Ο ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΙΩΑΚΕΙΜ ΣΠΕΤΣΕΡΗΣ 1860-193

Ο ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΙΩΑΚΕΙΜ ΣΠΕΤΣΕΡΗΣ 1860-193

Ό Αρχιμανδρίτης Ιωακείμ, κατά κόσμον Ιωάννης Σπετσέρης από την Κεφαλληνία, ήταν παιδί ιερέα, ήλθε να κοινοβιάσει στη Σκήτη αύτη, στην Καλύβα των «αγίων Αναργύρων» πού είχαν τότε οι Γέροντες, Χριστόφορος με τον υποτακτικό του Συνέσιο Μοναχό.


Ό Γέρων Χριστόφορος ήταν αυτός πού μετέβαλε το Μοναστήρι του Κουτλουμουσίου από ιδιόρρυθμο πού ήταν πρώτα, σε κοινόβιο. Σ’ αυτούς τους ενάρετους γεροντάδες ήλθε και κοινοβίασε ό Ιωάννης, ό όποιος αφού υπέμεινε τη σκληρή δοκιμασία, με σπουδή και προθυμία, οί Γέροντες τον έκειραν Μοναχό, ονομάσαντας αυτόν Ιωακείμ.


Ό Μοναχός Ιωακείμ, μετά από αρκετά χρόνια υπακοής στους γεροντάδες του, επειδή είχε αφήσει ημιτελείς τις σπουδές του. κατόπιν αδείας και ευλογίας των πνευματικών του, επέστρεψε στον κόσμο όπου τέλειωσε τις θεολογικές και άλλες επιστήμες και επανήλθε στην υπακοή με μεγαλύτερη προθυμία και ταπείνωση.


Μετά το θάνατο των Γεροντάδων του, πήρε υποτακτικό τον πατέρα θεοφύλακτο, ένα απλό και αγαθό μοναχό, ό όποιος μας διηγήθηκε από τη ζωή του γέροντα του τα ακόλουθα:


α) Σε μια θεία λειτουργία, πού με τον εφησυχάζοντα τότε στο Αγιον Όρος, επίσκοπο Μιλητουπόλεως Ιερόθεο, έκαναν στην Ιερά Μονή του Αγίου Παύλου, κατά την ώρα του καθαγιασμού και της μετουσιώσεως των Τιμίων Δώρων είδεν ό πατήρ Ιωακείμ λάμψη σαν προβολέα, από τον κουμπέ της εκκλησίας να επισκιάζει τα Τίμια Δώρα — ή χάρις του παναγίου Πνεύματος—. Αυτό το υπερφυσικό φαινόμενο, ό Π. Ιωακείμ, είπε στον υποτακτικό του π. Θεοφύλακτο, με την εντολή και επιτίμιο, να μην ειπεί σε κανένα τίποτε, όσο αυτός θα βρίσκεται στη ζωή.
β) Μετά πάροδο καιρού, ό επίσκοπος Βόλου Γερμανός, κάλεσε τον Ιωακείμ Σπετσέρη, για πνευματικό έξομολόγο στην επαρχία του. Εκεί μια ευλαβής κυρία Ανδρομάχη, έβλεπε τον Π. Ιωακείμ, όταν έβγαινε στη μεγάλη είσοδο της θείας Λειτουργίας με τα Τίμια Δώρα, να σηκώνεται στον αέρα και να μη πατάει στη γη, παρά μόνο όταν έφτανε στον Σολέα του ιερού, τότε πατούσε κάτω.
γ) Ό υποτακτικός του, Πάτερ θεοφύλακτος, μας είπε, πώς κάθε φορά που λειτουργούσε ό Γέροντας του Π. Ιωακείμ, άλλαζε όψη ή μορφή του. Τούτο μας βεβαίωσαν και άλλοι σύγχρονοι του Μοναχοί, οι όποιοι μας ανέφεραν πώς όταν λειτουργούσε το πρόσωπο του γινόταν περισσότερο λαμπρό και φωτεινό.


Ό Αρχιμανδρίτης Ιωακείμ είχε μεγάλη ευλάβεια στην Κυρία Θεοτόκο, την οποία άκουγαν πώς αποκαλούσε «Παναγίτσα μου» και όσες φορές πρόφερε το όνομα αυτό τα μάτια του σαν δυο κρουνοί τρέχανε καυτά δάκρυα.


Όπως ομολογεί ό υποτακτικός του, πού βρίσκεται ακόμη εν τη ζωή, ό Π. Ιωακείμ, ήταν πολύ εγκρατής και λιτοδίαιτος, με ένα καφέ και λίγο μέλι μπορούσε να περάσει την ήμερα του.
Μετά από το Απόδειπνο δεν έπινε ούτε νερό Τούτο επέβαλε και στον υποτακτικό του Θεοφύλακτο στον όποιο έλεγε: «Για να έχεις μισθό αιώνιο πρέπει να κάνεις πολλούς και σκληρούς αγώνες, διότι, τα καλά έργα με κόπο και πόνο αποκτώνται και με μόχθο κατορθώνονται». Και ό ίδιος, για να δώσει το καλό παράδειγμα, πολλούς κόπους και σκληρή ζωή έκανε με στερήσεις και κακουχίες, δεν παραμελούσε ποτέ τον καθημερινό του Κανόνα —την προσευχή— ή οποία ακατάπαυστα έβγαινε από το στόμα του. Ήταν πρόσχαρος και ομιλητικός. Στην εκκλησία και το δωμάτιο του ποτέ δεν έβγαινε θέρμανση όσο κρύο κι αν έκανε, και έλεγε: «Πάτερ θεοφύλακτε, οί Πατέρες, πώς άντεχαν πάνω στους στύλους; Δεν κρύωναν; Κι εμείς μέσα στα σπίτια και στα ρούχα τυλιγμένοι κρυώνουμε!»


