“Πριν 40 περίπου χρόνια ήμουν Δικαίος, και ένα βράδυ μόλις σουρούπωνε, πηγαίνω και κλείνω την εξώθυρα. Μόλις έκλεισα, άκουσα απ΄ έξω μια φωνή σοβαρή και συνάμα ειρηνική να μου λέει :
“Μην ανοίγεις. Μέσα στον φούρνο σου έχεις παξιμάδια. Βάλε σ΄ ένα τσουβάλι παξιμάδια, φέρτο και άφησέ το στο τάδε μέρος. Έχουμε ανάγκη. Είμαστε αρκετοί και προσευχόμαστε για σας. Μην έχεις περιέργεια να με δεις”.
Έκανα όπως μου είπε το άγνωστο αυτό πρόσωπο. Είχα όμως την περιέργεια να δω ποιος είναι.
“Κάθε μήνα ερχόταν αυτός ο μοναχός, αλλά δεν τον έβλεπα. Άλλοτε άκουγα τη φωνή του, ενώ ήμουν μέσα στην Εκκλησία ή στο υπόγειο. Κάθε φορά άφηνα το τσουβάλι με τα παξιμάδια νύχτα σε ορισμένο μέρος και έφευγα. Την επομένη έλειπε.
“Μια φορά όμως η περιέργειά μου κορυφώθηκε και θέλησα να δω ποιος ήταν. Έκανα όπως μου είπε, αλλά κρύφθηκα μέσα στο δάσος και περίμενα να δω ποιος θα πλησιάσει να τα πάρει.
Ενώ περίμενα, ακούω τη φωνή πίσω μου (ήταν σκοτάδι και δεν έβλεπα) να μου λέει:
“Παρ΄ όλο που σου είπα ότι δεν πρέπει να με δεις και να μην έχεις περιέργεια, αλλά να κάνεις το καλό αυτό έργο δίνοντάς μας τα παξιμάδια, εσύ δεν υπήκουσες. Άφησες την περιέργειά σου να σε νικήσει. Γιατί είσαι περίεργος ; Εσύ έχεις τον μισθό σου από τον Θεό για την ελεημοσύνη που κάνεις.
Προσέξτε. Γιατί οι μοναχοί σήμερα δεν προσέχουν να εξυγιάνουν και να θεραπεύσουν τον εσωτερικό άνθρωπο, αλλά μόνο το εξωτερικό σχήμα φέρουν. Επειδή άφησες την περιέργειά σου να σε νικήσει, να το πάρεις πίσω το παξιμάδι και άλλη φορά δεν θα φέρεις”.
“Έφυγα και γύρισα στο κελί μου. Το πρωί βρήκα τα παξιμάδια όπως τα άφησα. Έκτοτε δεν άκουσα άλλη φορά την φωνή εκείνη να μου ζητά παξιμάδια και να μου ορίζει το μέρος όπου να τ΄ αφήσω”.