[sc name=”nistisima” ][/sc]
Εικόνα πολέμου δημιουργεί το μητσοτακικό καθεστώς – Από τον Β’ΠΠ τέτοια μέτρα για τις επιχειρήσεις
Ένα μέτρο που λαμβάνεται σε περίπτωση που επίκειται πόλεμος και έλλειψη βασικών προϊόντων πέρασε «στα κρυφά» σήμερα η κυβέρνηση με τροπολογία στην Βουλή και φαίνεται ότι τα πράγματα γενικά «δεν πηγαίνουν καλά»:
Την υποχρέωση των επιχειρήσεων να δηλώνουν τα αποθέματα σε συγκεκριμένα γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα η επάρκεια των οποίων απειλείται από τις κρίσεις της πανδημίας και του ουκρανικού προβλέπει τροπολογία που κατατέθηκε στην Βουλή.
Γιατί τέτοια τροπολογία αποκλείεται ειδικά αυτή η κυβέρνηση να την περνούσε από την Βουλή χωρίς έξωθεν «χαρτάκι» από τις Βρυξέλλες, όπως γίνεται εν πάση περιπτώσει κατά την διάρκεια των Μνημονίων, αλλά εδώ η κατάσταση είναι τελείως διαφορετική.
Τέτοιο μέτρο καταμέτρησης των αποθεμάτων από τις επιχειρήσεις και μάλιστα με υποχρεωτικό χαρακτήρα σε συγκεκριμένα γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα (λάδι -όχι ελαιόλαδο- δημητριακά, άλευρα ζωοτροφές, λιπάσματα κλπ.), έχει να ληφθεί από τις παραμονές του Β’ΠΠ και γίνεται για έναν βασικό λόγο: Για να αποφευχθεί η «μαύρη αγορά» στα προϊόντα αυτά.
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση «μέσα στο τοπίο αβεβαιότητας που έχει διαμορφωθεί την τρέχουσα περίοδο, μετά την πανδημία του κορωνοϊού και λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, ο οποίος μεταξύ άλλων, προκαλεί διαταράξεις στις αγορές του αγροδιατροφικού τομέα προτάσσεται η διαφύλαξη της σταθερότητας, ώστε να αποτραπούν τυχόν δυσμενείς συνέπειες στην επισιτιστική ασφάλεια».
Φυσικά οι ευθύνες της κυβέρνησης είναι όχι απλά τεράστιες για την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί και την εχθρική κατάσταση στην οποία έχουν τεθεί οι σχέσεις με την Ρωσία, αλλά πλέον είναι να διερωτάται κάποιος αν θέλει να καταστρέψει τελείως την Ελλάδα: Ένα από τα ελάχιστα κράτη που -με απόφαση της κυβέρνησης Μητσοτάκη- έδωσαν όπλα και βλήματα στον Ζελένσκι για να σκοτώσουν Ρώσους.
Και αν η Ρωσίαν π.χ. κτυπήσει ελληνικούς στόχους σε μία επιδείνωση της πολεμικής κατάστασης εξ αιτίας της κυβερνητικής κατάστασης; Ή αν θα ευνοήσει η Ρωσία τουρκικές επιχειρήσεις αφού η Άγκυρα δεν συμμετέχει στις κυρώσεις;
Σύμφωνα με την ρύθμιση «Επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην αλυσίδα παραγωγής, εισαγωγής, εμπορίας, πώλησης, μεσιτείας, διακίνησης, διανομής και αποθήκευσης γεωργικών προϊόντων και τροφίμων στην Ελληνική Επικράτεια, υποβάλλουν εντός προθεσμίας δύο ημερών από τη δημοσίευση της κοινής απόφασης της παρ. 6, δήλωση, σύμφωνα με την παρ. 3, με τα στοιχεία αποθεμάτων σε:
α) πρώτες ύλες για την παραγωγή λιπασμάτων,
β) λιπάσματα,
γ) ζωοτροφές,
δ) ωμά δημητριακά παντός είδους και ιδίως σιτάρι ή σμιγάδι, σίκαλη, κριθάρι, βρώμη, καλαμπόκι, εδώδιμο φαγόπυρο,
ε) άλευρα και ιδίως αλεύρια σιταριού ή σμιγαδιού και αλεύρια δημητριακών
στ) ηλίανθο και
ζ) φυτικά έλαια, εκτός από το ελαιόλαδο, και ιδίως ηλιέλαιο (έλαιο ηλιοτροπίου), φοινικέλαιο και αραβοσιτέλαιο».
Οι επιχειρήσεις υποβάλλουν κατ` ελάχιστο τα εξής στοιχεία: α) την ποσότητα των αποθεμάτων, σε κιλά για τα στερεά, σε λίτρα για τα υγρά και σε τεμάχια όπου ενδείκνυται, β) τη χώρα προέλευσης των προϊόντων, γ) την τοποθεσία αποθήκευσης των αποθεμάτων και, ιδίως, τη διεύθυνση και τον ταχυδρομικό κώδικα, δ) τα στοιχεία επικοινωνίας της επιχείρησης και, ιδίως, την επωνυμία και τον διακριτικό τίτλο, την έδρα, τον αριθμό τηλεφώνου, τη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, καθώς και τα ειδικότερα στοιχεία επικοινωνίας του νόμιμου εκπροσώπου της.
Η δήλωση υποβάλλεται ηλεκτρονικά μέσω ειδικού συνδέσμου που βρίσκεται στον κεντρικό ιστότοπο του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, ο οποίος είναι προσβάσιμος μέσω της Ενιαίας Ψηφιακής Πύλης της Δημόσιας Διοίκησης. Η πρόσβαση γίνεται μέσω των κωδικών πρόσβασης του Γενικού Εμπορικού Μητρώου των υπόχρεων επιχειρήσεων ή, εφόσον αυτοί δεν υπάρχουν, μέσω των κωδικών πρόσβασης στο «TAXIS».
Η μη υποβολή ή η υποβολή ανακριβούς δήλωσης, σύμφωνα με το παρόν επισύρει την αθροιστική επιβολή κυρώσεων ως εξής:
α) κατάσχεση των αναφερόμενων ειδών, στο μέτρο που δεν έχουν δηλωθεί ή έχουν δηλωθεί ανακριβώς, και
β) διοικητικό πρόστιμο ύψους από χίλια (1.000) έως εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης.