Χατζάκου (ΜΕΒΓΑΛ): Γιατί δεν αρκεί το γάλα για να καλυφθεί η ζήτηση.

Υπό την πίεση του αυξανόμενου ενεργειακού κόστους, το 16% των γερμανικών βιομηχανιών, σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησε το Βιομηχανικό και Εμπορικό Επιμελητήριο της Γερμανίας (DIHK), έχει περιορίσει τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες.

[sc name=”trofima-epiviosis” ][/sc]

ην ίδια στιγμή, η Speira GmbH ανακοίνωσε ότι θα μειώσει στο μισό την παραγωγή στο μεταλλουργείο της στη Γερμανία, η Alcoa Corp. θα περιορίσει κατά το ένα τρίτο την παραγωγή της στη Νορβηγία, ενώ η Norsk Hydro ASA ανακοίνωσε ότι θα κλείσει ένα δικό της στη Σλοβακία.

 

Όμως το υψηλό ενεργειακό κόστος δεν είναι ο μοναδικός λόγος για τον οποίο αρκετές βιομηχανίες και στην Ελλάδα έχουν προχωρήσει ή σχεδιάζουν να προχωρήσουν σε μείωση της παραγωγής τους και στον περιορισμό, μέχρι νεωτέρας, του προϊοντικού τους μείγματος.

Το υψηλό κόστος των πρώτων υλών, η έλλειψη κάποιων εξ αυτών και η συμπίεση του μικτού περιθωρίου κέρδους δημιουργούν πρόσθετα προβλήματα στο ήδη επιβαρυμένο περιβάλλον.

Από τις αρχές της χρονιάς, η παραγωγή της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών (ΕΑΣ) Νάξου σε γραβιέρα Νάξου έχει μειωθεί πάνω από 15%, κατά 40% έχει υποχωρήσει η παραγωγή πατάτας, ενώ στην Ήπειρο η εταιρεία πουλερικών Πίνδος την περασμένη Άνοιξη έκοψε το 10% της παραγωγής της.

Στην περίπτωση της ΜΕΒΓΑΛ, η μη επάρκεια σε αγελαδινό γάλα, κυρίως τους καλοκαιρινούς μήνες της μεγάλης ζήτησης, δυσκόλεψε τη γαλακτοβιομηχανία να καλύψει την αυξημένη ζήτηση, λέει στο Euro2day.gr η επικεφαλής της εταιρείας Μαίρη Χατζάκου.

Η έλλειψη που καταγράφεται τους τελευταίους μήνες στην πρώτη ύλη οφείλεται, σύμφωνα με την επικεφαλής της ιστορικής βορειοελλαδίτικης γαλακτοβιομηχανίας, αφενός στην υπερβάλλουσα ζήτηση λόγω μειωμένων εισαγωγών γάλακτος και αφετέρου στη μείωση παραγωγής από τους Έλληνες κτηνοτρόφους λόγω αύξησης στα κόστη τους.

«Το γάλα, ως πρώτη ύλη από το εξωτερικό έγινε για πρώτη φορά πιο ακριβό από το ελληνικό, με αποτέλεσμα την αυξημένη ζήτηση για εγχώριο γάλα. Αυτό αύξησε την τιμή και περιόρισε τις προς διάθεση ποσότητες στις εταιρείες που παραδοσιακά εισκομίζουν γάλα από την Ελλάδα, όπως είναι η ΜΕΒΓΑΛ», λέει.

Οι τιμές του ελληνικού αγελαδινού γάλακτος που ήταν πέρυσι στο 0,39 ευρώ το λίτρο, εφέτος ξεπερνούν το 0,55 ευρώ και βαίνουν ανοδικές. Στο πρόβειο, η τιμή, από το 0,95 ευρώ το λίτρο, έχει φθάσει και σε κάποιες περιπτώσεις έχει ξεπεράσει το 1,30 ευρώ.

Και επειδή η πρώτη ύλη καθορίζει το 70%-75% της τελικής τιμής του προϊόντος, η ΜΕΒΓΑΛ αποφάσισε -χωρίς να διαταράξει τις σχέσεις της με τους πελάτες της- να αναπροσαρμόσει τη γραμμή παραγωγής και να ρίξει βάρος στα top seller προϊόντα της.

