ΜΙΑ ΣΑΚΑ ΓΕΜΑΤΗ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

Το κουδούνι του Σχολείου, το χτυπούσε με το χέρι της η κυρία Καλλιρόη, που είχε ένα εξαγνισμένο, φαρδύ χαμόγελο και χωρούσαν μέσα της όλα τα φρεσκοπλυμένα και καλοτέχνιστα παιδάκια, ντυμένα στα γαλάζια.
Η πρώτη ημέρα ανέδυε αυτοσχέδιους, μουσικούς ήχους ασύνταχτων τρεχαλητών πάνω στο παιχνιδιάρικο, λευκό χαλίκι, θεσπέσιες, μυρωδικές αυγές από καλοσιδερωμένους, κατάλευκους γιακάδες κι εκείνες τις ποδιές, που τις θωρούσαμε ως ένδοξες στολές -επί τιμής- ελληνοπαίδων. Στον δρόμο για το Δημοτικό Σχολείο, οι γερμένες -ερωτικά- δίφορες νερατζιές ήταν φορτωμένες από σπασμωδικά, ανοιγμένα άνθη, κάποια νυχτολούλουδα απ’ την νύχτα άφηναν τις ύστερες, απόστακτες οσμές τους και όλοι με τα καλά τους βάδιζαν ως νυχτερινοί εξοδούχοι σε λαική ταβέρνα.

[sc name=”nistisima” ][/sc]
Οι δάσκαλοι -εκπληκτικά- ντυμένοι μ’ εκείνα τα γκρι, ριγέ κοστούμια κι ομόχρωμες, κλασσικές γραβάτες στέκονταν ”κοκορεμένα” ευθυτενείς, μαζί με τις δασκάλες που υπερτερούσαν ανυπέρβλητα μ’ εκείνη την έμορφη, συμπαθητική ματιά τους. Υπήρχε μια -γνήσια- ανόθευτη, βυζαντινή αρχοντιά, που την στόλιζαν η ελληνική σημαία με τον μεγαλόσταυρο, τα ”μεθυσμένα” βασιλικά από τις πήλινες γλάστρες που φέρναν οι μαννάδες κι ένας σεβαστικός παππούλης με μακρυά, κατάλευκα μαλλιά, πλεγμένα αριστοτεχνικά στην ορθή, ευλογημένη κεφαλή του. Στη μάντρα, ένα φουσκοθεριεμένο, αρωματικό αγιόκλιμα, μαζί μ’ ένα λεπτεπίλεπτο, περιποκλαδάτο γιασεμί σιωπούσαν ανερμήνευτα μ’ εκείνο το πολύχρωμο, χοντρό μπουκέτο λουλουδιών, πνιγμένο στο κωνικό, γυάλινο βάζο της ασπροντυμένης έδρας. Η προσευχή ήταν μια καλώς νοούμενη, πνευματική ιεροτελεστία και τα λόγια του διευθυντή, ομιλία ποιητικά γραμμένη σε ατσαλάκωτες κόλλες αναφοράς, από τα ψιλικά της κυρίας Πολυξένης. Κι όταν μπαίναμε στις αίθουσες, τα φθαρμένα από τον χρόνο, ξύλινα θρανία ήταν ένα περίπλοκο, ημερολογιακό μωσαικό από γραμμές και σχέδια παιδιών αλλοφερμένων χρόνων, που έμεναν ακόμα ανεξίτηλα. Όλα μύριζαν ”αποπνικτικά” εύοσμα: τα μαύρα, faber τα μολύβια, οι ξύλινες, πλακέ κασετίνες, οι κεραμιδή και μπλε σκούρες γομολάστιχες, οι δερμάτινες σάκες με το διπλό χώρισμα και τα δύο λουριά στις άκρες κι εκείνα τα μπλε τετράδια που είχαν πάντα την πρωτεύουσα, αγγιγματική τιμητική τους! Ακόμη έχω την μυρωδιά από τις λευκές κιμωλίες του μεγάλου μαυροπίνακα, την σκόνη από το σφουγγάρι που καθάριζε συνέχεια, ως και την χλοερή γλίτσα από την βίτσα του δασκάλου, που κόβαμε από μια κοντινή και ευκολόφθαστη ελιά! Οι παλιοί συμμαθητές είχαν μια απερίγραπτη, νοηματική σεβαστικότητα, έναν καθ’ όλα ηθικό και ατόφιο πλούτο πλουμιστών συναισθημάτων, μια δειλή κι αγέρωχη αγνότητα, που ακόμη δεν είχε διυλισθεί από την διαφθορά του χρόνου. Σε όλα υπήρχε μια ευταξιακή επιμέλεια, μια δρομολογημένη οδός ελληνικής μεγαλοπρέπειας, που τεμνόταν πάντα από τα ορθόδοξα γράμματα, που κοσμούσαν εκείνο το σχολικό, προγραμματισμένο ζειν. Υπήρχαν όρια, που σήμερα ξεπεράστηκαν, σύνορα εφαρμοσμένης Χριστοήθειας που στην εποχή αυτή καταποντίσθηκαν. Η παλιά τάξη ήταν ένα συναρμολογημένο παζλ αισθησιακών και πνευματικών εικόνων που μαρτυρούσε Ρωμιοσύνη: η εικόνα του Εσταυρωμένου Χριστού πάνω από τον πίνακα, το κρυφό και υπερήφανο καμάρι της έπαρσης της ελληνικής σημαίας, η μυσταγωγική ευλάβεια στην πρωινή προσευχή, οι εθνικές γιορτές πατριωτικής, σαλπισμένης ευφροσύνης, οι δάσκαλοι που ακόμη τότε ήταν αγωγοί μιας υγιούς, ελπιδοφόρας κοινωνίας. Όλα μύριζαν εύοσμα! Η αγιαστούρα του παπα – Ευτύχη που σερνόταν με φαντασία στον αέρα, το τσιμεντένιο πάτωμα στην τάξη που κρατούσε μες στις χούφτες του την αγαθή αθωότητα Χριστιανοφρόνων παίδων, εκείνη η παλιά υδρόγειος σφαίρα αφημένη με τρόπο στην γωνία, τα λουλούδια της δασκάλας που έχασκαν στο βάζο, ακόμη κι εκείνο το σουσαμένιο κουλούρι της κυρα – Μαρίας, που κόστιζε ακόμη τότε ένα πενηνταράκι… Όλα αυτά και μια Πατρίδα, που το υπερηφανευόμασταν να λέμε, πως είμασταν παιδιά της!

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος