Όταν συμπληρώθηκαν οι σαράντα μέρες που ο Μωσαϊκός Νόμος ορίζει για τον καθαρισμό της μητέρας ενός νεογέννητου (βλ. Λευ. 12, 2-4), η Υπεραγία Θεοτόκος και ο Ιωσήφ ο Μνήστωρ οδήγησαν το θείο Βρέφος στην Ιερουσαλήμ για να Το παρουσιάσουν στον Κύριο. Κάθε πρωτότοκο αγόρι, ανήκοντας δικαιωματικά στον Κύριο (βλ. Εξ. 13, 15), έπρεπε να Του αφιερωθεί στον Ναό και, κατά κάποιο τρόπο, να εξαγορασθεί με την θυσιαστική προσφορά ενός αμνού ενός έτους ή δύο τρυγονιών ή δύο περιστεριών για τις φτωχές οικογένειες (Λευ. 12, ). Ο Κύριος του ουρανού και της γης και ο Νομοθέτης του λαού Του Ισραήλ, Αυτός που δεν ήλθε να καταλύσει τον Νόμο αλλά να τον πληρώσει (Ματθ. 5, 17), προσλαμβάνοντας στην δική Του υπόσταση την εκ της παρακοής θνητή μας φύση, την αποκαθιστά με την έλευσή Του στον κόσμο, γινόμενος ο Ίδιος υπάκουος σε όλα τα προστάγματα του Νόμου. Πηγή κάθε δωρεάς και κάθε χάριτος, γίνεται ο ταπεινότερος και ο πτωχότερος ανάμεσά μας. Υποτάσσεται στον Νόμο, που Εκείνος μας έδωσε και που εμείς οι άνθρωποι δεν έχουμε παύσει να παραβιάζουμε, δείχνοντάς μας με τον τρόπο αυτό, ότι η υπακοή είναι η μόνη οντολογική, προσωπική και εκκλησιαστική οδός της συμφιλίωσής μας με τον Θεό. Παρόλο που, μήτε Εκείνος μήτε η άμωμη Μητέρα Του, είχαν ανάγκη καθαρισμού, την όγδοη ημέρα υπέβαλε την Σάρκα Του στην περιτομή και περίμενε κατόπιν στην Βηθλεέμ να περάσει το καθορισμένο διάστημα για να παρουσιάσει στον Ναό της δόξης Του αυτό το Σώμα που προσέλαβε, για να το καταστήσει νέο, τέλειο Ναό της Θεότητάς Του. Αυτός ο απρόσιτος και απερινόητος Θεός συγκαταβαίνει να ανταλλαγεί με την προσφορά των πτωχών: τα περιστέρια και τα τρυγόνια, χαρακτηριστικά σύμβολα της αγνότητας, της ειρήνης και της αθωότητας που ο φιλάνθρωπος Σωτήρας μας ήλθε στον κόσμο για να μας φέρει με την οδό και τον τρόπο της θείας Του κένωσης και ταπείνωσης.
Φθάνοντας στον Ναό, τους υποδέχθηκε ο αρχιερέας Ζαχαρίας, πατέρας του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, ο οποίος απρόσμενα οδήγησε την Θεοτόκο στον τόπο τον προορισμένο για τις παρθένες. Την στιγμή εκείνη, έφθασε και στον Ναό ένας άνθρωπος ονόματι Συμεών. Δίκαιος και ευλαβής τηρητής των εντολών του Θεού, περίμενε εδώ και πάρα πολλά χρόνια την εκπλήρωση της Προφητείας που του είχε εμπνεύσει από παλιά το Άγιο Πνεύμα· ότι δηλαδή δεν θα πέθαινε, πριν δει και αγγίξει τον Σωτήρα Χριστό. Ο γέροντας αυτός, που στο πρόσωπό του εικονιζόταν η απ’ αιώνος ιερή προσδοκία του Ισραήλ, έτεινε τότε τους βραχίονές του, με τα χέρια του καλυμμένα από τις πτυχές του ιματίου του, για να δεχθεί τον Σωτήρα, όπως επί ενός χερουβικού θρόνου και, ευχαριστώντας τον Θεό, είπε: «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν Σου, Δέσποτα, κατὰ τὸ ῥῆμά Σου ἐν εἰρήνῃ· ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν Σου» (Λουκ. 2, 29). Η Διαθήκη του Ισραήλ που ακυρώθηκε διά της παρουσίας του Χριστού και ο σκοτεινός Νόμος ζητούσαν, διά μέσου του πρεσβύτερου Συμεών, να αποσυρθούν μπροστά στο φως της Χάριτος. Ο γέροντας αυτός, βλέποντας και αγγίζοντας τον Σωτήρα που είχαν αναγγείλει και προετοιμάσει οι Δίκαιοι και οι Προφήτες από αιώνες, μπορούσε πια να ζητήσει με παρρησία από τον Θεό να τον λυτρώσει από τα δεσμά της σαρκός και της φθοράς, για να κάνει τόπο στην αιώνια νεότητα της Εκκλησίας. Ανήγγελλε έτσι επίσημα την κατάργηση όλων των παλαιών προτυπώσεων και απάγγελνε την έσχατη προφητεία όσον αφορά τον Σωτήρα, προλέγοντας στην Μητέρα Του, ότι το Πάθος Του και η ζωοποιός Ανάστασή Του θα είναι σημείο αντιλεγόμενο το οποίο θα επιφέρει την πτώση των ασεβών αλλά και την ύψωση όσων θα πιστέψουν ειλικρινά σ’ Αυτόν (Λουκ. 2, 34-35).
