Παΐσιος ο Β’-«Μην ψάχνεις σχοινί και χασομεράς· άμα θέλεις να με κρεμάσεις, έτοιμο το έχω το σχοινί»

Ο Παΐσιος ο Β’ γεννήθηκε στα Φάρασα το 1776 ή το 1777. Το 1804 έγινε ηγούμενος της Μονήςτου Τιμίου Προδρόμου Φλαβιανών (Ζιντζίντερε) και δάσκαλος της Ιερατικής Σχολής. Βοήθησε το Οικ. Πατριαρχείο σε πολύ χαλεπούς καιρούς. Αγωνίστηκε με ζήλο για να αποτρέψει την
προσηλυτιστική δράση κατά των Ρωμηών, μερίμνησε για την ανέγερση ή την επισκευή ναών, ίδρυσε σχολεία ορφανοτροφεία και παρθεναγωγεία

Το κεφαλοχώρι της αγιοτόκου Καππαδοκίας Βαρασός, γνωστότερο ως Φάρασα, υπήρξε η γενέτειρα δύο μεγάλων Αγίων της Εκκλησίας.

Του Οσίου Αρσενίου του Καππαδόκη και του κατά πνεύμα διαδόχου του Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου. Και, όπως γράφει ο κ. Λάζαρος Μ. Κελεκίδης στο βιβλίο του «Τα Φάρασα της Καππαδοκίας», ήταν ο Άγιος Παΐσιος εκείνος που έκανε γνωστά τα Φάρασα και χάρη σ’ αυτόν έμαθε όλος ο κόσμος ότι εκεί στα βάθη της Ανατολής, υπήρχε μια πηγή αστείρευτης ρωμαίικης ορθόδοξης πνευματικότητας, ένας φάρος που φώτιζε με το ακοίμητο φως της Ορθοδοξίας.

Τα Φάρασα είχαν αναδείξει τον 19ο αιώνα και μία ακόμα σημαντική εκκλησιαστική μορφή, έναν Ιεράρχη του Οικουμενικού Θρόνου όχι ιδιαίτερα γνωστό στις μέρες μας, του οποίου η ανδρεία, η σύνεση και η πίστη βοήθησαν πολύ και το ποίμνιό του στην Καππαδοκία, αλλά και το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε καιρούς ιδιαίτερα χαλεπούς. Ο λόγος για τον Μητροπολίτη Καισαρείας Παΐσιο τον Β΄.

Γιος του ιεροδιδασκάλου παπα- Αναστάση Κεπόγλου, γεννήθηκε στα Φάρασα το 1776 (ή το 1777) και έλαβε το κοσμικό όνομα Πέτρος. Τα πρώτα του γράμματα τα διδάχθηκε από τον πατέρα του, ο οποίος, όταν ο Πέτρος έγινε 16 ετών, τον πήγε στη Μονή του Τιμίου Προδρόμου Φλαβιανών (Ζιντζίντερε), όπου συνέχισε τις σπουδές του «παρά τους πόδας» του ηγουμένου Γερμανού, του σοφού δασκάλου, που αργότερα ο μαθητής του τον αποκάλεσε «το φως της Ανατολής».

Τα Φλαβιανά (Ζιντζίντερε) είναι κωμόπολη που απέχει 15χλμ από την Καισάρεια. Μέχρι το 1922 υπήρχε ευάριθμη Ελληνική Κοινότητα, ενώ κοντά της βρισκόταν η Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, έδρα του εκάστοτε Μητροπολίτη Καισαρείας. Στις 29 Αυγούστου γινόταν στη Μονή μεγάλο χριστιανικό πανηγύρι.

Στη Μονή στεγαζόταν και η μοναδική σε ολόκληρη τη Μικρασία Ιερατική Σχολή των Φλαβιανών. Η Σχολή αναγκάστηκε να διακόψει για οικονομικούς λόγους τη λειτουργία της. Ωστόσο, χάρη στον θερμό πατριώτη, τον Χιώτη έμπορο Θεόδωρο Ροδοκανάκη, λειτούργησε χωρίς πρόβλημα από το 1882 έως το 1916 μετονομασμένη σε «Ροδοκανάκειο Ιερατική Σχολή».

