Aφιέρωση — (η γιορτή της Υπαπαντής)

Σαν πίδακες ζωντανού νερού ξεπηδούν μέσα από τα γεγονότα της ιστορίας του Θεού, που έγιναν γιορτές της Εκκλησίας, οι αλήθειες, που λυτρώνουν και δροσίζουν την ψυχή μας. Φθάνει εμείς να σκύψουμε με την αγωνία της σωτηρίας και να σκάψουμε με τη λαχτάρα του ουρανού μέσα στην ιστορία τους, να γονατίσουμε μπροστά τους με ανοιχτό το Ευαγγέλιο και να τα γιορτάσουμε με το Πνεύμα το Άγιο μέσα στην Εκκλησία. Κι ο Θεός, που ήλθε στην ιστορία μας και μπήκε στη ζωή μας, μας ελκύει στην ιστορία Του και μας ενώνει με τη ζωή Του, με μια θεία δύναμη μας εντάσσει μέσα στο σωτήριο σχέδιό Του. Μια τέτοια φλέβα χαρίτων είναι η γιορτή της Υπαπαντής, με την οποία τιμούμε τη Θεομήτορα, αλλά και τον Δεσπότη·
την Παναγία Μητέρα, που προσάγει στο ναό τον Ιησού, σαραντάμερο βρέφος και τον Θεάνθρωπο Κύριό μας, που προσφέρεται στον Θεό ως πρωτότοκος. Μας παρασύρει συνήθως η πρώτη όψη της γιορτής, η εικόνα της Θεοτόκου, που κρατώντας στην αγκαλιά Της τον Ιησού μπαίνει στο ναό – καθώς ανταποκρίνεται στο πολύ γνωστό μας ανθρώπινο και συγκινητικό γεγονός του σαραντισμού — και καλύπτει αυτή όλη τη γιορτή. Αλλά ο σαραντισμός της Θεοτόκου είναι εντελώς τυπικός, εφόσον η παρθένος Μαρία δεν έχει ανάγκη από καθαρισμό. Αποτελεί, βέβαια, οπωσδήποτε γεγονός σωτηρίας και λόγω εορτής, για μας ότι «νηπιάζει ο Παλαιός των ημερών και καθαρσίων κοινωνεί ο καθαρώτατος Θεός», διότι έτσι πιστοποιεί ότι έγινε άνθρωπος για χάρη μας και πήρε πάνω Του την ανθρώπινη φύση, για να τη λυτρώσει. Μέσα όμως από τα σπλάγχνα της γιορτής, από την ουσία της κι όχι από τον τύπο της, ξεπηδά ένα άλλο εξίσου μεγάλο και συνάμα ιδιαίτερο, για τη γιορτή και μοναδικό σ΄ αυτήν μήνυμα: Η αφιέρωση. Είχε ορίσει ο Θεός, όταν έσωσε το λαό Του από τη σκλαβιά των Φαραώ μ΄ εκείνη τη φοβερή σφαγή όλων των πρωτοτόκων των Αιγυπτίων, να του προσφέρουν οι Ισραηλίτες σε ανάμνηση και για ευγνωμοσύνη κάθε πρωτότοκο αρσενικό, δηλαδή το πρώτο αρσενικό που γεννιόταν. Και τα μεν ζώα τα πρόσφεραν θυσία στο ναό, τους δε πρωτότοκους υιούς τούς απήλασσαν από την προσφορά πληρώνοντας γι΄ αυτούς ένα συμβολικό ποσό στους Λευϊτες (Εξ. 13, 12-16· Αρ. 18, 15-18). Σύμφωνα μ΄ αυτό το νόμο η Παναγία παρουσίασε τον Ιησού στο ναό και ο Ιησούς αφιέρωσε ως άνθρωπος τον εαυτό Του στον Θεό. Και είναι αξιοσημείωτο ότι ο ευαγγελιστής Λουκάς, που περιγράφει το περιστατικό, δεν αναφέρει ότι καταβλήθηκαν τα καθορισμένα, για τον πρωτότοκο λύτρα. Η αφιέρωση του Ιησού δεν εξαγοράσθηκε· υπήρξε τέλεια, ολοκληρωτική ζωντανή. Το γεγονός αυτό, που αποτελεί την ουσία της γιορτής της Υπαπαντής, σημειώνει ένα νέο καθεστώς, για τον νέο Ισραήλ, τον καινούργιο λαό του Θεού, τους πιστούς