Οι άνθρωποι καθώς εισέρχονται μέσα στην Εκκλησία και αρχίζουν να ζούνε «πιο πνευματικά», αρχίζουν να καλλιεργούν με τον τρόπο τους την προσευχή.
Αρχίζουν να λένε ότι ζούνε «πιο ήσυχα», θεωρώντας την ηρεμία που νιώθουν ως απόδειξη της πνευματικής τους προόδου.
Και όμως πολλές φορές η ηρεμία αυτή που νιώθουν είναι μόνο επιφανειακή (και γι’αυτό άκρως επικίνδυνη). Γι αυτό και πολλές φορές βλέπουμε αυτούς τους ανθρώπους να αντιδρούν με οργή όταν κάποιος ή κάποιο γεγονός τους βγάζει από την πλαστή αυτή ηρεμία τους.
Όταν λοιπόν καταλάβουν ότι οι άλλοι άνθρωποι είναι υπεύθυνοι για την ταραχή τους, τότε απομακρύνονται από αυτούς δείχνοντας δι’ αυτού του τρόπου τον λάθος τρόπο σκέψης τους. Βάζουν την «ηρεμία» τους πάνω από τους άλλους, βάζουν την «αταραξία» τους πάνω από την κοινωνία με τους άλλους.
[sc name=”nistisima” ][/sc]
Κάποιος μπορεί να πει ότι και οι μοναχοί το κάνουνε αυτό, ειδικά οι ερημίτες, οι οποίοι απομακρύνονται από τους ανθρώπους ώστε δια της ησυχίας να καλλιεργήσουν «πιο εύκολα» την κοινωνία με τον Θεό. Όμως θα πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτή η ησυχία που επιδιώκουν οι ερημίτες δεν μπαίνει πάνω από την αγάπη προς τους άλλους, εάν γίνεται αυτό κακώς γίνεται.
Βλέπουμε τους αγιους να αφήνουν την προσευχή τους, την ησυχία του κελιού τους και να ανταποκρίνονται πρόθυμα στο κάλεσμα των ανθρώπων ώστε να τους ακούσουν· να ακούσουν τον πόνο τους, τα παράπονά τους, την αμαρτία τους.
Σίγουρα ακούγοντας όλα αυτά οι Όσιοι γέροντες θα «ταραζόταν», θα τους μετέδιδαν οι άνθρωποι μία ταραχή που συνοδευόταν με πόνο, μία ταραχή όμως η οποία δεν επηρέαζε τελικά την ηρεμία, την ησυχία της καρδιάς τους.
Ήταν μία ατάραχη ταραχή, μία ήσυχη ανησυχία, διότι η ηρεμία τους ήταν βαθιά και ασάλευτη από εξωτερικούς παράγοντες, είχαν ρίζες βαθιές η ηρεμία τους.
Εάν λοιπόν επιδιώκοντας την ησυχία προσευχόμαστε και νιώθουμε από την μία γαλήνια και από την άλλη μεριά με το παραμικρό οργιζόμαστε και γεμίζουμε ταραχή θα πρέπει να καταλάβουμε ότι η γαλήνη μας είναι πλαστή και επιφανειακή, ότι τελικά η ησυχία που επιδιώκουμε και η ηρεμία που κατορθώνουμε δεν είναι τίποτα παραπάνω από συναισθηματικές πρέζες της αυτονομημένης μας ασκητικότητας.
Μην περιμένουμε από την μία στιγμή στην άλλη να φτάσουμε στην ησυχία της καρδιάς, μη το θεωρούμε όμως και ακατόρθωτο, θέλει κόπο πολύ, θέλει πολύ ταπείνωση, διότι χωρίς ταπείνωση πάντα θα πέφτουμε στην παγίδα ότι κάτι καταφέραμε, ότι είμαστε κάποιοι σπουδαίοι μεταξύ ασήμαντων.
Άλλο είναι να επιδιώκεις την ησυχία των λογισμών με ταπεινό φρόνημα και με υπακοή-την γαλήνη της προσευχής καλλιεργώντας την απλότητα και την αγάπη στην καρδιά σου και άλλο να τυραννάς και να τυραννιέσαι από την προσωρινή “φίμωση” (ησυχαστική διάθεση) της μεγάλης ιδέας του εαυτού σου που πλάθει με την πρώτη ευκαιρία νέα είδωλα αυτοϊκανοποίησης.