«Τους πρώτους μήνες του έτους οι πωλήσεις μας “έτρεχαν” με ρυθμό αύξησης 16%-17% σε όγκο», λέει η κ. Χατζάκου. Η ανάπτυξη των πωλήσεων για εφέτος ήταν πάνω από 17%, βάσει προϋπολογισμού, όμως λόγω της έλλειψης α’ ύλης βρίσκεται αυτή τη στιγμή 5% κάτω στον τζίρο από το προϋπολογισθέν budget, αλλά 13% πάνω σε σχέση με το περασμένο έτος, αναφέρει η κ. Χατζάκου. Το 2021 οι πωλήσεις της ΜΕΒΓΑΛ ενισχύθηκαν κατά 10,95%, οι εξαγωγές που αποτελούν το 35,7% του τζίρου της κατά 17,8% και τα καθαρά της κέρδη κατά 25%.

Η ιστορική βορειοελλαδίτικη γαλακτοβιομηχανία, σε μια προσπάθεια να περιορίσει τα κόστη της και να διαφυλάξει την κερδοφορία, έχει προχωρήσει σε αναδιάταξη της παραγωγής της. «Κάθε εβδομάδα προγραμματίζουμε την παραγωγή των επόμενων τριών εβδομάδων, ενώ έχουμε ρίξει το βάρος στους κωδικούς εκείνους που φέρνουν τα καλύτερα αποτελέσματα, ακολουθώντας την αρχή του Pareto, βάσει της οποίας το 80% των πωλήσεων προέρχεται από το 20% των προϊόντων ή των πελατών», σημειώνει η ίδια.

Με την κυρία Μαίρη Χατζάκου συνομιλήσαμε τηλεφωνικά την περασμένη Κυριακή. Μια ημέρα νωρίτερα η επικεφαλής της βορειοελλαδίτικης γαλακτοκοβιομηχανίας είχε συνάντηση με υψηλόβαθμα κυβερνητικά στελέχη και υπουργούς, που ανέβηκαν στη Θεσσαλονίκη λόγω της ΔΕΘ, όπου τους έθεσε τα δύο βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η εγχώρια βιομηχανία: Πρωτογενής παραγωγή και ενεργειακό κόστος.

Όπως λέει στο Εuro2day.gr, η ελληνική Πολιτεία πρέπει να εκπονήσει ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο στήριξης της πρωτογενούς παραγωγής και συγκεκριμένα της αιγοπροβατοτροφίας. «Για το πρόβειο γάλα πρέπει να ληφθούν αποφάσεις για να στηριχθεί το προϊόν και η φέτα. Πρέπει να μπουν νέοι άνθρωποι στην παραγωγή, να δοθούν κίνητρα για να αυξηθεί το ζωικό κεφάλαιο. Εμείς επιδοτούμε τους παραγωγούς, όμως μια εταιρεία δεν μπορεί να καλύψει όλο το κόστος, πρέπει το κράτος να χαράξει μακροχρόνια εθνική στρατηγική και οι αιγοπροβατοτρόφοι να γίνουν επιχειρηματίες», αναφέρει.

Όμως αυτό δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι εγχώριες βιομηχανίες. Το κόστος ενέργειας, οι διακοπές στην ηλεκτροδότηση των εργοστασίων, που στην περίπτωση της ΜΕΒΓΑΛ σημαίνει κόστος 15.000 ευρώ ανά διακοπή, και η μη έγκριση του ΔΕΔΔΗΕ στο σχετικό αίτημά της να επενδύσει στο net metering επιτείνουν το πρόβλημα.

Η ΜΕΒΓΑΛ, που προ διετίας επένδυσε στο φυσικό αέριο, έχει καταθέσει στον ΔΕΔΔΗΕ αίτηση για να επενδύσει σε φωτοβολταϊκά, προκειμένου να αντιμετωπίσει τυχόν προβλήματα επάρκειας στην ηλεκτροδότηση των εγκαταστάσεών της και επιπρόσθετα, στο πλαίσιο της προσπάθειάς της να μειώσει ακόμη περισσότερο το περιβαλλοντικό της αποτύπωμα.

«Σύμφωνα με το όραμά μας για μία βιώσιμη ανάπτυξη, αιτηθήκαμε στον ΔΕΔΔΗΕ να ξεκινήσουμε μία επένδυση στα φωτοβολταϊκά. Όμως ο ΔΕΔΔΗΕ προς το παρόν απέρριψε το αίτημά μας για επένδυση λόγω ελλιπών υποδομών στην περιοχή», λέει η κ. Χατζάκου.

Η επένδυση που θέλει να κάνει η ΜΕΒΓΑΛ στο net metering δεν θα λύσει το πρόβλημά της αλλά θα εξομαλύνει την κατάσταση, θα μειώσει το κόστος, ενώ θα υπάρχει εναλλακτική σε περίπτωση διακοπής της ενέργειας, αναφέρει η ίδια.

πηγή