Μια αποκαλυπτική συνέντευξη έδωσε ο γνωστός καθηγητής γλωσσολογίας, ο οποίος. μίλησε τόσο για την ίδια του την ζωή, όσο και για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα το ελληνικό σχολείο και εκπαιδευτικό σύστημα.
Γεννήθηκα το 1939 στην πλατεία Κουμουνδούρου, το πιο σκληρό κέντρο της Αθήνας ανάμεσα στο Μεταξουργείο, το Θησείο και του Ψυρρή. Μια αξιοπρεπής και μικροαστική συνοικία στην οποία ζούσαν νοικοκυραίοι και εργαζόμενοι. Μια μετεμφυλιακή κοινωνία όπου όλοι προσπαθούσαμε για το καλύτερο.
[sc name=”vyzantina-vrachiolia” ][/sc]
Ανήκω σε μια γενιά η οποία ωρίμασε γρήγορα. Και μπορεί να έχασε πολλά, αλλά κέρδισε σε αγωνιστικότητα, απέκτησε μια αίσθηση ορίων πολύ σημαντική για τον άνθρωπο και μεγάλωσε μ’ έναν δημιουργικό ρεαλισμό. Είχαμε αίσθηση της πραγματικότητας προκειμένου να επιτύχουμε την υπέρβαση και να αναζητήσουμε το καλύτερο.
Περισσότερες πληροφορίες για τον Γιώργο Μπαμπινιώτη
• Ο πατέρας μου ήταν οικογενειακός γιατρός και η μητέρα μου μια θαυμάσια οικοδέσποινα. Γυναίκα που είχε την έννοια της φροντίδας του σπιτιού, των παιδιών, της σύσφιξης των σχέσεων, της ομαδικότητας και του κεφιού στο οικογενειακό κυριακάτικο τραπέζι. Από τους γονείς μου πήρα το ήθος, την προσφορά και τη φιλική διάθεση προς τους ανθρώπους. Ο γιατρός της εποχής εκείνης δεν έβγαζε χρήματα, όπως είναι η επικρατούσα αντίληψη στις μέρες μας. Και δεν θυμάμαι ως οικογένεια να είχαμε μια ευμάρεια.
• Ανακαλώ στη μνήμη μου από τα παιδικά χρόνια την έννοια της γειτονιάς, της παρέας, του παιχνιδιού και της εγγύτητας. Ήμουν ζωηρό και δραστήριο παιδί σε μια εποχή σχετικής αγριότητας. Κουβαλώ εικόνες όπως του γυμνασιάρχη Κίτσιου, ο οποίος άνηκε στον χώρο της ακροδεξιάς κι είχε φρουρούς με περίστροφα που τον ακολουθούσαν. Έχω δει ανθρώπους να πεθαίνουν στον δρόμο από την πείνα. Να περπατάς και να περνάς δίπλα από πρησμένα πτώματα. Αξεπέραστα βιώματα. Καταστάσεις που δημιουργούν μια άλλη αίσθηση για τη θέση σου στον κόσμο και σε συμφιλίωναν με την έννοια του θανάτου.
Θυμάμαι πολύ έντονα ένα βράδυ την περίοδο της Κατοχής, κατά τις 2 μετά τα μεσάνυχτα, όταν μας χτύπησαν την πόρτα, όπως συνέβαινε συχνά λόγω του επαγγέλματος του πατέρα μου, και αντ’ αυτού μπούκαραν μέσα ένας Γερμανός κι ένας Έλληνας διερμηνέας, υποτίθεται επειδή το φως δεν ήταν σβησμένο. Αισθάνθηκα έναν φόβο ότι θα σκότωναν τον πατέρα μου. Η μητέρα μου είχε τρομοκρατηθεί. Τελικά, ήταν μια στημένη κατάσταση, ένας εκβιασμός προκειμένου να πάρουν κάποια εναπομείναντα κοσμήματα της μητέρας μου.
