-Εἴμαστε ἄντρες έμεῖς ό,τι καὶ νὰ πῆς εἴμαστε ἄντρες! εἶπε ὁ ὑποναύκληρος καθισμένος ἀνάμεσα στὸ πλήρωμα. Ἕλληνας! σοῦ λέει ὁ ἄλλος˙ δὲν εἶναι παῖξε – γέλασε. ῎Εχουμε τὰ κακά μας – δὲ λέω˙ πήραμε δρόμο στραβό, σὰν τὸ κακοκυβερνημένο πλεούμενο, μὰ δὲν εἴμαστε καὶ γιὰ πέταμα. Καὶ νὰ εἵμαστε γιὰ πέταμα, πάλι δὲ θὰ χαθοῦμε. Θέλουμε δέ θέλουμε, θὰ ζήσουμε. Θὰ ζήσουμε καὶ θὰ θεριέψουμε καί θὰ δοξαστοῦμε, ὅπως καὶ πρῶτα. Τὸ σιδερόξυλο, σιδερόξυλο εἶναι, ὅσο κι ἂν τὸ κουτσουρέψης˙ ὅσο κι ἂν τοῦ μαδήσης τὴν κορυφή, ἄν τοῦ ζεματίσης τὰ φύλλα, ἄν τοῦ πριονίσης τὰ κλαδιά. ῾Ο λέοντας, λέοντας λέγεται, ὅσο κι ἂν τοῦ ψαλιδίσης τὴ χαίτη, ἂν τοῦ κόψης τὴν οὐρά, ἂν τοῦ βγάλης τὰ νύχια, ἄν τοῦ ξεριζώσης τὰ δόντια. Φτάνει τὸ βρούχημά του νὰ σὲ πάη ριπιτί*. Τὸ ἕχει τὸ σκαρί μας, ναί· τὸ θέλ’ ἡ τύχη μας νὰ εἴμαστε πάντα μεγάλοι. Ὅπου κι ἂν γυρίσης, σὲ στεριὲς καὶ θάλασσες, σὲ νότο καὶ βοριά, σ’ ἀνατολὴ καὶ δύση θὰ τὸ δῆς γραμμένο. Καὶ γραμμένο ὄχι μὲ ἀνθρώπινο κοντύλι, ἀλλὰ μὲ τὸ ἴδιο χέρι, τὸ παντοδύναμο χέρι τοῦ Δημιουργοῦ. Εἴμαστε ἄντρες, σοῦ λέω!
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