Τον αγαθό Γέροντα, τον άγιο Σπυρίδωνα, τον επισκέφθηκε κάποιος στο αγροτόσπιτό του, για να αγοράσει εκατό κατσίκια από το κοπάδι, του. Συμφώνησε λοιπόν ο Άγιος και του έδωσε την άδεια να παραλάβει τα ζώα, αφού καταθέσει πρώτα την τιμή.
Ο αγοραστής εκείνος όμως πλήρωσε την αξία μόνο για ενενήντα εννέα κατσίκες και κράτησε την αξία της μιας, νομίζοντας ότι μ’ αυτό τον τρόπο μπορεί να εξαπατήσει τον Όσιο που ήταν πραγματικά άκακος και απονήρευτος.
Όταν λοιπόν μπήκαν μέσα στη στάνη, ο Άγιος του υπέδειξε να πάρει τόσες κατσίκες, όσες είχε πληρώσει. Ο έμπορος όμως, ο οποίος ούτε μ’ αυτό τον υπαινιγμό δεν συνήλθε, έβγαζε έξω από τη μάνδρα εκατό.
Τότε, λοιπόν, η κατσίκα εκείνη, σαν καλός δούλος που αντιλήφθηκε ότι δεν τον πούλησε ο κύριός του, γύριζε πίσω στη στάνη με επιμονή. Εκείνος ο αδιάντροπος έμπορος την έβγαζε πάλι έξω και την τραβούσε με τη βία.
Αυτό το περίεργο συνέβη δυο τρεις φορές. Η κατσίκα γύριζε πίσω και εκείνος με πείσμα και δύναμη την έσυρε πάλι έξω.
Τι έκανε τότε ο πονηρός έμπορος;
Επειδή δεν κατόρθωνε τίποτε με την επιμονή του, άρπαξε την κατσίκα από κάτω, την έβαλε στους ώμους του και την πήρε να φύγει. Η κατσίκα τότε άρχισε να βελάζει δυνατά και άγρια, τον κτυπούσε με τα κέρατά της και έσκυβε προς την κεφαλή του εμπόρου.
Έτσι το ζώο έδειχνε φανερά την αντίδρασή του και κατά κάποιο τρόπο τιμωρούσε τον δόλιο πλεονέκτη για την αδικία. Όσοι παρευρίσκονταν εκεί παραξενεύτηκαν από το περίεργο αυτό φαινόμενο, και δεν μπορούσαν να το εξηγήσουν.
Ο μέγας άγιος Σπυρίδωνας δεν ήθελε να τον ελέγξει φανερά, γι’ αυτό του είπε μι ηρεμία:
– Κοίταξε, τέκνο μου, μήπως το ζώο δεν τα κάνει αυτά άσκοπα, ούτε αντιδρά χωρίς λόγο για την απαγωγή. Μήπως έκανες λάθος και δεν πλήρωσες την αξία του;
Αυτά τα μαλακά και γεμάτα αγάπη και σεβασμό λόγια του Αγίου πλήγωσαν την καρδιά του εμπόρου, ο οποίος ήλθε στον εαυτό του και συναισθάνθηκε το σφάλμα του. Το ομολόγησε αμέσως και ζήτησε συγνώμη.
Έπειτα πλήρωσε την τιμή της κατσίκας, η οποία σταμάτησε να βελάζει και να αντιστέκεται και ήσυχα ακολούθησε τα άλλα ζώα.
Απόσπασμα από τον «Ευεργετινό», τόμος Β’, σ. 486-488 σε ελεύθερη απόδοση.