[Αφήγηση Ιερομόναχος και Πνευματικός, π. Ησύχιος Αγιαννανίτης]:
Σε μια από τις επόμενες ημέρες μου συνέβη ένας μεγάλος πειρασμός.
Το αφεντικό μου με στέλνει να μεταφέρω με το γαϊδούρι την γυναίκα τον στο χωριό της, που ήταν δύο χιλιόμετρα μακριά. Μαζί της θέλησε να έλθη και η ανιψιά της.
Μεταξύ τους από πολύ καιρό εμηχανεύοντο να με ρίξουν στον βόρβορο της ακολασίας.
Αλλά δεν τα κατάφερναν. Και εθεώρησαν ως κατάλληλη αυτή την ευκαιρία, γι’ αυτό και κατάρτισαν το σατανικό σχέδιό τους.
Ξεκινώντας για την οδοιπορία και κρατώντας το γαϊδούρι από το καπίστρι, έκανα τον σταυρό μου λέγοντας: «Παναγία μου, έλα μαζί μου σε παρακαλώ».
Στο δρόμο προφασίζεται η γυναίκα ότι βιάζεται να φθάση γρήγορα και τρέχει, ενώ στο γαϊδούρι ανέβηκε η ανιψιά…
Οι προσπάθειές της έμειναν άκαρπες. Τα δελεάσματα της δεν με ελύγισαν αλλ’ αντιθέτως εχαλύβδωσαν το φρόνημά μου.
Κρατώντας πέτρες στα χέρια μου, την απειλούσα λέγοντας:
– Μην τολμήσης να κατέβης, γιατί θα σε σκοτώσω με τις πέτρες.
Συνάμα εφώναξα: «Παναγία μου, σώσε με από τον κίνδυνο».
Και αμέσως παρουσιάζεται μπροστά μου η Παναγία μέσα σ’ ένα ανέκφραστο και εξαίσιο φως και μου λέγει:
– Πέταξε τις πέτρες και μη φοβάσαι· είμαι κοντά σου.
Τότε επήρα πολλή χαρά και δύναμι.
Εκείνη, όταν άκουσε την συνομιλία αυτή, χωρίς να βλέπη ποια με επισκέφθηκε, φοβήθηκε και ησύχασε.
Απόσπασμα από το άρθρο του Δ.Μ.Γ., «Ιερομόναχος και Πνευματικός π. Ησύχιος Αγιαννανίτης» το οποίο δημοσιεύεται στο περιοδικό Όσιος Γρηγόριος, τεύχος 9, του 1982, έκδοση της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους