Ποιο ήταν το επίθετο του θρυλικού Οδυσσέα, του γνωστού από την Οδύσσεια του Ομήρου;
Γρηγόρης Κεντητός
Στις ιστορίες του Ομήρου, στα κείμενα που χτίζουν τους πρώτους μύθους της Ευρώπης, δεν θα βρούμε τους ήρωες να έχουν επίθετα με τον τρόπο που τα ξέρουμε σήμερα. Δεν υπάρχουν οικογενειακά επώνυμα, δεν υπάρχουν ονόματα γραμμένα με παύλα και διπλή κατάληξη. Κι όμως, ο Οδυσσέας — ο πιο πολυμήχανος, ο πιο ανθρώπινος, ο πιο βασανισμένος από τους ήρωες — είχε κι αυτός κάτι που μοιάζει με επίθετο. Είχε το πατρωνυμικό του: Λαερτιάδης.
Το όνομα αυτό προκύπτει από τον πατέρα του Οδυσσέα, τον βασιλιά Λαέρτη. Η λέξη Λαερτιάδης σημαίνει «γιος του Λαέρτη». Είναι ένα πατρωνυμικό, δηλαδή ένα ουσιαστικό που δηλώνει την καταγωγή από τον πατέρα, και είναι απολύτως σύμφωνο με τον τρόπο που λειτουργούσαν τα ονόματα στην αρχαία Ελλάδα. Στην πραγματικότητα, σχεδόν όλοι οι μεγάλοι ήρωες των επών φέρουν παρόμοια πατρωνυμικά: ο Αχιλλέας είναι Πηλείδης (γιος του Πηλέα), ο Αγαμέμνων είναι Ατρείδης (γιος του Ατρέα), και ο Οδυσσέας είναι Λαερτιάδης.
Ο λόγος που οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τέτοια πατρωνυμικά δεν ήταν μόνο για λόγους ταυτοποίησης. Ήταν μια μορφή τιμής και κληρονομιάς. Το όνομα του πατέρα κουβαλούσε την πολιτική ισχύ, την οικογενειακή φήμη, την ηρωική αλυσίδα αίματος. Όταν ο Οδυσσέας παρουσιάζεται ως Λαερτιάδης, δεν δηλώνεται απλώς η βιολογική του καταγωγή. Δηλώνεται ότι είναι νόμιμος διάδοχος ενός βασιλιά, συνεχιστής μιας γενιάς, και συμμέτοχος σε μια ιστορία που ξεπερνάει το άτομο και αγγίζει την πόλη, τη φυλή και τη μνήμη.
Στην Οδύσσεια, ο Οδυσσέας δεν αναφέρεται μόνο ως Λαερτιάδης. Αναφέρεται και με άλλα προσωνύμια, όπως πολύτροπος (ο ευέλικτος), πολύμητις (ο σοφός), δῖος (θεϊκός), και κάθε φορά η λέξη που τον περιγράφει λέει κάτι για το πώς τον βλέπει ο αφηγητής ή οι θεοί. Το «Λαερτιάδης» όμως είναι κάτι άλλο. Δεν δηλώνει χαρακτηριστικό — δηλώνει γραμμή αίματος.
Η πρακτική του πατρωνυμικού ήταν διαδεδομένη σε όλο τον ελληνικό κόσμο. Δεν υπήρχαν επώνυμα όπως σήμερα, αλλά σε κάθε επίσημη αναφορά, σε επιγραφές, σε ψηφίσματα, σε ψηφοφορίες, ο κάθε πολίτης αναφερόταν ως «τάδε, υιός του δείνα». Ήταν ένας τρόπος να φέρει κανείς την ταυτότητά του μαζί με την καταγωγή του. Οι Αθηναίοι, οι Σπαρτιάτες, οι Μακεδόνες, όλοι λειτουργούσαν έτσι. Η οικογένεια δεν ήταν μια ατομική υπόθεση, ήταν δημόσια δήλωση.
Η λέξη «επίθετο» στην αρχαία ελληνική δεν σήμαινε αυτό που εννοούμε σήμερα. Ήταν απλώς ένα προσδιοριστικό, ένα επίθετο με την γραμματική έννοια. Στη σημερινή χρήση, τα επώνυμα είναι κάτι σταθερό, μεταβιβάσιμο, γραμμένο σε ταυτότητες. Το «Λαερτιάδης» δεν ήταν αυτό. Ήταν μια λέξη που άλλαζε ανάλογα με το ποιος ήταν ο πατέρας. Ο Τηλέμαχος, γιος του Οδυσσέα, θα μπορούσε να λέγεται Οδυσσειάδης, αλλά δεν έχει καταγραφεί έτσι. Κάθε πατρωνυμικό ήταν ζωντανό, μοναδικό, πρόσκαιρο — όσο και ο ίδιος ο φορέας του.
Η χρήση τέτοιων ονομάτων είχε και βαθύτερη φιλοσοφική σημασία. Στην αρχαία Ελλάδα, το ποιος είσαι δεν οριζόταν μόνο από τις πράξεις σου, αλλά και από το σε ποιον ανήκεις. Ο Οδυσσέας, παρά την ιδιοφυΐα και τη μοναδικότητά του, κουβαλάει πάντα το όνομα του Λαέρτη. Γιατί κανείς δεν είναι μόνος του στον κόσμο, κανείς δεν είναι άγνωστος. Όλοι ανήκουν σε μια αλυσίδα, και αυτή η αλυσίδα φαινόταν καθαρά μέσα από τα πατρωνυμικά.
Σήμερα, όταν διαβάζουμε τον όρο «Λαερτιάδης», μπορεί να μας διαφεύγει η σημασία του. Να τον περάσουμε ως μια ποιητική λέξη ή ως αρχαϊσμό. Στην πραγματικότητα όμως, είναι το κοντινότερο πράγμα σε «επίθετο» που είχε ποτέ ο Οδυσσέας. Ένα όνομα που δεν έδειχνε μόνο ποιος ήταν — αλλά και από πού ερχόταν.