Συμπεραίνουν, σὰν πανοῦργοι ποὺ εἶναι, μερικὰ ἀπὸ τὰ μέλλοντα νὰ συμβοῦν καὶ νὰ μᾶς τὰ προαναγγέλουν. Καὶ ὅταν αὐτὰ πραγματοποιηθοῦν ἐμεῖς μένουμε ἔκθαμβοι καὶ ὑπερηφανεύεται ὁ λογισμός μας μὲ τὴν ἰδέα ὅτι πλησιάσαμε στὸ προορατικὸ χάρισμα». (Κεφ. Γ’, 38 – 39).
Ὁ ἅγιος Κασσιανὸς διηγεῖται γιὰ ἕνα μοναχὸ στὴ Μεσοποταμία ποὺ ζοῦσε μία πάρα πολὺ ἐρημικὴ καὶ ἀσκητικὴ ζωὴ ἀλλὰ ἀπώλεσε τὴν ψυχή του, διότι πλανήθηκε ἀπὸ διαβολικὰ ὄνειρα. Παρατήρησε ὅτι ὁ μοναχὸς δὲν πολυπρόσεχε τὴν πνευματική του πρόοδο ἀλλὰ ἐνδιαφερόταν μόνο γιὰ τοὺς σωματικοὺς κόπους γιὰ τοὺς ὁποίους καὶ αἰσθανόταν περήφανος. Ὁ διάβολος τότε, λοιπόν, ἄρχισε νὰ τοῦ παρουσιάζει ὄνειρα ποὺ μὲ τὴ διαβολικὴ πονηρία του ἄρχισαν νὰ ἐπαληθεύονται. Ὅταν ἡ ἐμπιστοσύνη τοῦ μοναχοῦ στὰ ὄνειρα καὶ στὸν ἑαυτὸ του ἐνισχύθηκε, ὁ διάβολος τοῦ παρουσίασε μπροστά του ἕνα θαυμάσιο ὄνειρο: Ἑβραίους νὰ ἀπολαμβάνουν τὶς ὀμορφιὲς τοῦ Παραδείσου — ἐνῶ οἱ Χριστιανοὶ νὰ τυραννιοῦνται μὲ τὰ βάσανα τῆς κολάσεως.
[sc name=”eidi-doron” ][/sc]
Τότε ὁ διάβολος (ντυμένος σὰν Ἄγγελος φωτὸς) συμβούλεψε τὸ μοναχὸ νὰ ἀποδεχθεῖ τὸν Ἰουδαϊσμὸ ἔτσι ὥστε νὰ εἶναι ἱκανὸς νὰ ἔχει ἕνα μερίδιο ἀπὸ τὴν εὐτυχία τῶν Ἰουδαίων. Αὐτὸ τὸ ἔκανε ὁ μοναχὸς χωρὶς τὸν παραμικρὸ δισταγμό.
Συνεπῶς ἀρκετὰ ἔχουν εἰπωθεῖ, γιὰ νὰ ἐξηγήσουν στοὺς ἀγαπητούς μας ἀδελφοὺς Χριστιανούς, πόσο ἀνόητο εἶναι νὰ δίνουν σημασία στὰ ὄνειρα καὶ ἀκόμη περισσότερο νὰ τὰ πιστεύουν καὶ νὰ τὰ ἐμπιστεύονται. Ἀπὸ τὴν προσοχὴ στὰ ὄνειρα ὁπωσδήποτε θὰ μπεῖ μέσα στὴν ψυχή μας ἡ ἐμπιστοσύνη σ’ αὐτά. Συνεπῶς ἀπαγορεύεται αὐστηρὰ ἀκόμη καὶ τὸ νὰ προσέχουμε στὰ ὄνειρα.
Ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀνανεωμένη μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κυβερνᾶται ἀπὸ ἐντελῶς διαφορετικοὺς νόμους ἀπὸ τὴν πεπτωκυία φύση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἐπιμένει στὴν ἁμαρτωλὴ κατάσταση.
Ὁ κυβερνήτης τοῦ ἀναγεννημένου ἀνθρώπου εἶναι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. «Ἡ χάρη τοῦ Θείου Πνεύματος τοὺς φωτίζει» λέει ὁ Μέγας Μακάριος, «καὶ κατακάθεται στὰ βάθη τοῦ νοῦ τους».
Καὶ ἔτσι εἴτε ξύπνιοι εἶναι ἤ κοιμοῦνται ἡ ψυχὴ τους παραμένει μὲ τὸν Κύριο χωρὶς ἁμαρτία, χωρὶς γήινες ἤ σαρκικὲς ἀπολαύσεις καὶ φαντασίες.
Οἱ σκέψεις καὶ οἱ φαντασίες ποὺ κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ὕπνου εἶναι ἐκτός τοῦ ἐλέγχου τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς καὶ θελήσεως, καὶ ποὺ ἐνεργοῦν ὑποσυνείδητα στὶς ἀπαιτήσεις τῆς φύσεως, δροῦν μέσα τους κάτω ἀπὸ τὸν ἔλεγχο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὰ ὄνειρα τέτοιων ἀνθρώπων ἔχουν πνευματικὴ σπουδαιότητα.
Ἔτσι ὁ δίκαιος Ἰωσὴφ ἔμαθε ἀπὸ ἕνα ὄνειρο τὸ μυστήριο τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Θείου Λόγου. Μ’ ἕνα ὄνειρο διατάχθηκε νὰ φύγει στὴν Αἴγυπτο καὶ σ’ ἄλλο νὰ ἐπιστρέψει στὸ Ἰσραήλ. Τὰ ὄνειρα ποὺ ἐστάλησαν ἀπὸ τὸ Θεὸ φέρνουν μαζί τους μιὰ ἀναμφισβήτητη πειθὼ ἤ βεβαιότητα.
Αὐτὴ ἡ βεβαιότητα μπορεῖ νὰ κατανοηθεῖ ἀπὸ τοὺς ἁγίους του Θεοῦ ἀλλὰ ὄχι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἀκόμη ἀγωνίζονται κατὰ τῶν παθῶν τους.