Πολλές φορές απορούμε που κάποιοι από τους Πατέρες μας σιωπούν μ’ εμάς και με ό,τι περνούμε σαν άνθρωποι, αλλά ίσως να μην αναρωτηθούμε ποτέ κατά πόσο εμείς μπορούμε και θέλουμε στ’ αλήθεια να βαστάξουμε τον εν Πνεύματι λόγο, που ενδεχομένως να ήθελαν να εκφέρουν πατρικά για τη ζωή και πορεία μας.
Είναι εξαιρετικά λεπτό και κρίσιμο το θέμα. Αν σκεφτεί κανείς ότι η άφεση των αμαρτιών που παρέχεται πλούσια και αδαπάνητα στο Μυστήριο της Μετανοίας και Εξομολογήσεως είναι μια ασύγκριτα πιο «εύκολη υπόθεση» από το να πραγματωθεί η υπακοή του Χριστού στη ζωή μας.
Η άφεση ως ανεκτίμητη δωρεά του Θεού είναι αναγκαία και κατά κάποιο τρόπο αναμενόμενη και «δεδομένη», μια και είναι η ευλογημένη αρχή που ούτως ή άλλως προσφέρεται προς όλους:
ένας άνθρωπος που περνάει το κατώφλι του σπιτιού του και πορεύεται για να συναντήσει τον Πνευματικό του, μυστικά, ήδη έχει λάβει άνωθεν το μισθό και την ευλογία της θεϊκής αγάπης, η οποία εκφράζεται ως άφεση, και η οποία πιστοποιείται στο τέλος με την Ευχή της Συγχωρήσεως που διαβάζει σε αυτόν ο ιερέας.
Η υπακοή όμως στο άγιο θέλημα του Θεού, έτσι όπως αυτό εκφράζεται μέσα στο Μυστήριο δια της προσευχής και του λόγου του Πνευματικού, είναι κάτι άλλο, κάτι μαρτυρικά ανώτερο: είναι η έμπρακτη συνέχεια του Μυστηρίου, αυτή που κομίζει πραγματική ωφέλεια, αληθινούς καρπούς σωτηρίας και δράγματα αισθαντικού αγιασμού στις ψυχές. Όλες οι μεγάλες ανατροπές που φέρνει η αγάπη του Θεού, όλα τα διανοίγματα και οι φανερώσεις των μυστηρίων, όλα τα θαύματα που αναμένει καρτερικά η ψυχή μας, έχει παρατηρηθεί ότι έρχονται μετά από τη μεγαλειώδη βία που συντελείται μέσω της υπακοής.
Σήμερα όμως, οι περισσότεροι από μας, άλλος λίγο–άλλος πολύ, είμαστε πειθήνια τέκνα του πνεύματος της απείθειας και της αποστασίας, της σχετικής ή κυριολεκτικής απομάκρυνσης από το Θεό, με οδηγό την ακατάβλητη λογική για όλους και για όλα.
Πολλές από τις διαθέσεις, τα λόγια και τις πράξεις μας αρνούνται ή φυγαδεύουν ουσιαστικά τη θεία Χάρη που διαφυλάττει και σώζει όλο τον άνθρωπο. Και προκειμένου να εκθέσουμε άσχημα, σε βαθμό κατακρίματος τους εαυτούς μας στο αιώνιο θέλημα του Θεού, δεν είναι λίγοι εκείνοι οι Πνευματικοί που επιλέγουν συνειδητά να σιωπήσουν οι ίδιοι και, μάλιστα να επικριθούν από την επιπόλαιη αντίληψή μας γι’ αυτό, παρά να πουν ή να φανερώσουν κάτι το οποίο θα μένει αναπάντητο και ανεφάρμοστο από την καρδιά μας, που θέλει συνεχώς να ακολουθεί μια πνευματικά λιγότερο συνετή ζωή, με όσο γίνεται λιγότερα «φορτία» ενταλμάτων ή συμβουλών.
Κερδίζει επομένως έδαφος η σιωπή των Πατέρων, που είναι μια άλλη μορφή αρχοντιάς και αγάπης, αλλά αυτό το γεγονός καθεαυτό δεν σημαίνει ότι αυτοί αμεριμνούν και αδιαφορούν για μας.
Η δική τους κατά Θεό αγάπη και συγκατάβαση μπορεί και σκεπάζει εκούσια τη δική μας ανταρσία που είναι βαθειά ριζωμένη μέσα μας· μέχρι να μας επισκεφθεί και να εδραιωθεί μέσα μας η πνευματική γνώση και ωριμότητα μέσω των αναπόφευκτων παθημάτων του βίου. Δεν είναι υπερβολή ούτε σχήμα λόγου ότι οι επιλογές ενός εκάστου εξ ημών, τα μέτρα και οι δυνατότητες του σύγχρονου καθημερινού μας βίου, ως συνήθως απωθούν τη μέγιστη ωφέλεια που κρύβεται στην αγία υπακοή, η οποία έχει χριστολογικό και χριστομιμητικό χαρακτήρα.
Οι πραγματικοί όμως Πατέρες, σεβόμενοι την ελευθερία και την ιδιαιτερότητα του κάθε προσώπου, δεν επικρίνουν και δεν μέμφονται κανένα· παρά μόνο συμπάσχουν ανέκφραστα μαζί μας σε αυτήν την αδυναμία ή την άρνηση που επιφυλάσσει ο εύπτωτος εαυτός μας, ευχόμενοι ακατάπαυστα να εμφορηθούμε από τη θεϊκή αγάπη, που είναι η μόνη που με μυστικούς και ανερμήνευτους τρόπους μπορεί να μας ικανώνει ολοκληρωτικά στον πνευματικό μας αγώνα, στην οδό της σωτηρίας