Οι παρευρισκόμενοι φαρισαίοι, ακούγοντας τέτοιες αποκαλύψεις και έξαλλοι που έβλεπαν την Θεοτόκο Μαρία να ίσταται Πρώτη μεταξύ των παρθένων, έσπευσαν να αναφέρουν όλα τα συμβάντα στον βασιλιά Ηρώδη. Εκείνος κατάλαβε ότι αυτό το Παιδί πρέπει να ήταν ο νέος βασιλέας για τον οποίον του είχαν κάνει λόγο οι Μάγοι που είχαν ακολουθήσει το Αστέρι από την Ανατολή και έστειλε αμέσως στρατιώτες να Το θανατώσουν. Προειδοποιημένοι εγκαίρως η Μαρία και ο Ιωσήφ, άφησαν την πόλη και κατέφυγαν στην Αίγυπτο, οδηγημένοι από Άγγελο Κυρίου. Κατά την Παράδοση, δεν επέστρεψαν παρά μετά από δύο χρόνια στην Ναζαρέτ της Γαλιλαίας. Και το Παιδί μεγάλωνε ήσυχα, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για την δημόσια αποστολή Του.
Σύμφωνα με μια Παράδοση που αναφέρουν αρχαίοι χρονογράφοι, ο δίκαιος και άγιος γέροντας Συμεών καταγόταν από την Αίγυπτο και ήταν μεταξύ των Εβδομήκοντα σοφών και περισπούδαστων Εβραίων που επελέγησαν κατά τους χρόνους του φαραώ Πτολεμαίου Φιλαδέλφου (285–246 π.Χ.) για να μεταφράσουν στα Ελληνικά την εβραϊκή Βίβλο, και ήταν επιφορτισμένος ειδικά με την μετάφραση του Προφήτου Ησαΐα. Πρέπει να σημειωθεί ότι Παράδοση αυτή έχει αξία συμβολική παρά πραγματική, αφού προϋποθέτει αυστηρά ότι ο Συμεών πρέπει να είχε φθάσει σε ηλικία τουλάχιστον 270 ετών κατά την εποχή της έλευσης του Χριστού. Δεν γίνεται δεκτή όμως από τον άγιο Νικόδημο και τους περισσότερους των Πατέρων· την μεταφέρουμε ωστόσο εδώ, διότι ανακαλεί εν είδει εικόνας την καθαρά ορθόδοξη ερμηνεία της Προφητείας αυτής του Ησαΐα. Κατ’ άλλους, ο Συμεών φέρεται ως υιός του Χιλλέλ και πατέρας του Γαμαλιήλ, εκείνου του πάνσοφου διδασκάλου του αγίου Αποστόλου Παύλου (βλ. Πράξ. 22, 3). Η καθιερωμένη Παράδοση αναφέρει, όμως, ότι ο άγιος Συμεών δεν ήταν ούτε ιερέας ούτε φαρισαίος, αλλά ένας άνθρωπος δίκαιος και ευσεβής, ηλικίας περίπου 112 χρόνων. Όταν, λοιπόν, έφθασε ο Συμεών στο περίφημο εδάφιο όπου ο Προφήτης αναγγέλλει την εκ Παρθένου γέννηση του Χριστού λέγοντας: «Ἰδοὺ ἡ Παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει, καὶ τέξεται Υἱόν, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα Αὐτοῦ Ἐμμανουήλ» (Βλ. Ησ. 7, 14), εντελώς αμήχανος, πήρε το μαχαιρίδιο για να ξύσει προκειμένου να απαλείψει την λέξη «παρθένος» και να την αντικαταστήσει με την λέξη «νεανίς». Την στιγμή εκείνη όμως, Άγγελος Κυρίου τού φανερώθηκε και τον εμπόδισε να αλλάξει το ιερό κείμενο, εξηγώντας του ότι αυτό που του φαινόταν αδύνατον ήταν στην πραγματικότητα μια κρίσιμη και βαρυσήμαντη Προφητεία για την έλευση στον κόσμο του Υιού του Θεού και, για του λόγου το αληθές, του υποσχέθηκε ότι δεν θα τον έβρισκε ο θάνατος έως ότου δει και αγγίξει τον Μεσσία, Αυτόν, τον εκ της Παρθένου γεννηθέντα. Όταν, μετά από χρόνους πολλούς, ο Χριστός οδηγήθηκε από την Υπεραγία Θεοτόκο στον Ναό της Ιερουσαλήμ. Πνεύμα