Το υποβρύχιο ταξίδι του Μεγάλου Αλεξάνδρου

Ευθύς πρόσταξε τον Αντίοχον να πηγαίνη εις ένα κάστρον, όπου ήτον εκεί σιμά, δια να ειπή να φθιάσουν μίαν κασέλαν από κρυστάλλι, και να του την φέρη. Επήγεν ο Αντίοχος, και την έφερε, και ο Αλέξανδρος εμβήκεν εις ένα καράβι μαζή με μερικούς Μεγιστάνας, και επήγεν εις την μέσην της θαλάσσης. Εκεί εμβήκεν ο Αλέξανδρος εις την κρυσταλλένιαν κασέλαν, και προστάζωντας να τον κατεβάσουν μέσα εις την θάλασσαν με σχοινία, τους είπεν: Οπόταν ταράξω τα σχοινία, να με τραβίσετε έξω.

Ούτω τον κατέβασαν μέσα εις την θάλασσαν, και επήγεν εις τον πάτον. Εκεί είδεν ένα οψάριον μέγα, όπου απερνούσε, και εστάθη να το περιεργασθή, ότι απέρασαν εικοσιτέσσαρες ώραις, και ακόμη η ουρά του δεν είχε φανή, και εθαύμαζεν εις αυτό. Είδε πολέμους, όπου έκαναν τα οψάρια μεταξύ αναμεταξύ τους, και εκτυπούνταν όλα με ταις ουραίς τους, και είπεν: Ιδού όπου ως και τα οψάρια πολεμούν αναμέσον τους ωσάν τους ανθρώπους. Εκείνη την ώραν ήλθεν ένα ψάρι μέγα ώσπερ μεγάλου βουβάλι, το οποίον εκτύπησεν την κασέλαν, και ετάραξε το σχοινίον.

Βλέποντες εκείνοι όπου ήσαν εις το καράβι, ότι εταράχθησαν τα σχοινία, ευθύς τον ετράβισαν, και τον εύγαλαν έξω. Τούτο εκακοφάνη πολλά του Αλεξάνδρου, όπου δεν τον άφησαν να ιδή τον πόλεμον των οψαρίων, και τους ωνείδισε, και επρόσταξε να κάμουν πανιά διά να πηγαίνουν εις το φουσάτον. Οπόταν ευγήκεν έξω, εδιηγήθη ολονών τα όσα είδε μέσα εις την θάλασσαν.

πηγή