ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΑΪΣΙΟ

Τα παρακάτω που γράφω τα βίωσα την δεκαετία του 1980. Τότε που πηγαίναμε να δουμε και να συμβουλευτούμε τον  γερο-Παίσιο, που τωρα με την Χαρη του Θεού, είναι ο Αγιος Παίσιος. Για αυτό και αναφέρομαι στον Αγιο όπως τον αποκαλούσαμε και τον φωνάζαμε εξω από το συρμάτινο φράκτη,  τότε που τον ζήσαμε. «Γέροντα»
 
Ο γερο-Παίσιος ήταν ήδη γνωστός γιά την αρετή του το 1982,  όταν πήγα με τον αδελφό μου (μετέπειτα Ιερομόναχο Παρθένιο, Κελλί /Εισόδια της Θεοτόκου , Κερασιά, Αγίου Ορους) ανήμερα του Πασχα στο Κουτλουμούσι. 
 
Την πρώτη φορά που είδα τον γεροντα Παίσιο ήταν στην Λιτανεία της εικόνας της Παναγίας της Φοβεράς Προστασίας του Κουτλουμουσιου. Αυτή η Λιτανεία γίνεται κάθε Τρίτη του Πασχα. Ο γεροντας, κρατούσε μαζί με έναν άλλο μοναχό την Εικόνα της Παναγίας μας με την ευλάβεια και την επίγνωση της σοβαρότητας της διακονίας αυτής ζωγραφισμένη ξεκάθαρα στο πρόσωπό του. Για την εποχή εκείνη και για την δική μου πρώτη φορα στο Αγιον Ορος η προστασία της εικόνας της Παναγίας μας από μιά περίτεχνη ομπρέλλα που κρατούσε άλλος μοναχός ηταν κάτι το πρωτόγνωρο. «Αυτός είναι ο γεροντας Παίσιος μου ειπε χαμηλόφωνα κάποιος δίπλα μου.» Εμεινα να χαζεύω μέσα στην ανωριμότητα μου και στο πρωτόγνωρο μιάς τέτοιας Λιτανείας. 
 
Ο αδελφός μου που ειχε παει αρκετές φορες ήδη στο Αγιο Ορος, μετά από λίγο καιρό πήγε στο Κουτλουμούσι αποφασισμένος να μονάσει.  Με την συμβουλή και ευχή όμως του Γεροντος Παισίου πήγε στο Κελλί Εισόδεια της Θεοτόκου στην Κερασιά όπου γέροντας ηταν ο γνωστός και φίλτατος στον γερο-Παίσιο Ιερομόναχος Μάξιμος Ψιλόπουλος. 
 
Ο παπα-Μάξιμος ορισε για τον αδελφό μου για τα πνευματικά,  οδηγο τον γερο-Παίσιο και εστελνε συχνά τον αδελφό μου στην Παναγούδα για την πνευματική του καθοδήγηση.
 
Εκείνα τα χρόνια σπούδαζα στο εξωτερικό και ερχόμουν σε κάθε ευκαιρία,  διακοπών και μη, και έμενα στο κελλί στην Κερασιά. Ετσι, όποτε έστελνε ο παπα-Μάξιμος τον αδελφό μου στον γερο-Παίσιο πήγαινα και εγώ μαζί του. Μεγάλη ευλογία που με συνοδεύει σε όλη μου την ζωή . «Αντε να πάτε αυριο στον γερο-Παίσιο», έλεγε ο παπα-Μάξιμος και ετοιμαζομασταν από βραδύς.  Μετά την πρωινή ακολουθία φεύγαμε νωρίς πριν χαράξει ακόμα.   Από την Κερασιά άλλοτε με τα μουλάρια άλλοτε πεζοπορία, ως την Αγία Αννα. Από εκεί με καραβάκι ως την Δάφνη, από εκεί με το πρωτόγονο λεωφορείο Δάφνη-Καρυές.  Από εκεί με τα ποδια παλι. Περνούσαμε την Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου και κατεβαίναμε για να φτάσουμε στην λιτή αλλά γεμάτη αγάπη φιλοξενία του γέροντος παπα Γρηγόρη, στο κελλι  Αγιος Ιωάννης ο Θεολόγος.
 