Τη Μονή των Φλαβιανών, περιγράφει ο Γ. Ασκητόπουλος στο πόνημά του Ὑπόμνημα περὶ τῆς ἐν Φλαβιανοῖς Μονῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου ως εξής: Ή εν Φλαβιανοίς διάσημος και ιστορική Μονή του Προδρόμου απέχουσα δίωρον μεν τής Καισαρείας, εννεακόσια δε εννενήκοντα τέσσαρα Χμ. τής Κων/πόλεως, κείται εν ευφορωτάτω και γραφικώ τόπω, τον όποιον περιβάλλουσι άμπελοι και κήποι και καταρδεύουσι συνεχή ύδατα, πηγάζοντα έκ του Αργαίου. Διά τήν λαμπράν δε ύγιεινήν και δροσεράν αυτής τοποθεσίαν καθίσταται η Μονή αύτη καθ’ έκαστον έτος το θερινόν ενδιαίτημα των κατοίκων όλης τής πέριξ χώρας. Κατέστη δε ή Μονή των Φλαβιανών περίφημος, διότι συνεκέντρωσεν εν τω περιβάλω αυτής τα εκπαιδευτικά και φιλανθρωπικά καταστήματα τής Καππαδοκίας εις τέσσαρα περίλαμπρα και επιβλητικά μέγαρα, αναγερθέντα δια της γενναίας συμβολής ου μόνον των πλουσίων τέκνων, αλλά και δια του οβολού των φιλομούσων κατοίκων της Ανατολής και χρησιμεύοντα ως ορφανοτροφεία αμφοτέρων των φύλων, γυμνάσιον, κεντρικόν παρθεναγωγείον και διδασκαλείον…» Στο ίδιο βιβλίο, ο Γ. Ασκητόπουλος δεν κρύβει τον σεβασμό και τον θαυμασμό του προς τον Μητροπολίτη Παΐσιο Β΄, αναφερόμενος σ’ αυτόν με τα λόγια: Ό μεγαλουργός καί επιδέξιος πηδαλιούχος τής τών Καισαρέων Εκκλησίας Παΐσιος.

Δύο χρόνια αργότερα ο Πέτρος έλαβε το μοναχικό σχήμα μετονομασθείς Παΐσιος, ενώ το 1804 έγινε ηγούμενος της Μονής και δάσκαλος της Σχολής. Το 1832 η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου εξέλεξε τον Παΐσιο Μητροπολίτη Καισαρείας, υπέρτιμο των υπερτίμων και έξαρχο πάσης Ανατολής.

Στο Πατριαρχικό Σιγίλιο της εκλογής του (επί Πατριαρχίας Κωνσταντίου) χαρακτηρίζεται «θεοσεβής, δίκαιος, τῇ ἔξωθεν παιδείᾳ καὶ ἔσωθεν πεπαιδευμένος, ἐν πράξει καί λόγῳ κατά τό δυνατόν ἠσκημένος». Ο χαρακτηρισμός αυτός δεν υπερβάλλει στο παραμικρό.

Το ποιμαντικό και το φιλανθρωπικό του έργο ήταν τεράστιο. Έξω από τη Μονή των Φλαβιανών υπήρχαν πάντοτε σάκοι με ψωμιά ζυμωμένα από τους μοναχούς, προορισμένα για τους φτωχούς περαστικούς. Αγωνίστηκε με ζήλο για να αποτρέψει την προσηλυτιστική δράση των παπικών και προτεσταντών μισσιοναρίων που προσπαθούσαν να παρασύρουν τους Ρωμηούς, ενώ έλαβε μέριμνα για την ανέγερση ή επισκευή των ναών, για ίδρυση ορφανοτροφείων, σχολείων και παρθεναγωγείων, για την έκδοση βιβλίων, για τον διορισμό δασκάλων. Υπάρχουν αναφορές και για συγγραφικό του έργο, αλλά θα πρέπει να ερευνηθεί σε αρχεία και βιβλιοθήκες. Εκεί που αποδείχθηκε όμως ιδιαίτερα σημαντική η συμβολή του, ήταν στην επίλυση των δύσκολων προβλημάτων που αντιμετώπιζε κατά καιρούς το Πατριαρχείο, είτε με τις οθωμανικές κρατικές αρχές, είτε με τις ετερόδοξες κοινότητες του κράτους.