της Καινής Διαθήκης. Όλοι όσοι πιστεύουμε πλέον στον Υιό του Θεού και γινόμαστε μέλη στο σώμα Του και συνιστούμε την Εκκλησία Του, όλοι θεωρούμαστε πρωτότοκοι και ανήκουμε στον Κύριο. Η αφιέρωσή μας συντελείται την ιερή ώρα του βαπτίσματος, αφού δηλώσουμε με την ελεύθερη θέλησή μας ότι αποτασσόμαστε το σατανά και συντασσόμαστε τον Χριστό και η σφραγίδα, που δείχνει πάνω μας ότι είμαστε ιδιοκτησία του Θεού, είναι το χρίσμα, που παίρνουμε από το Πνεύμα το Άγιο. Με τα μυστήρια αυτά μετέχουμε στη ζωή του Χριστού και συμμετέχουμε στην αφιέρωσή Του προσφέροντας κι εμείς τον εαυτό μας με την υποταγή του θελήματός μας. Έτσι, όλοι οι χριστιανοί είναι αφιερωμένοι, «άγιοι τω Κυρίω», κτήμα και περιουσία του Θεού. Αλλά, βέβαια, ο Θεός, που ζητά την αφιέρωσή μας, δεν την ζητά από κάποια ανάγκη· «ανενδεές γαρ το θείον». Την ζητά, για να δώσει σε μας το δικαίωμα, το προνόμιο, την ευλογία και την εξουσία να γίνουμε συνεργάτες Του στο μεγάλο έργο της σωτηρίας και του αγιασμού μας, να γίνουμε συνεταίροι στην ευλογημένη εταιρεία Του, την Εκκλησία, με την οποία δωρεάν φωταγωγεί τον κόσμο με το φως της αλήθειας, υδρεύει την πλάση με το νερό της χαράς, χορηγεί στην ανθρωπότητα αιώνια ζωή. Αφιερώνοντας ο άνθρωπος τον εαυτό του στον Θεό, δίνει ένα παλιό κι άσχημο σκεύος και παίρνει ένα καινούργιο κι ωραίο. Μέσα στη ύπαρξή του αρχίζουν να κυλούν οι χυμοί της θεότητος, που του χαρίζουν ειρήνη και την ώρα της πιο φρικτής δοκιμασίας. Και αφιερώνω τον εαυτό μου στον Θεό δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά υπακούω στο νόμο Του, αγωνίζομαι για τη βασιλεία Του, δοξάζω με τη ζωή μου το άγιο όνομά Του. Μ΄ αυτόν τον τρόπο γίνομαι συνεργάτης και συνεταίρος Του και παίρνω την τιμή και τη δόξα να Του μοιάζω όλο και περισσότερο, μέχρις ότου αξιωθώ να γίνω τέλεια και ολοκληρωμένα κοινωνός της θείας δόξης. Εν τούτοις, εκτός από τη γενική αφιέρωση των πιστών, που είναι ο κανόνας μέσα στην Εκκλησία, υπάρχει και η ειδική των ψυχών, που παρουσιάζεται σαν έκτακτο χάρισμα. Όπως παράλληλα με τη γενική ιερωσύνη, που έχουν όλοι οι πιστοί, το «βασίλειον ιεράτευμα» του Κυρίου, υπάρχει η ειδική ιερωσύνη των ιερέων, που λαμβάνουν τη χάρη να τελούν τα μυστήρια, έτσι ορισμένες ψυχές δέχονται την κλήση και παίρνουν το χάρισμα, για μια ειδική αφιέρωση. Θέτουν τον εαυτό τους άνευ όρων και άνευ διεκδικήσεων στο έργο του Θεού, αφοσιώνονται ολοτελώς στην υπόθεσή Του και κάνουν μοναδικό μέλημά τους τον ευαγγελισμό και τον αγιασμό του κόσμου. Και ενώ η γενική αφιέρωση είναι θέμα της σωτηρίας μας και αποτελεί παράγγελμα του Κυρίου για όλους μας, η ειδική αφιέρωση είναι θέμα της εκλογής του Θεού και το μόνο, που απαιτεί είναι, για μεν