Πριν από 43 χρόνια το 1936 συνέβη κάτι παρόμοιο στη Σκήτη της Αγίας Άννης. Πάνω από τη Σκήτη αύτη, βρίσκεται μικρό εκκλησάκι με σπήλια, στο όνομα του Αγίου Παντελεήμονος.
Εκεί κοντά είναι κι άλλες σπηλιές, για τις οποίες είχαμε ακούσει θαυμαστά πράγματα, οπόταν πριν από πολλά χρόνια αποφασίσαμε με το Γέροντά μου, Ιωακείμ Μοναχό, να πάμε και εμείς εκεί. Με κόπο φτάσαμε μπροστά στη σπηλιά, μπήκαμε μέσα και είδαμε ίχνη, πόα φανέρωναν πώς κάποιος ευλογημένος άνθρωπος θα πρέπει να μένει σ’ αυτήν.
Προχωρήσαμε πιο μέσα, είδαμε ένα σταμνάκι με νερό και ψηλά ίσαμε ενάμισι μπόί ανθρώπου, ήτανε άλλη σπηλιά, μικρότερη από την πρώτη.
Προσπαθήσαμε να βρούμε τρόπο ή μέρος για ν’ ανέβουμε ως εκεί, αλλά τούτο ήταν αδύνατο, γιατί το μέρος ήταν απότομο.
Τότε στο βάθος της σπηλιάς αυτής διακρίναμε μια κακοφτιαγμένη σκάλα, φαίνεται πώς μ’ αυτή, ό κάτοικος της σπηλιάς ερημίτης, ανέβαινε και κατέβαινε στο καταφύγιο του και για να μην τον ενοχλούν οι τυχόν επισκέπτες, με το προορατικό χάρισμα, πού ήταν πλουτισμένος από το Θεό, σαν αντιμισθία της αυταπαρνήσεως και των πολλών ασκητικών του κόπων, προαισθάνονταν τον ερχομό του επισκέπτη κι αμέσως ανέβαινε στην κρυφή σπηλιά του.
Τραβούσε δε και τη σκάλα, για να μη μπορεί άλλος κανείς ν’ ανέβει.
Είπαμε με το Γέροντα τρεις φορές το «Δι’ ευχών…» αλλά καμιά απόκριση δε λάβαμε.
Τότε αρχίσαμε τους χαιρετισμούς της Παναγίας και πλησιάζοντες να τελειώσουμε, όταν λέγαμε το «Ύπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς», «Ω πανύμνητε Μήτερ, ή τεκούσα των πάντων αγίων αγιότατων Λόγον…» και κάναμε τρεις γονυκλισίες μεγάλες, ήρθε έντονη ευωδία μοσχολίβανου και γέμισε όλη ή σπηλιά από άρρητη ευωδία!
Περιμέναμε λίγο μήπως ευδοκήσει ό Πανάγαθος Θεός, για να βγει ό ευλογημένος εκείνος ερημίτης, πού ασφαλώς θα ήταν μέσα στη μικρή σπηλιά, αλά δεν είδαμε τίποτε κι επειδή άρχισε να σκοτεινιάζει, κάμαμε τρεις μετάνοιες, δοξάσαμε το Θεό και φύγαμε, θεωρήσαντες τους εαυτούς μας ανάξιους για να δούμε ένα τέτοιο άγιο άνθρωπο, ασκητή κι ερημίτη.
Τα κρίματα του Κυρίου είναι ανεξερεύνητα. «Ω! βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού» (Ρωμ. ΙΑ’ 33), διότι όταν δοκιμάσαμε άλλη φορά να επισκεφθούμε τη σπηλιά αυτή δε βρίσκαμε τίποτε από εκείνα πού είχαμε ιδεί, ασφαλώς ό κάτοικος της σπηλιάς εκείνης είδε, πώς ανακάλυψαν οί άνθρωποι τα ίχνη του και απεφάσισε να αλλάξει κατοικία.
Έτσι οι ευλογημένοι αυτοί Πατέρες φεύγανε τη δόξα των ανθρώπων, για να βρούνε δόξα και παρρησία κοντά στο Θεό, για τον όποιον «απαύστως ό θείος πόθος γινότανε».
Πηγή:Γεροντικό Αγίου Όρους