Ο απίστευτος τρόπος που έλυσε τη διαμάχη για τα νεκροταφεία του Μπαλουκλή, με τη βούλα, μάλιστα, του άναυδου σουλτάνου

Όταν επρόκειτο να συζητηθεί κάποιο περίπλοκο πρόβλημα, προσερχόταν με ένα σχοινί δεμένο στη μέση του. Ηταν αποφασισμένος να τον κρεμάσουν οι Τούρκοι

Το Πατριαρχείο επέλεγε σχεδόν σε κάθε δύσκολη κατάσταση να στείλει τον Παΐσιο για να το αντιπροσωπεύσει στον σουλτάνο. Και αυτό, τόσο εξαιτίας της σύνεσης και της σοφίας του, για την οποία τον σέβονταν και οι Τούρκοι, και πολλά προβλήματα έλυσαν χάρη στις συμβουλές του, αλλά και για το θάρρος του, ένα θάρρος που πραγματικά ξάφνιαζε. Ο Αγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης αναφέρει μια χαρακτηριστική λεπτομέρεια: όταν επρόκειτο να συζητηθεί κάποιο περίπλοκο πρόβλημα, προσερχόταν ενώπιον του σουλτάνου με ένα σχοινί δεμένο στη μέση του. Ήταν, λέει ο Άγιος, αποφασισμένος να τον κρεμάσουν οι Τούρκοι, ήταν σαν να προκαλούσε τον σουλτάνο, λέγοντάς του «Μην ψάχνεις σχοινί και χασομεράς· άμα θέλεις να με κρεμάσεις, έτοιμο το έχω το σχοινί».

Ενα χαρακτηριστικό περιστατικό όπου η σύνεση του Μητροπολίτη έλυσε ένα σοβαρό πρόβλημα του Πατριαρχείου, ήταν η διαμάχη που προέκυψε με τους Αρμενίους για τα νεκροταφεία του Μπαλουκλή. Οι Αρμένιοι ισχυρίζονταν ότι τους ανήκαν, έχοντας μάλιστα εξασφαλίσει την υποστήριξη του Μεγάλου Βεζύρη αλλά οι Έλληνες επέμεναν ότι ήταν δικά τους.

Ο σουλτάνος, μη θέλοντας να δυσαρεστήσει τον Βεζύρη, αλλά ούτε τον Πατριάρχη, βρέθηκε σε αδιέξοδο. Ρώτησε λοιπόν τους Ρωμηούς αν υπήρχε κάποιος δικός τους που να μπορεί να πει με βεβαιότητα σε ποιον ανήκαν τα νεκροταφεία. Οι Πατριαρχικοί του είπαν για τον Παΐσιο, διευκρινίζοντας όμως ότι η προχωρημένη του ηλικία δεν του επέτρεπε να κάνει ένα τέτοιο ταξίδι. Τότε ο σουλτάνος διέταξε να μεταφερθεί με την προσωπική του άμαξα, πράγμα που έγινε. Ο σουλτάνος του είπε πως είχε πληροφορηθεί απ’ όλους για τη σοφία του και τον ρώτησε αν ξέρει σε ποιόν πραγματικά ανήκουν τα νεκροταφεία του Μπαλουκλή, αφού η κάθε πλευρά υποστήριζε ότι ανήκαν σ’ αυτήν.