Κυρίου αποκάλυψε στον πρεσβύτερο Συμεών ότι η πολυπόθητη ώρα να εκπληρωθεί η παλαιά υπόσχεση είχε πια φθάσει. Ωθούμενος από το Ίδιο το Άγιο Πνεύμα ο άνθρωπος του Θεού, ο Θεοδόχος Συμεών, έσπευσε στον Ναό και, παίρνοντας το Παιδί στην αγκαλιά του, μπορούσε πια να πει στον Θεό με όλη την καρδιά του, μέσα σε μια άφραστη κατάσταση ιερής συγκίνησης και μέθεξης: «Άσε πια τον δούλο Σου να φύγει, Δέσποτα Κύριέ μου, σύμφωνα με τον λόγο της υπόσχεσής Σου, τώρα που είδα με τα ίδια μου τα μάτια τον Σωτήρα» που έστειλες όχι μόνο στον Ισραήλ, αλλά και σ’ ολάκερο τον κόσμο (πρβλ. Λουκ. 2, 29). Και όντως, εκοιμήθηκε εν ειρήνη λίγες μέρες αργότερα. Τα λείψανά του τιμώνταν στην Κωνσταντινούπολη στον Ναό του Αγίου Ιακώβου που κτίσθηκε την εποχή του αυτοκράτορα Ιουστίνου.
Μια γυναίκα ονόματι Άννα, από την φυλή Ασήρ –προχωρημένης ηλικίας και γνωστή σε όσους σύχναζαν στον Ναό, γιατί μετά από επτά χρόνια γάμου είχε χηρεύσει πρόωρα και, έκτοτε, υπηρετούσε εκεί διαρκώς τον Θεό, αναμένοντας την έλευση του Μεσσία με νηστεία και προσευχή–, προχώρησε και αυτή προς το Παιδίον και άρχισε να δοξάζει τον Θεό, αναγγέλλοντας σε όλους με θείους και πύρινους λόγους την λύτρωση του Ισραήλ. Αν ο γέροντας Συμεών ήταν η ζωντανή εικόνα του παλαιού Ισραήλ, της Παλαιάς Διαθήκης, που ανέμενε την έλευση του Μεσσία για να εξαφανισθεί και να κάνει τόπο στο φως και στην αλήθεια του Ευαγγελίου, η αγία προφήτιδα Άννα αντιπροσώπευε από την δική της μεριά τον χορό εκείνων των αγίων χηρών, παρθένων και μοναχών που αποτάσσονται κάθε κοσμική μέριμνα για να παραμείνουν μέσα στον Ναό του Κυρίου, προσφέροντας με νηστείες, ύμνους και προσευχές, την φλογερή τους αναμονή για την μυστική έλευση του Σωτήρα. Και όταν, όπως η Άννα και ο Συμεών, θα έχουν δει και αυτοί με τα μάτια τους και θα έχουν αγγίξει με τις πνευματικές τους αισθήσεις τον Χριστό που θα έχει έλθει να σκηνώσει εντός τους, θα αναγγείλουν τότε σε όλους τους ανθρώπους, με χαρά και με βεβαιότητα, ότι ο Σωτήρ δεν παύει ποτέ να έρχεται σε αυτόν τον κόσμο, ως «Φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καὶ δόξαν λαοῦ Ἰσραήλ» (Λουκ. 2, 32), του περιούσιου λαού της Εκκλησίας Του.
Η εορτή αυτή της Υπαπαντής του Κυρίου – ήταν ήδη γνωστή από τον 4ο αιώνα στα Ιεροσόλυμα, όπου εορταζόταν στις 14 Φεβρουαρίου για να συμπίπτει με την τεσσαρακοστή ημέρα από την Γέννηση του Χριστού που εορταζόταν τότε στις 6 Ιανουαρίου. Εισήχθη στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό το 542 και κατατάχθηκε τότε μεταξύ των δεσποτικών εορτών. Όμως, παρά το γεγονός ότι είναι δεσποτική εορτή, η «Υπαπαντή» διατηρεί τον χαρακτήρα και την λειτουργική τάξη θεομητορικής εορτής. Ως εκ τούτου, δεν παραλείπεται η ακολουθία της Αναστάσεως εάν τύχει ημέρα Κυριακή· εάν τύχει δε ημέρα νηστείας (Τετάρτη ή Παρασκευή), γίνεται μόνο κατάλυση ιχθύος.