Μια άλλη φορά ήταν, όταν, ο πατέρας μου, έχοντας πουλήσει ένα σπίτι που είχαμε στον Βοτανικό, ήρθε στο σπίτι με δύο τενεκέδες λάδι. Τους είχαμε σκεπασμένους, γιατί, αν σε έβλεπαν με λάδι, σε σκότωναν. Άλλες εποχές.
“Ευτύχησα να έχω δασκάλους που δεν κοιτούσαν το ρολόι για το πότε θα φύγουν”, Γιώργος Μπαμπινιώτης
• Ευτύχησα να έχω δασκάλους που δεν κοιτούσαν το ρολόι για το πότε θα φύγουν, όπως συμβαίνει σήμερα, αλλά κάθονταν πέραν του ωραρίου τους για να μιλήσουμε για ποίηση ή λογοτεχνία. Ήταν δάσκαλοι και όχι διδάσκοντες. Ανέπτυσσες μια βιωματική σχέση μαθητείας και προσφοράς της γνώσης. Στην εποχή μας έχουμε πολλούς διδάσκοντες κι ελάχιστους δασκάλους. Ζούμε στην περίοδο της ήσσονος προσπάθειας. Τότε διεκδικούσες, δεν τα έβρισκες όλα έτοιμα, όπως σήμερα. Ατσαλωθήκαμε εξαιτίας της ανάγκης.
• Στο Γυμνάσιο εξέδωσα τη μαθητική εφημερίδα με τίτλο «Μαθητικό Σάλπισμα». Δεν ήθελα να γίνω δημοσιογράφος αλλά επιδίωκα να μοιράζω πληροφορίες, γνώμες και ειδήσεις. Σε ηλικία 15 ετών ανακάλυψα την επιθυμία μου για στενή επαφή με τη γλώσσα. Διάβαζα τα πάντα από νεοελληνική λογοτεχνία και ποίηση: Καζαντζάκη, Θεοτοκά, Βενέζη, Ελύτη και Σεφέρη, Παλαμά, Καρυωτάκη, Καβάφη ή Σολωμό. Άκουγα ραδιόφωνο το οποίο ήταν πρότυπο εκφοράς λόγου και πηγή μουσικής ευαισθησίας.
• Το Κατηχητικό στην εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου, όσο αδιανόητο και αν ακούγεται σήμερα, σφράγισε ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της ζωής μου, με σπουδαίο κατηχητή τον Αναστάσιο Γιαννουλάτο, σημερινό Αρχιεπίσκοπο Αλβανίας. Εκεί συζητούσαμε όλα τα θέματα. Ναι μεν χριστοκεντρικά, αλλά με βασικό άξονα τον διάλογο. Έφευγες προβληματισμένος και σκεπτόμενος.
• Ένας άνθρωπος βρίσκει τον δρόμο του στη ζωή από τα ερεθίσματα που λαμβάνει από την κοινωνία ή το σχολείο. Κυρίως όμως λόγω της προσωπικής προσπάθειας και της αυτομόρφωσης, της αυτοκαλλιέργειας. Από το ενδιαφέρον που επιδεικνύεις για ανάγνωση εφημερίδων, για να ακούσεις ραδιόφωνο, να διαβάσεις βιβλία ή να πας θέατρο και κινηματογράφο.
• Την περίοδο που ένας Άγγλος αρχιτέκτονας, ο Μάικλ Βέντρις, είχε ανακοινώσει ότι μπόρεσε να αποκρυπτογραφήσει μιαν άγνωστη μέχρι τότε γραφή, την κρητομυκηναϊκή γραμμική γραφή τύπου Β, είχα έναν καθηγητή που ήθελε να ξεκινήσει ένα σεμινάριο για τη Γραμμική Β. Κάπως έτσι συναντήθηκα με τη γλωσσολογία. Αργότερα, συνέχισα τις σπουδές μου σε Ελλάδα και εξωτερικό, ενώ σε λιγότερο από δέκα χρόνια είχα γίνει καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Αργότερα, πρύτανης, πρόεδρος της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας Αρσακείων-Τοσιτσείων Σχολείων, υπουργός Παιδείας και συγγραφέας εννέα λεξικών, τα οποία έγιναν σημείο αναφοράς.
