Ένας πατέρας, όταν εγέρασε, διένειμε την περιουσία του στα παιδιά. Κράτησε ένα πολύτιμο δαχτυλίδι με ένα τεράστιο διαμάντι.
– Αυτό, τους είπε, θα το δώσω σ’ εκείνον που έχει κάμει την πιο καλή πράξη.
Έμενα, του είπε ο ένας, μου είχε εμπιστευθή ένας φίλος μου ένα τεράστιο χρηματικό ποσό. Χωρίς κανένα χαρτί. Χωρίς καμμιά απόδειξη. Μπορούσα να τον γελάσω. Και να τα κρατήσω όλα! Μα του τα επέστρεψα όλα! Δεν είναι σπουδαία πράξη αυτό;
– Καλή είναι η πράξη σου, παιδί μου. Αλλά αλλοίμονο αν δεν το έκανες αυτό. Δεν θα ήσουν έντιμος άνθρωπος. Θα ήσουν απατεώνας και καταχραστής. Αν ενεργούσες αλλιώς, θα έπρεπε να εντρέπεσαι σε όλη σου την ζωή.
[sc name=”vyzantina-skoylarikia” ][/sc]
Εγώ, είπε ο δεύτερος, είδα μια φορά ένα παιδάκι, πού είχε πέσει στην θάλασσα και από στιγμή σε στιγμή θα πνιγόταν. Εβούτηξα στη θάλασσα με τα ρούχα. Και το έσωσα! Δεν είναι σπουδαία η πράξη αυτή;
Έκαμες, παιδί μου, απλώς το χρέος σου. Τίποτε περισσότερο! Αλλοίμονο να άφηνες το μικρό παιδί να πνιγεί! Αυτό δεν το κάνουν ούτε οι άνθρωποι του υποκόσμου!
Εγώ, είπε ο τρίτος, ευρήκα τον εχθρό μου να κοιμάται σε ένα απόκρημνο βράχο. Είχε στον ύπνο του γυρίσει λίγο. Και ήταν έτοιμος να πέσει κάτω και να σκοτωθή. Τον ξύπνησα και τον τράβηξα μακριά από τον βράχο. Και σώθηκε.
Γεμάτος χαρά και με όψη που έλαμπε, είπε ο γέρος πατέρας:
– Μπράβο, παιδί μου! Αυτή είναι αληθινά σπουδαία πράξη. Να κάνεις καλό στον εχθρό σου. Και να τον σώζεις, από κακό που θα πάθαινε, χωρίς να του φταις εσύ.
Συ, αδελφέ μου, τι καλές πράξεις έχεις κάμει; Αξίζουν τίποτε στα μάτια του Θεού;