«Τούτο το μακάριο Γέροντα [:Γαβριήλ] υποπτεύτηκε κάποιος κακοποιός, που τότε ήταν πολλοί τέτοιοι λόγω της τουρκοκρατίας, ότι θα είχε χρήματα και παραμόνευε κάθε νύχτα κρυμμένος στην αυλή, να βγει ο Γέροντας έξω και να του επιτεθεί απαιτώντας το θησαυρό. Όπως διηγήθηκε μετά ο κακοποιός, παρέμεινε παρακολουθώντας το Γέροντα επί επταήμερο και δεν αντιλήφθηκε καμία του κίνηση, όποτε απελπισμένος θέλησε να διαπιστώσει αν πράγματι ο Γέροντας απουσίαζε. Κτύπησε τότε φανερά τη πόρτα της καλύβης. Ο Γέροντας αμέσως του άνοιξε και τον κάλεσε, ως συνήθως, να μπη και τον ρωτούσε από πού είναι και τι ζητά. Ο κακοποιός, αφού έριξε μια ερευνητική ματιά, ρώτησε το Γέροντα αν απουσίαζε και πόσο. Ο Γέροντας αποκρίθηκε με τη φυσική απλότητά του, ότι ούτε απουσίασε ούτε είχε τέτοια συνήθεια να φεύγει από την καλύβη του. Μένοντας σε απορία ο ξένος τον ρωτά πάλι :
– Ούτε έξω δεν βγαίνεις, Γέροντα, στην αυλή σου;
– Δυστυχώς συχνά βγαίνω, παιδί μου, γιατί το αναγκαίο είναι έξω από την καλύβη και, παρόλο που κρυώνω το χειμώνα, είμαι αναγκασμένος να βγαίνω και μάλιστα, λόγω του γήρατός μου συχνά, και του έδειξε, αφού ήταν αντίκρυ από το ανοικτό μέρος, τον τόπο στον οποίο πήγαινε. Τότε είδε ο κακόβουλος επισκέπτης ότι εκεί ακριβώς όπου αυτός κρυβόταν, δίπλα ήταν το μέρος στο οποίο ο Γέροντας σύχναζε και, όμως, σε όλο το επταήμερο ποτέ δε τον αντιλήφθηκε.
Το γεγονός αυτό εξέπληξε και συνέτριψε ταυτόχρονα τη σκληρή καρδιά του ληστού και συγκινημένος ομολόγησε με δάκρυα στο Γέροντα το σκοπό και την ιδιότητά του ζητώντας συγχώρεση. Έγινε μετά εκεί μοναχός».
(Πηγή:Πατερικαί Μορφαί Νέας Σκήτης,Ιωσήφ μον. στο «Τα θαυμάσια του Θεού» αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ σελ. 94-95)