Περισσότερες δηλώσεις από τον καθηγητή Γιώργο Μπαμπινιώτη
• Η γλώσσα δεν είναι υπόθεση εργαστηρίου αλλά μας αφορά όλους. «Θάλασσα, πού να τα πω τα ελληνικά της πίκρας. Με δέντρα κεφαλαία πού να τα γράψω. Οι σοφοί να ξέρουν ν’ αποκρυπτογραφήσουν» έχει γράψει ο Ελύτης. Την περίοδο της κρίσης είναι πικρές οι αλήθειες της γλώσσας μας.
Πάσχουμε από κρίση ποιότητας της γλώσσας, ως προς τα ελληνικά που γράφουμε και μιλούμε. Κρίση ποιότητας της εκπαίδευσης. Στα σχολεία μας παρατηρείται μια στασιμότητα, μια δειλία και συχνά οι αποφάσεις λαμβάνονται από απαίδευτους. Και δεν εννοώ ανθρώπους που δεν εκπληρώνουν τα τυπικά προσόντα αλλά ακαλλιέργητους σε σχέση με τον πολιτισμό, τις αξίες και τις αρχές της εκπαίδευσης. Και τέλος, πάσχουμε από κρίση της γενικότερης παιδείας διότι έχουμε γίνει δέσμιοι και εξαρτημένοι από το Διαδίκτυο, την τηλεόραση και το κινητό τηλέφωνο.
• Με τις συντομογραφίες ή τα greeklish έχουμε οδηγηθεί σ’ έναν κατατεμαχισμένο λόγο. Πασχίζουμε για συντομία και βιασύνη λες κι έχουμε εχθρό τον χρόνο, ειδικά σε μια λειτουργία όπως η επικοινωνία που αφορά συνάντηση ανθρώπου με άνθρωπο. Κι εμείς όλο αυτό το ευτελίζουμε σ’ έναν συγκεκομμένο τύπο λόγου που αγγίζει την κατάχρηση της ανθρώπινης επικοινωνίας. Ο βασικός κίνδυνος είναι η αποξένωση από την «εικόνα» της λέξης. Μια έλλειψη πληροφοριών που παρέχει η φωτογραφία της λέξης με τη σημασία και την προέλευσή της, αλλά και την οικογένεια στην οποία ανήκει.
• Τρέχουμε συνεχώς και βιαζόμαστε για πράγματα για τα οποία δεν χρειάζεται ταχύτητα αλλά άνεση, περισυλλογή και διάθεση χρόνου. Όταν πρόκειται για πνευματικά θέματα, για επικοινωνία και συγγραφή η βιασύνη γίνεται συνώνυμο της κακής ποιότητας. Το τρέξιμο υπονομεύει την ποιότητα. Άλλο βιάζομαι να πάω στη δουλειά μου κι άλλο βιάζομαι να μιλήσω ή να διαβάσω κάτι γρήγορα. Χάνεις το βάθος και λαμβάνεις απλώς μια χοντρική πληροφορία, πιθανόν εσφαλμένη.
• Έχουμε απομακρυνθεί από το αξιακό μας σύστημα κι έχουν κλονιστεί βασικές σημασίες που θα έπρεπε να περνούν μέσα από την εκπαίδευση. Δεν μορφώνουμε υπεύθυνους, σκεπτόμενους, καλλιεργημένους κι ευαίσθητους πολίτες. Φορτώσαμε το σχολείο με όγκους αμάσητων κι αχώνευτων πληροφοριών, οι οποίοι ποτέ δεν γίνονται χρήσιμοι κι αξιοποιήσιμοι για βαθύτερη γνώση. Υπηρετούν τη στρέβλωση της ελληνικής εκπαίδευσης, η οποία αποτυπώνεται πλήρως με την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
• Η ελληνική οικογένεια έχει την αντίληψη ότι αν το παιδί μπει στο πανεπιστήμιο πετυχαίνει την απόλυτη καταξίωση. Πρόκειται για ένα χονδροειδέστατο λάθος. Μια παρεξηγημένη έννοια της παιδείας και αποπροσανατολισμένης εκπαίδευσης. Η εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση έχει ακυρώσει την παιδευτική λειτουργία του λυκείου, το οποίο σου παρέχει τη γενική μόρφωση.