Αντί άλλης απαντήσεως, ο συνετός Ιεράρχης του αποκρίθηκε με μια παραβολική ιστορία:

 Κάποιος πατέρας είχε ένα μεγάλο κτήμα με κήπους, αλλά κάποτε τον σκότωσαν ληστές, που άρπαξαν την περιουσία του και πέταξαν στον δρόμο τα ορφανά του. «Σύμφωνα λοιπόν με τον νόμο του Κορανίου, πολυχρονεμένε», είπε τελειώνοντας, «για να αποδοθεί δικαιοσύνη, δεν νομίζεις πως πρέπει το κτήμα να επιστραφεί στους νόμιμους κληρονόμους;».
 «Οπωσδήποτε», αποκρίθηκε ο σουλτάνος. Πρέπει το κτήμα να αποδοθεί στα ορφανά και να τιμωρηθούν αυτοί που το άρπαξαν».
 «Το πιστεύεις αυτό;» τον ρώτησε ο Μητροπολίτης.
«Φυσικά και το πιστεύω», απάντησε ο σουλτάνος.
 «Μπορείς λοιπόν να το γράψεις και να μου το δώσεις, σφραγισμένο με τη βασιλική σου βούλα (σφραγίδα);».
 Ο σουλτάνος συμφώνησε και έκανε αυτό που του ζήτησε ο Παΐσιος, ο οποίος ζήτησε να υπογράψουν και οι σύμβουλοι του σουλτάνου, πράγμα που έγινε.

Μόλις ο ηλικιωμένος Μητροπολίτης πήρε στα χέρια του το φιρμάνι, είπε θαρρετά στον σουλτάνο:

«Με το χαρτί αυτό, πολυχρονεμένε μου, μου παραχωρείς όλα όσα οι πρόγονοί σου άρπαξαν με τη βία από τους προγόνους μου: την Πόλη και ολόκληρη τη Μικρά Ασία, απ’ άκρη σ’ άκρη!».
 Τινάχτηκε ο σουλτάνος, έκπληκτος και οργισμένος, αλλά ο γενναίος Ιεράρχης τον καθησύχασε ατάραχος.
 «Αδικα ταράζεσαι. Είμαι πολύ γέρος, ούτε τις δυνάμεις έχω, αλλά και ολομόναχος είμαι στο παλάτι. Δεν μπορώ λοιπόν να σε βλάψω. Πάρε πίσω τη βούλα σου λοιπόν, και διάταξε ν’ αποδοθεί το Μπαλουκλή στους Ρωμηούς, γιατί σ’ αυτούς ανήκει. Όλ’ αυτά ήταν ρωμαίικα».
 Ο σουλτάνος θαύμασε τη σοφία και την παλικαριά του γέροντα.

Έδωσε εντολή ν’ αποδοθεί στο Πατριαρχείο το Μπαλουκλή και διέταξε να οδηγήσουν τον Παΐσιο στη Μητρόπολή του ξανά με τη βασιλική άμαξα και με όλες τις τιμές.

ΑΓΙΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ, Ο ΚΑΤΑ ΠΝΕΥΜΑ ΔΙΑΔΟΧΟΣ

Ο Παΐσιος Β΄ εκοιμήθη το 1871, σε βαθύτατο γήρας. Ενταφιάστηκε στον νάρθηκα του ναού του Τιμίου Προδρόμου της Μονής Φλαβιανών και πολλοί τον αποκάλεσαν μέγα, για το έργο του και τη σοφία του.

Είχε χειροτονήσει εις διάκονο τον συγγενή του ιερομόναχο Αρσένιο, τον γνωστό μας μεγάλο Άγιο, ανάδοχο του Αγίου Παϊσίου του Αγιορείτου, και τον έστειλε στα Φάρασα, που ποτέ δεν τα είχε λησμονήσει.

Κατά τη μαρτυρία ενός γέροντα Φαρασιώτη, που παραθέτει ο Λάζαρος Μ. Κελεκίδης στο βιβλίο του «Τα Φάρασα της Καππαδοκίας», για τον Μητροπολίτη Παΐσιο οι παλαιότεροι έλεγαν ότι ήταν ο μεγάλος πατέρας και σύμβουλος των Φαρασιωτών, μέχρι που ήρθε στα Φάρασα ο Άγιος Αρσένιος.

Όταν τον έστειλε, ο Μητροπολίτης Παΐσιος ήδη ήταν προβεβηκώς στην ηλικία. Και οι παλαιοί Φαρασιώτες παραδέχονται ομόφωνα ότι έκανε την πιο σωστή επιλογή. Εστειλε στα Φάρασα έναν άξιο ποιμένα, που ζούσε ασκητική ζωή και έφτασε σε μέτρα αγιότητας.