Ὅταν ἀνησυχεί ὁ πατέρας ἢ ἡ μητέρα ἐπειδὴ ἁμαρτάνει τὸ παιδί!

Τό σκοτάδι, ὡς συνέπεια τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου, δέν βγάζει ποτέ στό φῶς. Το φῶς διαλύει τό σκοτάδι, διότι τό σκοτάδι εἶναι ἀνυπόστατο, δέν ἔχει οὐσία. Ὑπάρχει ὅμως μία περίπτωσις τήν ὁποία πανσόφως ἐκμεταλλεύεται ὁ παντουργός Θεός γιά τό καλό μας, βγάζοντας καί ἀπό τό κακό καλό, ἀπό τό σκοτάδι φῶς. Πῶς; Δία τῆς μετανοίας. Βλέπω τήν κακία μου, τήν ἁμαρτία μου, μετανοῶ, κλαίω, θρηνῶ, ὁδηγοῦμαι στόν Θεόν, ἀναλαμβάνω τίς εὐθύνες μου, νήφω,
καρτερῶ, καί μέσα μου καλλιεργεῖται ὁ καινούργιος ἄνθρωπος πού βγαίνει ἀπό τήν μετάνοια. Ἄρα, τό καλό δέν βγαίνει ἀπό τό κακό… ἀλλά ἀπό τήν μετάνοια, πού εἶναι ἄλλος νοῦς, ὁ νοῦς πού τόν παρέχει ὁ Θεός μέσα στήν καρδιά.
Ὅταν ἀνησυχεῖ, λόγου χάριν, ὁ πατέρας ἤ ἡ μητέρα, ἐπειδή ἁμαρτάνει τό παιδί, καί τό κτυπᾶ, ὁπωσδήποτε θά βγάλει ἀντίθετο ἀποτέλεσμα. Διότι, ἐάν τό παιδί κάνη ἁμαρτίες, σημαίνει ὅτι ζητάει τήν ἁμαρτία καί θά τά βάλει μέ σένα, πού γίνεσαι κῆρυξ τῆς ἀρετῆς. Καί τώρα μέν φοβᾶται νά ἁμαρτήσει, ἀλλά μόλις ἀπελευθερωθεῖ ἀπό σένα, θά ὁδηγηθεῖ ἀμέσως στό κακό. Ἡ βία, τό κακό, δέν μπορεῖ νά….βγάλει καλό.

[sc name=”nistisima” ][/sc]
Πές λοιπόν στό παιδάκι σου τό καλό, μάθε τοῦ τί εἶναι ὁ Θεός. Μίλησέ του ἀπό τό πλήρωμα τῆς δικῆς σου καρδιᾶς, φώτισέ του λίγο τήν συνείδηση μέ τήν δική σου λαχτάρα καί θεία ἐμπειρία, καί μπαίνοντας μέσα τοῦ ὁ Θεός, θά τόν ἀγαπήσει. Μπορεῖ νά βρίζει, μπορεῖ νά κάνη ἁμαρτίες, ἀλλά ἔχοντας τά σπέρματα τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι τόσο ἰσχυρά, ὁ Θεός τά καλλιεργεῖ καί βγαίνει ἡ καινούργια φύτρα, τό καινούργιο βλαστάρι, τό ὁποῖο δίδει καινούργια ζωή. Αὐτή εἶναι ἡ μετάνοια.

Τό παιδί δηλαδή αὐτό, ἐπειδή τό ἀφήνεις ἐλεύθερο, ἐπειδή τό σέβεσαι, ἐπειδή τοῦ εἶπες τήν ἀλήθεια, ἐπειδή τοῦ ἀπεκάλυψες τί ἔχει ἡ καρδούλα σου καί τί κόσμοι ὑπάρχουν μέσα σέ αὐτήν, λέγει μετά: Μά, τί φρικτή ζωή πού κάνω! Τί εἶναι αὐτή ἡ ἁμαρτία! «Ἀναστήσομαι καί ἐπιστρέψω εἰς τόν Πατέρα» (Λούκ. 15, 18). Καί ὁ βλαστός τῆς μετανοίας βγάζει τόν καρπό τῆς καινῆς ζωῆς. Ἔτσι τά καταφέρνει ὁ Θεός νά βγάζει καί ἀπό τό στόμα τοῦ λύκου τήν σωτηρία.

Ὁ Ἰώβ, ἀπό τήν κατάρα στήν ὁποία εἶχε πέσει, ἔβγαλε τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καί ἀνεκαινίσθη. Ὁ Μωυσῆς ὁ Αἰθίοψ, ἀπό τά ἐγκλήματα καί τίς ληστεῖες, ἔβγαλε τήν καινούργια ἀσκητικώτατη ζωή καί ἔγινε ἀγνώριστος. Δέν τόν γνώρισαν καν οἱ παλαιοί σύντροφοί του καί οἱ ἄλλοι ληστές΄ τόσο «ἀνεκαινίσθη ὡς ἀετοῦ ἡ νεότης τοῦ» (Ψάλμ. 102, 5), ἔγινε καινούργια ἡ ζωή του.

Ἑπομένως, μποροῦμε νά ποῦμε: Ὅποιος εἶναι θυμώδης, ἄς στρέψη ὅλον τόν θυμό, ὅλη τήν ἐσωτερική ἔντασή του πρός τή ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πρός τήν εἰρήνη, πρός τά σωτήρια λόγια, πρός τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον μέ, τόν ἁμαρτωλόν», χρησιμοποιώντας ὅποιον τρόπο τόν βοηθεῖ.
Κάποιος τό ἔλεγε, κτυπώντας τά χέρια του. Τόν εἶδα καί τόν ρώτησα: Τί κάνεις ἐκεῖ; Καί μοῦ ἀπήντησε: Εἶχα μάθει μέ τά μηχανήματα νά κουνῶ τά χέρια μου καί δέν μπορῶ τώρα νά κάνω ἀλλοιῶς
. Μπράβο, τοῦ λέγω, συγχαρητήρια. Βλέπετε πώς τό κακό, ὁ θόρυβος, πού εἶναι τό χειρότερο κακό, μπορεῖ νά βγάλει καί καλό; Κάποιος θαλασσινός τό ἔλεγε, ἔχοντας τήν ἐντύπωση ὅτι ἐπίανε τά κουπιά, γι’ αὐτό καί κουνοῦσε τά χέρια του. Πραγματικά ἐπίανε τό κουπί, τόν Χριστόν.
Ἄρα, τό πᾶν μποροῦμε νά χρησιμοποιήσουμε. Ὅ,τι μᾶς δίνει ὁ Θεός, ὅτι μᾶς κάνουν οἱ ἄλλοι, ὅτι παθαίνουμε μέσα μας καί γύρω μας, ὅλα εἶναι μεταγωγικά πρός τόν Θεόν.
Τόσο ἀπέραντη εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Μόνον τά ἀποβράσματα τοῦ ἐγώ μας δέν εἶναι σωτήρια. Αὐτά μας ἀπομακρύνουν ἀπό τόν Θεόν.