Ἄνοιξα τά μάτια μπροστά σέ μιά εἰκόνα…
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ μᾶς δείξει τὴν ἀνθρώπινη ὄψη τοῦ Θεοῦ. Μᾶς τὸ λέει ὁλοκάθαρα: «Ὁ ἐωρακὼς ἐμὲ ἐώρακε τὸν Πατέρα» ( Ἰω. 14,9). Ἡ καλύτερη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ εἶναι πάντα ὁ ἄνθρωπος.
Στὸ λεξικὸ διαβάζουμε πὼς ἡ λέξη εἰκόνισμα, ἑλληνικὰ θὰ πεῖ εἰκόνα.Ἕνα εἰκόνισμα εἶναι ἀληθινὰ μία εἰκόνα• ὅμως μία εἰκόνα ποὺ δὲν εἶναι ἀποκλειστικὰ ἐπίγεια. Μία εἰκόνα θεανδρική, οὐράνια κι ἐπίγεια μαζί. Ποὺ συγκερνάει τὴ θεϊκὴ καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύση, ὅπως τὸ δείχνουν οἱ δυὸ λέξεις ποὺ συνθέτουν αὐτὸ τὸ ἐπίθετο: Θεὸς καὶ ἀνήρ.
Μία φωτογραφία, ποὺ εἶναι μία ἐπίγεια εἰκόνα, ἀκόμα κι ὅταν εἰκονίζει ἕναν ἅγιο, δὲν μπορεῖ νὰ χρησιμέψει σὰν εἰκόνισμα. Οἱ κανόνες τῆς ὀρθόδοξης εἰκονογραφίας τὸ ἀπαγορεύουν κατηγορηματικά. Ἂν καμιὰ μέρα βροῦν τὴ φωτογραφία κάποιου πολυσέβαστου ἁγίου, δὲν θὰ μπορέσουν ν’ ἀντικαταστήσουν μ’ αὐτὴν τὸ εἰκόνισμά του. Γιατί ἡ φωτογραφία εἶναι ἀποκλειστικὰ ἡ ἐπίγεια εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου. Ἐνῶ ἀντίθετα τὸ εἰκόνισμα εἶναι ἡ ἁγνὴ κι ὁλοκληρωτική τοῦ ἀνθρώπου εἰκόνα, μ’ ὅλες τὶς ἐπίγειες καὶ οὐράνιες διαστάσεις του.
Στὸ ὀρθόδοξο εἰκόνισμα ὁ ἄνθρωπος παρασταίνεται τέτοιος ποὺ ἤτανε στὴν προέλευσή του, ὅπως ἤτανε στὴ δημιουργία τοῦ κόσμου. Κάθε εἰκόνισμα ἀνταποκρίνεται στὸ ἀρχέτυπο, στὸ πρωτότυπο τοῦ ἀνθρώπου. Στὸ εἰκόνισμα μέσα, τὸ ἀνθρώπινο σῶμα ἐλευθερώνεται ἀπὸ τοὺς νόμους τῆς ὕλης, τοῦ χρόνου καὶ τοῦ χώρου. Ἡ ἀνθρώπινη παράσταση, περιορισμένη ἔτσι στὸ πρῶτο της σχῆμα, καὶ στὶς ἀρχικές της ἰδιότητες, γίνετ’ αἰώνια, καὶ παρόμοια μὲ τὸ Θεό, εἰκόνα καὶ ὁμοίωσή Του.
Ἕνα εἰκόνισμα, λοιπόν, δὲν παρισταίνει μία πραγματικότητα τοῦ κόσμου αὐτοῦ, ἐδῶ κάτω. Κάθε εἰκόνισμα εἶναι κι ἕνα παράθυρο, ποὺ ἀνοίγει πρὸς τὸν οὐρανό. Κ’ ἡ ζωγραφιὰ ποὺ βλέπουμε στὸ εἰκόνισμα μέσα εἶναι μία πραγματικότητα ἀπὸ κεῖ ψηλά. Ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη, ἡ ὄψη τοῦ ἁγίου εἴτε τῆς ἁγίας ποὺ τὸ εἰκόνισμα παρασταίνει, εἶναι αὐτὲς ποὺ ζήσανε πάνω στὴ γῆ, κι εὔκολα εἶναι νὰ τὶς ἀναγνωρίσουμε. Ἀλλὰ ὄχι κατὰ τοὺς νόμους τῆς σάρκας. (Β’ Κόρ. 5,16). Γιατί τώρα γίναμε ὑπάρξεις ἐπουράνιες, καὶ κανεὶς δὲν ἀνεβαίνει στὸν οὐρανὸ μὲ τὸ σάρκινο περίβλημά του. Τὸ ἔργο αὐτῶν ποὺ ζωγραφίζουν εἰκονίσματα, τῶν εἰκονογράφων, εἶναι πολὺ δύσκολο. Γιατί εἶναι πολὺ δύσκολο, ἂν ὄχι ἀδύνατο, σ’ ἕνα θνητὸ χέρι νὰ ζωγραφίσει, μὲ φθαρτὰ ὑλικὰ — λάδι, μελάνι, χρώματα — πραγματικότητες ποὺ βρίσκονται στὸν οὐρανό, καὶ ποὺ εἶν’ αἰώνιες.
Ὁ ζωγράφος ποὺ θέλει νὰ φτάσει ὅσο τὸ δυνατὸ πιὸ κοντὰ στὸ θεϊκὸ καὶ οὐράνιο πρότυπο, ζωγραφίζοντας μία εἴκονα, ἔχει ἕνα μόνο τρόπο: νὰ μεταχειριστεῖ σύμβολα. Νὰ παρουσιάσει δηλαδὴ μία πραγματικότητα ὑπέρτατη, μ’ ἕνα τρόπο πλάγιο, γιατί μία τέτοια πραγματικότητα δὲ συλλαμβάνεται κατὰ τρόπο ἄμεσο. Ἕνα μόνο εἰκόνισμα τέλειο ὑπάρχει στὴν Ἐκκλησία, καὶ εἶναι ἀχειροποίητο, δηλαδὴ δὲν τὸ δούλεψε ἀνθρώπινο χέρι. Παρισταίνει τὴν ὄψη τοῦ Χριστοῦ τυπωμένη ἀπὸ κάποια δύναμη θαυματουργό, δίχως τὴ βοήθεια ἀνθρώπινου χεριοῦ, καὶ εἶναι γνωστὸ μὲ τὸ ὄνομα «Τὸ Πανάγιο Πρόσωπο». Ἂν ἑξαιρέσουμε τούτη τὴν ἀχειροποίητη εἰκόνα, ὅλες οἱ ἄλλες εἰκονίζουν, μὲ ὑλικὰ ἐπίγεια καὶ μὲ τῶν συμβόλων τὴ βοήθεια, τὴ θεία πραγματικότητα τ’ οὐρανοῦ.