Στην καλύτερη ηλικία των 15 με 18 ετών έχουμε βάλει τα παιδιά στο λούκι της εισαγωγής στην ανώτατη εκπαίδευση. Μόνο το φροντιστήριο έχει αξία γι’ αυτούς, οδηγώντας στην αχρήστευση του σχολείου και στην υποβάθμιση των δασκάλων. Και τι επιτυγχάνουμε τελικά; Να φεύγουν τα παιδιά από τα σχολεία χωρίς να θυμούνται απολύτως τίποτα.
• Απουσιάζει η ζώνη πολιτισμού από την εκπαίδευση. Οι μαθητές θα έπρεπε να έρχονται σε επαφή από μικρή ηλικία με τον κινηματογράφο, τα εικαστικά, τη λογοτεχνία και τη μουσική. Θα έπρεπε να προετοιμάζουμε από το σχολείο τους αυριανούς θεατές, ακροατές και αναγνώστες. Ακόμη κι ο αθλητισμός πάσχει στα ελληνικά σχολεία.
Οι δηλώσεις του Γιώργου Μπαμπινιώτη για τον τροπο διδασκαλίας
Πρέπει να αλλάξει ο τρόπος διδασκαλίας, ο οποίος είναι άμεσα συνδεδεμένος με τη σκέψη μας. Αντί να μαθαίνουμε ότι οι λέξεις αποτελούν τρόπο έκφρασης των συλλογισμών μας, έχουμε περάσει σε έναν ξηρό φορμαλισμό και σε μια τυποκρατία. Υπάρχει μια διάχυτη παρεξήγηση ως προς την ουσία των πραγμάτων, της γνώσης, της παιδείας και της εκπαίδευσης που σχετίζεται με την ποιότητα της ύπαρξής μας και της σχέσης μας με τον κόσμο. Η σκέψη μας είναι ο δρόμος προς τον κόσμο. Ο κόσμος μας υπάρχει μέσα από τη νόησή μας και η νόηση εκφράζεται μέσα από τη γλώσσα.
• Απεναντίας, στο πανεπιστήμιο έφταναν κουρασμένα παιδιά που αν δεν τα ενέπνεες με τη διδασκαλία σου, είχαν μια μόνιμη απογοήτευση κι εγκατάλειψη. Γι’ αυτό και δεν ήθελα ποτέ να κάνω ένα ξηρό μάθημα και τα αμφιθέατρα στο μάθημά μου ήταν πάντα γεμάτα από φοιτητές.
• Η μεγάλη εμπειρία μου στον χώρο της εκπαίδευσης μου έδειξε ότι βολευτήκαμε στα εύκολα. Δεν έχουμε αφυπνίσει τους ανθρώπους ώστε να τους κατευθύνουμε στον αξιακό κώδικα της παιδείας και της εκπαίδευσης. Δεν είναι εργαλειακή και χρησιμοθηρική η χρήση της γλώσσας. Είναι η ταυτότητά μας κι ο πολιτισμός μας. Τα πάντα μπορούν να αλλάξουν. Το ζήτημα είναι να είμαστε έτοιμοι και πρόθυμοι ώστε να δεχτούμε μια αλλαγή όχι ως πολιτικό σύνθημα αλλά ως ανθρωπιστική επιδίωξη ανόδου του ανθρώπου.
Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί αν έμπαιναν στην πολιτική νέοι άνθρωποι, συνειδητοποιημένοι και εμπνευσμένοι. Είναι λίγοι, αλλά ευτυχώς υπάρχουν. Βέβαια, οι σκεπτόμενοι άνθρωποι κι αυτοί που κάτι έχουν να προτείνουν είναι πολλές φορές ενοχλητικά πρόσωπα. Ή επιλέγουν και οι ίδιοι να μην «καούν».