Ετσι, είτε το απόγευμα της ίδιας ημέρας είτε την επομένη, είχαμε την ευλογία να συναντήσουμε τον γέροντα και να πάρουμε τις συμβουλές του. 
 
Μέσα στους προβληματισμούς μου εκείνη την εποχή ήταν το ότι το Αγιον Ορος είχε αρχίσει να ανθίζει και επικρατούσε μια αύρα υπεροχής και υπερηφάνειας για την Ορθοδοξία μας.  Ετσι, όποτε έφευγα από την Ελλάδα για να συνεχίσω τις σπουδές μου (εκείνη την εποχή η επικοινωνία ήταν σχεδόν μόνο με γράμματα από το ταχυδρομείο, χωρίς ιντερνετ, βιντεοκλήσεις, φτηνές και συχνές πτήσεις, ενώ ηταν ακριβό το τηλέφωνο), έφευγα όχι μονο με την αίσθηση της φυσικής απομάκρυνσης αλλά και με την λύπη ότι πηγαίνω σε τόπους όπου εχει περάσει ο οδοστρωτήρας της βιομηχανοποίησης, του ορθολογισμού. Πήγαινα λοιπόν σε μία πνευματική έρημο. 
Με παράπονο λοιπόν είπα στον γέροντα το πόσο λυπάμαι που ο τόπος στον οποίο θα πήγαινα σε λίγες μέρες δεν θα ήταν πνευματικά παρήγορος και τι θα γίνει τέλος πάντων με αυτούς τους λαούς που είναι… αυτοί που είναι,… και θελω δεν θελω ήταν για εκείνη την εποχή για μένα, «ο πλησίον».  
Ηταν 4 το απόγευμα και ο ήλιος άρχισε να κρύβεται πίσω από το βουνό.  Ο γέροντας με αγάπη και τολμώ να πώ και με λύπη,  μου είπε χωρίς κανένα δισταγμό. «Βλέπεις τον ήλιο? Κάθε μέρα φεύγει από εδώ και πάει να τους φωτίσει. Και αυτοί δεν φωτίζονται.»  Και δέν είπε τίποτε άλλο για αυτό. 
 
Σε μία άλλη μας συνάντηση ρωτώντας τον για το πώς θα βοηθούσε ο Θεός να απελευθερωθεί κανείς από τα πάθη που μας φαίνονται υπέρμετρα και πάνω από την δυναμή μας,  μου είπε, 
«εχεις ένα παιδάκι , ας υποθέσουμε, που θέλει να μετακινήσει μια μεγάλη πέτρα από το δρόμο του. Και το καημένο σπρώχνει και πασχίζει με ολη του την δύναμη, και φαίνεται ξεκάθαρα ότι προσπαθεί αλλα δεν εχει αρκετή δυναμη. Σε αυτό το παιδι, όταν το δουν οι γύρω ή οι περαστικοί, θα συγκινηθούν από την προσπάθεια του και θα τρέξουν να το βοηθήσουν και θα σπρώξουν ολοι μαζί την πέτρα.  Πάρε τώρα ας υποθέσουμε ένα άλλο παιδί που βρίσκει την πέτρα στο δρόμο του αλλα αντί να προσπαθήσει  να σπρώξει την πέτρα , την περιεργάζεται, την χαιδεύει, ή και παίζει με την πέτρα και δεν δειχνει ότι αγωνίζεται ή θέλει να αγωνιστεί να την σπρώξει εξω από το δρόμο του. Κανείς από τους περαστικούς δεν θα καταλάβει ότι το παιδί αυτό εχει αναγκη για βοήθεια. Ετσι, το παιδί θα μείνει να βλέπει , να περιεργάζεται ή να χαιδέυει ,την πέτρα και δεν θα την βγάλει από τον δρόμο του. Ετσι θέλει και από μάς ο Θεός, να δειξουμε ότι θέλουμε να διώξουμε την πέτρα (τα πάθη) με όλες μας τις δυνάμεις και τότε θα βοηθήσει και Εκείνος. « 
 
 «Η οικουμένη πάσα ικετεύει κράζουσα , ευσυμπάθητε πάτερ, ταις ευχαίς σου πάντας στήριξον «
(από τον Μεγάλο Εσπερινό της εορτής του  Αγίου Παϊσίου)
 
Τ.Ν