ἔσκυψε, φίλησε τὸν τάφο καὶ μὲ δάκρυα φώναξε: «Πατέρα! Ξύπνα! Τὰ Γιάννενα εἶναι, ἐπιτέλους, ἐλεύθερα».
Ἀγαπητὰ παιδιά,
Ὅσα ἔχετε ἀκόμη τοὺς γονεῖς σας, δεῖξτε τους ὅλη σας τὴν ἀγάπη. Τίποτα ἂς μὴ σταθεῖ ἱκανὸ νὰ λιγοστέψει τὴν ἀγάπη σας σ’ αὐτούς. Τίποτα. Οὔτε πράγμα. Οὔτε ἀξίωμα. Οὔτε ἐργασία. Οὔτε πρό-σωπο. Εἴπαμε, τίποτα. Τιμῆστε τους μὲ ὅποιον τρόπο τοὺς ταιριάζει. Σεβαστεῖτε τους.
Καὶ ὅταν ἔλθει ἡ ὥρα, σεῖς νὰ τοὺς κλείσετε τὰ μάτια. Ὅσα, πάλι, παιδιὰ δὲν ἔχετε πιὰ τοὺς γονεῖς σας, μὴ παύσετε νὰ ἐπισκέπτεσθε τὸν τάφο τους. Σᾶς περιμένουν. Καὶ θὰ σᾶς περιμένουν πάντα. Μέχρι ποὺ καὶ σεῖς νὰ βρεθεῖτε κοντά τους.
Στὴν αἰώνια χαρὰ τοῦ παραδείσου.