Ο Άγιος Κωνσταντίνος έστειλε την μητέρα του,
την Ελένη, στα Ιεροσόλυμα για να ανακαλύψει σε ποιό σημείο βρισκότανε ο
Τάφος του Κυρίου και ο Τίμιος Σταυρός Του διότι οι Εβραίοι είχαν ρίξει επάνω
τους χώματα και τα είχαν θάψει για να εξαφανιστεί κάθε ίχνος από την ιστορία
του Χριστού…
Όταν η Αγία Ελένη έφτασε στα Ιεροσόλυμα με τους ανθρώπους
της, άρχισε αμέσως να ερευνά για τον Ζωοποιό Σταυρό. Κανείς όμως δεν
γνώριζε να της πει που ήταν παραχωμένος. Τότε όλοι μαζί, Αρχιερείς και λαός,
έκαναν δέηση προς τον Θεό για να τους αποκαλύψει που βρισκόταν ο
Πανάγιος Τάφος και ο Τίμιος Σταυρός. Κι ο Κύριος εισάκουσε την δέηση
αυτών και αποκάλυψε στον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Μακάριο ότι ο τόπος που
ψάχνουν βρίσκεται κάτω ακριβώς από τον ναό της Αφροδίτης τον όποιον
είχαν κτίσει μετέπειτα οι Έλληνες.
Η Αγία Ελένη, αφού συγκέντρωσε πλήθος τεχνιτών και εργατών, έσκαψε εκεί
και βρήκε τον Πανάγιο Τάφο και λίγο πιο πέρα βρήκε και τους τρεις σταυρούς
του Ιησού και των δύο ληστών καθώς και τα καρφιά τους.
Όλοι χάρηκαν με την εύρεση αυτή μα και πάλι όμως δεν ήταν πλήρως
ικανοποιημένοι διότι δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν ποιος απ’ όλους ήταν ο
Σταυρός του Κυρίου. Ο Πατριάρχης Μακάριος όμως είχε εμπιστοσύνη στο
Κύριο και δεν ανησυχούσε διότι πίστευε ότι πάλι Εκείνος θα ενεργήσει ώστε
να αποκαλυφθεί ο Τίμιος Σταυρός Του.
Έτσι και έγινε. Εκείνες τις ήμερες κείτονταν ημιθανής μία πλούσια γυναίκα
λόγω κάποιας βαριάς ασθένειας κι οι γιατροί είχαν αποφασίσει ότι δεν υπήρχε
περίπτωση να ζήσει. Αποφάσισαν λοιπόν να ακουμπήσουν επάνω της έναν
έναν τους σταυρούς για να δουν εάν θα γίνει κάποιο θαύμα ώστε αυτή η
γυναίκα να μπορέσει να θεραπευτεί. Έτυχε μάλιστα να ακουμπήσουν επάνω
της πρώτα τους σταυρούς των ληστών και δεν έγινε τίποτα. Όταν όμως από
μακριά πλησίαζαν τον Σταυρό του Κυρίου, ω του θαύματος! η γυναίκα αμέσως
συνήλθε και σηκώθηκε υγιής, λες και μόλις είχε σηκωθεί από τον ύπνο.
Βλέποντας το θαύμα αυτό, όλοι με ευλάβεια μεγάλη προσκύνησαν τον Σταυρό
του Κυρίου και δόξασαν τον Θεό.
Μόλις όμως διαδόθηκε το νέο στο λαό, όλοι οι Χριστιανοί ζητούσαν από τον
Πατριάρχη να τους επιτρέψει να προσκυνήσουν κι αυτοί τον Σταυρό. Μα λόγω
του μεγάλου πλήθους αυτό ήταν αδύνατο, έτσι ό Πατριάρχης διέταξε και του
έφτιαξαν ένα υψηλό άμβωνα και μόλις αυτός ετοιμάστηκε, πήρε στα χέρια του
τον Τίμιο Σταυρό, ανέβηκε στον υψηλό άμβωνα και από εκεί ύψωσε τον
Σταυρό όπου τον έβλεπαν όλοι οι χριστιανοί και με κατάνυξη φώναζαν ΚΥΡΙΕ
ΕΛΕΗΣΟΝ.
Από την ήμερα αυτή, καθιερώθηκε να γιορτάζουμε στην Εκκλησία μας την
Ύψωση του Τιμίου Σταυρού.
Η Αγία Ελένη έπειτα πήρε τον Τίμιο Σταυρό μαζί της στην Κωνσταντινούπολη,
αφού όμως άφησε μέρος αυτού στα Ιεροσόλυμα, στον Πατριάρχη Μακάριο.
Ο Σταυρός του Κυρίου είχε 4,50 μέτρα ύψος και 2,40 μέτρα πλάτος.
Κι ο Παυλίνος στην ενδέκατη επιστολή του αναφέρει ότι ενώ ο Σταυρός, από
την ημέρα της εύρεσης του, τεμαχιζότανε (σε απειροελάχιστα κομματάκια) και
δινότανε στους πιστούς για ευλογία, αυτός παρέμεινε ακέραιος και δεν
μειωνόταν καθόλου.