τον ίδιο τον άνθρωπο να διακρίνει και να καταλάβει τι ο Θεός θέλει από αυτόν, για τους άλλους δε γύρω του να μη αποδοκιμάσουν και καταφρονήσουν την κλήση του. Διότι το χάρισμα της αφιερώσεως όχι απλώς δεν είναι αποτυχία, όπως το θεωρούν οι κοσμικοί άνθρωποι, που ξέρουν να κρίνουν μόνο με τα ψεύτικα μέτρα αυτού του κόσμου, αλλά είναι το πιο επιτυχημένο έργο, με το οποίο μπορεί ο άνθρωπος να υπηρετήσει τον συνάνθρωπο και την κοινωνία. Ο κόσμος, πράγματι, δεν είναι δυνατόν να σωθεί ούτε από τους μηχανικούς, ούτε από τους γιατρούς, ούτε από τους δικηγόρους. Άλλα είναι εκείνα, που του σφίγγουν το λαιμό, άλλα εκείνα, που του μαχαιρώνουν την καρδιά, άλλα εκείνα, που του σκοτεινιάζουν τη ζωή. Ο κόσμος έχει ανάγκη από αποστόλους και ιεραποστόλους, από ιερουργούς και διδασκάλους, που θα του φέρουν το μήνυμα της αληθινής ειρήνης, θα τον αναστήσουν και θα τον αναγεννήσουν εν Χριστώ. Αυτοί σαν μηχανικοί και αρχιτέκτονες της χάριτος κατασκευάζουν το δρόμο για τη βασιλεία του Θεού και στήνουν τη γέφυρα, για τον ουρανό· σαν γιατροί και θεραπευτές φέρνουν τα φάρμακα της σωτηρίας και ασχολούνται με την ιατρεία όχι των σωμάτων, αλλά των ψυχών· σαν δικηγόροι και πολιτικοί βοηθούν στη συνδιαλλαγή ανθρώπων του Θεού και εξηγούν το νόμο Του, που μας δικαιώνει. Σε σύγκριση με όλα τα επαγγέλματα του κόσμου, το χάρισμα της αφιερώσεως υπερέχει όσο ο ουρανός από τη γη κι όσο η αιωνιότητα από την προσωρινότητα, διότι αυτό επαγγέλλεται στην ανθρωπότητα αγαθά αιώνια και άφθαρτα. Αλλά για να μπορέσουμε να δεχθούμε αυτή την αλήθεια, πρέπει προηγουμένως να καταλάβουμε την άλλη βασική αλήθεια, που μας αποκαλύπτει η γιορτή της Υπαπαντής· ότι όλοι οι πιστοί, εφόσον βαπτισθήκαμε στο όνομα του τριαδικού Θεού, είμαστε αφιερωμένοι στον Κύριο και οφείλουμε να Του δώσουμε την πρώτη θέση στην καρδιά μας. Είμαστε οι «πρωτότοκοι» της ανθρωπότητος, που μέσα στη στρατευομένη Εκκλησία αγωνιζόμαστε να μιμηθούμε τον Κύριό μας, για να συνταχθούμε μία ημέρα με τη θριαμβεύουσα Εκκλησία, την οποία ο Απ. Παύλος ονομάζει «εκκλησία πρωτοτόκων εν ουρανοίς απογεγραμμένων» (Εβρ. 12: 23). «Μας διάλεξε ο Αθάνατος μεσ΄ απ΄ τα πλήθη των γενιών και των καιρών», κι εμείς δεχθήκαμε την κλήση Του και γίναμε δικοί Του. Μας εξαγόρασε από το θάνατο και τη φθορά με το πολύτιμο αίμα του Υιού Του, και δεν ανήκουμε στον κόσμο ούτε στον εαυτό μας. Μας έσωσε από τη σκλαβιά των παθών και της αμαρτίας και είμαστε απελεύθεροι και δούλοι Του. Προσφέρουμε, λοιπόν, τον εαυτό μας μια θυσία ζωντανή ενώπιόν Του, θυσία της ελευθερίας μας στην αγάπη Του, για να μένουμε αληθινά ελεύθεροι και αιώνια χορτασμένοι στη αγκαλιά Του.

Του αείμνηστου Στεργίου Σάκκου, Ομοτ. Καθηγητού Α.Π.Θ.