Ο αββᾶς Ζωσιμᾶς ἔλεγε: Ὅταν κάποιος σκεφτεῖ τόν ἄνθρωπο πού τόν λύπησε ἤ τόν ζημίωσε ἤ τόν κορόιδεψε ἤ τόν ἐξευτέλισε ἤ τόν διέσυρε ἄδικα ἤ τοῦ ἔκανε ἕνα ὁποιοδήποτε κακό καί πλέκει λογισμούς ἐναντίον του, τότε ἐπιβουλεύεται τήν ἴδια τήν ψυχή του, ὅπως οἱ δαίμονες, διότι ἀρκεῖ αὐτός ὁ ἴδιος γιά τήν καταστροφή του. Καί τί λέω ἄν πλέκει λογισμούς; Ἄν δέν τόν θυμᾶται σἀν εὐεργέτη καί γιατρό, ἀδικεῖ τόν ἑαυτό του πάρα πολύ. Τί λές ὅτι πάσχεις; Αὐτός σέ καθαρίζει καί ὀφείλεις νά τόν θυμᾶσαι σάν γιατρό τόν ὁποῖο σοῦ ἔστειλε ὁ Χριστός. Χρωστᾶς νά πάθεις γιά τό ὄνομά του καί ὀφείλεις νά τόν θεωρεῖς σάν εὐεργέτη.
Ἀλλά, ἄν ἐσύ δέν ἀπαλλάσσεσαι ἀπό τήν κακία οὔτε θέλεις νά ἀπαλλαγεῖς, δέν φταίει ὁ Κύριος ὁ Θεός. Ἐξάλλου, αὐτό καθ’ αὐτό τό ὅτι πάσχεις εἶναι δεῖγμα ἀρρωστημένης ψυχῆς. Ἄν δέν ἤσουν ἄρρωστος, δέν θά ἔπασχες καί ὀφείλεις εὐγνωμοσύνη στόν ἀδελφό, διότι μέ τή βοήθειά του γνώρισες τήν πορεία τῆς ἀρρώστιας σου. Ἐπίσης, ὀφείλεις νά δέχεσαι ὅσα σοῦ κάνει σάν φάρμακα θεραπευτικά, πού σοῦ τά ‘στειλε ὁ Ἰησοῦς. Ἄν ὅμως ὄχι μόνο δέν εὐχαριστεῖς, ἀλλά καί λυπᾶσαι καί τόν διασύρεις καί τόν κατηγορεῖς καί πλέκεις λογισμούς ἐναντίον του, κατά βάθος, ἤ μᾶλλον ξεδιάντροπα, λές στόν Ἰησοῦ: Δέν θέλω νά θεραπευθῶ ἀπό σένα· δέν θέλω νά δεχθῶ τά φάρμακά σου. Θέλω νά σαπίσω μέσα στά τραύματά μου. Θέλω νά γίνω ὑπήκοος τῶν δαιμόνων. Δέν γνωρίζω τόν Κύριο. Καί ποιός εἶναι πού θά ἀκούσω τή φωνή του; Καί τί θά κάνει, λοιπόν, ὁ Κύριος;
Ὁ Κύριός μας, ἐπειδή εἶναι ἀγαθός, ἔδωσε γιά τίς κακίες μας ἐντολές, πού τίς καθαρίζουν σάν καυτηριασμοί καί καθάρσια. Ὅποιος, λοιπόν, θέλει καί ποθεῖ νά θεραπευθεῖ, εἶναι ἀνάγκη νά ὑπομείνει πονώντας σιωπηλά αὐτά πού τοῦ ἐπιβάλλει ὁ γιατρός. Οὔτε κι ὁ ἄρρωστος εὐχαριστιέται νά τόν κόβουν καί νά τόν καυτηριάζουν ἤ νά παίρνει καθάρσιο. Πείθεται ὅμως ὅτι χωρίς αὐτά εἶναι ἀδύνατο νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τήν ἀρρώστια κι ἔτσι παραδίδει τόν ἑαυτό του στόν γιατρό, γνωρίζοντας ὅτι μέ λίγη ἀηδία ἀπαλλάσσεται ἀπό τήν πολλή ἀδιαθεσία καί τήν πολυχρόνια ἀρρώστια. Καυτηριασμένο ἐργαλεῖο τοῦ Ἰησοῦ εἶναι ἐκεῖνος πού μᾶς προκαλεῖ ζημία.
Καί ἔλεγε· Ἀπομάκρυνε τούς πειρασμούς καί τούς λογισμούς, καί δέν γίνεται κανείς ἅγιος. Ὅποιος ἀποφεύγει ἐπωφελῆ πειρασμό, ἀποφεύγει τήν αἰώνια ζωή. Διότι, κάποιος ἅγιος εἶπε· Ποιός προξένησε ἐκεῖνα τά στεφάνια στούς ἁγίους μάρτυρες, παρά ἐκεῖνοι πού τούς ἀδίκησαν; Ποιός χάρισε στόν ἅγιο Στέφανο τέτοια δόξα στήν ὁποία ἔφτασε, παρά ἐκεῖνοι πού τόν λιθοβόλησαν; Καί ἀνέφερε συνεχῶς τά λόγια τοῦ ἁγίου· Ἐγώ δέν κατηγορῶ αὐτούς πού μέ κατηγοροῦν, ἀλλά καί τούς ὀνομάζω καί τούς θεωρῶ εὐεργέτες μου καί δέν ἀπωθῶ τόν γιατρό τῶν ψυχῶν, πού προσφέρει φάρμακο ἀτιμίας στήν κενόδοξη ψυχή, ἀλλά φοβᾶμαι μήπως κάποτε πεῖ καί γιά τήν ψυχή· Θεραπεύσαμε τήν Βαβυλώνα καί δέν θεραπεύτηκε (Ἰε 2,9). Καί πάλι· Πόσες φορές θέλησα νά συγκεντρώσω τά τέκνα σου ὅπως ἡ κλῶσσα τά πουλάκια της καί δέν θέλησες; Νά, ἀφήνεται ἔρημο τό σπίτι σας (Λκ 13,34)!
Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, Διαλογισμοί