• Με θλίβει η σημερινή εικόνα των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Στη δική μου περίοδο πρυτανείας είχα τη χαρά να αντιμετωπίζονται πολλά θέματα με τον διάλογο ‒όχι με ξύλο‒, με αποτέλεσμα να αποφεύγονται όλα όσα συμβαίνουν σήμερα. Επίσης, λύναμε προβλήματα, όπως, για παράδειγμα, το χτίσιμο της Εστίας στου Ζωγράφου. Αλλά, για να μην κάνουμε τους ήρωες, δεν είχαμε την οικονομική κρίση, η οποία χειροτέρεψε τα πάντα. Έχω συναδέλφους πανεπιστημιακούς που μου λένε ότι κουβαλούν χαρτιά τουαλέτας από το σπίτι τους. Ανήκουστα πράγματα.
• Πρέπει να υπάρξει φύλαξη των πανεπιστημίων και να μπαίνεις σε αυτά με τη φοιτητική σου ταυτότητα. Να υπάρχει ένας έλεγχος του ασύλου από τον Πρύτανη. Κάποτε είχε νόημα το άσυλο ως διαφύλαξη της διακίνησης των ιδεών. Τώρα έχουμε ξυλοδαρμούς, ναρκωτικά, εγκληματικότητα και πολλές ομάδες εξωπανεπιστημιακών. Το χειρότερο όμως είναι ότι δεν ανανεώνονται τα πανεπιστήμια επειδή δεν υπάρχουν νέες θέσεις.
Συγκρούστηκα πολύ έντονα. Η κ. Διαμαντοπούλου, προκειμένου να εφαρμόσουν τα ανώτατα ιδρύματα τον νόμο, τα τιμωρούσε με το να μην τους δίνει χρήματα. Τότε απείλησα με παραίτηση, σε μια εύθραυστη περίοδο για τη χώρα, που η παραίτηση ήταν αρκετή για να πέσει ακόμα και η κυβέρνηση.
Δέχτηκα επιθέσεις από τα μέσα ενημέρωσης, από γνωστούς και φίλους, ότι υπονόμευσα τον νόμο, αφού η κ. Διαμαντοπούλου ήταν «οργανωμένη», εν αντιθέσει με εμένα, έναν εξωκοινοβουλευτικό υπουργό. Ευτυχώς, κατάλαβαν όλοι ότι είχαν άδικο και επενέβη, βρίσκοντας λύση, ο κ. Παπαδήμος.
• Οι νέοι σήμερα διακρίνονται από ένα φάσμα συμπεριφοράς. Σε ένα μέρος των νέων κυριαρχεί η ματαίωση και η παραίτηση, κάτι που τους οδηγεί στη φυγή. Εγκατάλειψη της πατρίδας για μια καλύτερη λύση ζωής. Θεμιτό. Ένα άλλο κομμάτι νέων επιλέγουν να μείνουν εδώ, εξίσου ικανοί με εκείνους που φεύγουν. Αγωνίζονται με αισιοδοξία και ρομαντισμό, αναπτύσσουν μια δραστηριότητα, δένονται με τον χώρο και πιστεύουν ότι μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα. Όμως η οικονομική κρίση έχει αλλάξει τη δομή της κοινωνίας. Νέοι που κάποτε αποκτούσαν μια ανεξαρτησία πλέον έχουν επιστρέψει στην εξάρτηση.
• Ως χώρα έχουμε εξέχουσες ατομικότητες και περιορισμένη ομαδικότητα. Θα έλεγα συλλογικότητα, αλλά είναι μια λέξη που τελευταία υποφέρει πολύ. Το μειονέκτημά μας είναι ότι μας λείπουν η συνύπαρξη και η συνεργασιμότητα. Μας αρέσει να λειτουργούμε περισσότερο ως μονάδες, ως άτομα.