Μερικοί αδελφοί, από συνεργεία του Σατανά, φθονούντες τον Π. Ιωακείμ τον βρίζανε και κακολογούσαν, τον λέγανε Καρδινάλιο και νεωτεριστή, επειδή καθαρίζονταν κι έβγαινε «ευπρεπώς ενδεδυμένος». Άλλοι πάλι του λέγανε, πώς ό τάδε και ό τάδε σε κακολογούν, κι αυτός τους απαντούσε: «Σας παρακαλώ, φίλοι και αδελφοί μου, μη συκοφαντείτε και λέτε κακά λόγια για τους ευεργέτες μου». Κι έτσι με το γλυκό κι ευγενικό του τρόπο συμφιλίωνε κι έκανε τους πάντας ν’ αγαπιούνται και να μην αλληλοβρίζονται.


ΘΑΥΜΑΤΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΙΩΑΚΕΙΜ
Στη Χαλκίδα διετέλεσε πολλά χρόνια ιεροκήρυκας. Εκεί ό Θεός πολλά θαύματα και σημεία έπετελεσε με τις προσευχές του Π. Ιωακείμ. Στη Ριζάρειο Σχολή υπήρξε μαθητής του αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως.

Όταν ό άγιος αυτός κοιμήθηκε το 1922, πήγαινε συχνά ό Π. Ιωακείμ κι έκανε προσευχή στον τάφο του κι αισθανότανε να βγαίνει από το σώμα του Αγίου ευωδιά άρρητη σαν εκλεκτό μοσχοθυμίαμα.
ε) Χρημάτισε και στην Αθήνα Ιεροκήρυκας και λειτουργούσε τακτικά στο μετόχι του Παναγίου Τάφου. Εκεί μια ευσεβής γυναίκα παρακάλεσε τον Π. Ιωακείμ να κάνει προσευχή γι’ αυτήν να της χαρίσει ό Θεός παιδάκι. Μετά από 20ήμέρη έντονη προσευχή, ό Π. Ιωακείμ της είπε, ότι, δε θα κάνει παιδί, γιατί δεν μπορεί να το διαπαιδαγωγήσει χριστιανικά και θα κολαστεί ή ψυχή και των δυο, της μάνας και του παιδιού.
στ) Στο ίδιο μετόχι βρισκόμενος, άλλη γυναίκα τον επεσκέφθη και του παραπονέθηκε πώς δεν μπορεί ν’ αποκτήσει παιδιά. Ό Π. Ιωακείμ, αφού έκαμε θερμή προσευχή, για τη γυναίκα αυτή, πήρε τα Λείψανα των Αγίων Αναργύρων, τα εναπόθεσε πάνω στο στήθος της γυναίκας κι έκαμε μια ευχή, υστέρα άπ’ αυτό την ευλόγησε ό Θεός και απέκτησε παιδιά, ή ευλαβής εκείνη χριστιανή.
ζ) Στην ίδια εκκλησία των Αγίων Αναργύρων στην Αθήνα, βρήκε τον Π. Ιωακείμ μια κοπέλα πολύ θλιμμένη, απογοητευμένη και τελείως απελπισμένη, ή οποία του είπε: «Γέροντα, έχω αποτυχία στη ζωή μου και δεν μπορώ πλέον να ζήσω, δεν υπάρχει καμιά ελπίδα και θ’ αυτοκτονήσω, για μένα δεν υπάρχει πια τίποτα».


Ό Π. Ιωακείμ, χωρίς να ξέρει τίποτε άλλο γι’ αυτή την κοπέλα, την πήρε από το χέρι, την πήγε μπροστά στην εικόνα του Χριστού και με κατάνυξη και πίστη πολλή προσευχήθηκαν μαζί, την κοπέλα έβαλε γονατιστή μπροστά στο Δεσπότη Χριστό. Ύστερα από τη θερμή αυτή προσευχή φώτισε ό Θεός τον Π. Ιωακείμ και είπε στην κοπέλα:
«Πήγαινε κοπέλα μου στη μητέρα του παιδιού που αγαπάς και πες της με πολλή ταπείνωση, θέλω μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής μου να σε κάνω μητέρα μου και να γίνω θυγατέρα σου». Ή κοπέλα πίστεψε στα λόγια του Γέροντα, κι όταν πήγε και είπε αυτά στη μητέρα του παιδιού, εκείνη αμέσως την αγκάλιασε, τη φίλησε και της είπε:
«θεωρώ κοπέλα μου, χαρά και τιμή μου να σε κάμω νύφη και θυγατέρα μου».
Μετά από δυο χρόνια παρουσιάστηκε ή κοπέλα αυτή, στον Π. Ιωακείμ, και του γνώρισε το σύζυγο και το παιδί της και με πολλή χαρά δόξασε το Θεό κι ευχαρίστησε τον Π. Ιωακείμ.


στ) Ό Π. Ιωακείμ, ήταν εγκρατής σ’ όλο του το βίο και επί πολλά χρόνια, πού έζησε στον κόσμο, έκανε πολλά σημεία και θαύματα, δια των προσευχών του άφ’ ενός, και με την πίστη των ζητούντων άφ’ ετέρου, ό Πανάγαθος Θεός. Άλλα κι όταν στα γεράματα του επανήλθε στη μετάνοια του, θεάρεστα και οσιακά τελείωσε το βίο του στη Νέα Σκήτη, πλήρης ήμερων αφού έγραψε κι άφησε πολλά υπομνήματα και ιερά συγγράμματα, όπως είναι «Ή Ερημίτης Φωτεινή» και πολλά άλλα ψυχωφελή βοηθήματα.

Πηγή:Γεροντικό Αγίου Όρους