Δὲν ὑπάρχει πιὸ κρύο πράγμα ἀπὸ τὸν χριστιανὸ ποὺ δὲν σώζει ἄλλους. Δὲν μπορεῖς ἐδῶ νὰ ἐπικαλεσθεῖς τὴν φτώχια, διότι θὰ σὲ κατηγορήσει ἡ χήρα ποὺ κατέβαλε τὰ δύο λεπτά…
Δὲν μπορεῖς νὰ ἐπικαλεστεῖς τὴν ταπεινή σου καταγωγή, διότι καὶ οἱ ἀπόστολοι ἦταν ἄσημοι καὶ κατάγονταν ἀπὸ ἀσήμους. Δὲν μπορεῖς νὰ προβάλεις τὴν ἀγραμματοσύνη σου κι ἐκεῖνοι ἦταν ἀγράμματοι.
Ἀκόμη κι ἂν εἶσαι δοῦλος, κι ἂν εἶσαι δραπέτης, θὰ μπορέσεις νὰ ἐκπληρώσεις τὸ καθῆκον σου, διότι καὶ ὁ Ὀνήσιμος τέτοιος ἦταν. Κοίταξε ὅμως ποὺ τὸν καλεῖ καὶ σὲ τί ὑψηλὸ ἀξίωμα τὸν ἀνεβάζει ὁ ἀπόστολος «ἴνα κοινωνῆ μοί», λέγει, «ἐν τοῖς δεσμοίς μου». Δὲν μπορεῖς νὰ προφασισθεῖς τὴν ἀσθένεια, διότι καὶ ὁ Τιμόθεος τέτοιος ἦταν, εἶχε «πυκνᾶς ἀσθενείας»…
Δὲν βλέπετε τὰ δένδρα τὰ ἄκαρπα πὼς εἶναι γερά, πὼς εἶναι ὡραῖα, μεγάλα, λεία καὶ ψηλά; Ἀλλὰ ἂν εἴχαμε κῆπο, θὰ προτιμούσαμε νὰ ἔχουμε ροδιὲς καὶ ἐλιὲς καρποφόρες παρὰ αὐτά, διότι αὐτὰ εἶναι γιὰ τὴν τέρψη καὶ ὄχι γιὰ τὴν ὠφέλειά μας ἐλάχιστα ὠφελοῦν. Τέτοιοι εἶναι οἱ χριστιανοὶ ποὺ φροντίζουν μόνο γιὰ τὰ δικά τους, ἡ μᾶλλον οὔτε τέτοιοι, διότι αὐτοὶ εἶναι γιὰ τὴν φωτιά, ἐνῶ τὰ καλλωπιστικὰ δένδρα χρησιμοποιοῦνται καὶ γιὰ τὴν οἰκοδόμηση καὶ γιὰ τὴν ἀσφάλεια τῶν ἰδιοκτητῶν.
Τέτοιες ἦταν καὶ οἱ πέντε παρθένες, ἁγνὲς βέβαια καὶ κόσμιες καὶ σώφρονες, ἀλλὰ σὲ κανέναν χρήσιμες, γι’ αὐτὸ καὶ κατακαίονται. Τέτοιοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ δὲν ἔθρεψαν τὸν Χριστό. Πρόσεξε ὅτι κανεὶς ἀπ’ αὐτοὺς δὲν κατηγορεῖται γιὰ προσωπικὰ του αμαρτήματα, δὲν κατηγορεῖται ὅτι πόρνευσε οὔτε ὅτι ἐπιόρκησε, καθόλου, ἀλλὰ ὅτι…
δὲν ὑπῆρξε χρήσιμος στὸν ἄλλο…
Πῶς εἶναι χριστιανὸς τέτοιος ἄνθρωπος; Πές μου, ἂν τὸ προζύμι πού ἀνακατεύεται μὲ τὸ ἀλεύρι δὲν μεταβάλλει στὴ δική του φύση ὅλο τὸ φύραμα, εἶναι προζύμι; Καὶ ἀλήθεια, τὸ μύρο πού δὲν γεμίζει εὐωδιὰ ἐκείνους πού πλησιάζουν θὰ τὸ ὀνομάζαμε μύρο;
Μὴν πεῖς μου εἶναι ἀδύνατο νὰ παρακινήσω ἄλλους. Ἂν πράγματι εἶσαι Χριστιανός, ἀδύνατο εἶναι τὸ νὰ μὴ συμβαίνει αὐτό. Ὅπως αὐτὰ ποὺ βλέπουμε στὴ φύση εἶναι ἀναντίρρητα, ἔτσι καὶ τοῦτο διότι στὴ φύση τοῦ Χριστιανοῦ βρίσκεται τὸ πράγμα. Μὴν ὑβρίζεις τὸν Θεό. Ἂν πεῖς ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ φωτίζει ὁ ἥλιος, τὸν ὕβρισες. Ἂν πεῖς ὅτι ὁ Χριστιανὸς δὲν μπορεῖ νὰ ὠφελεῖ, ὕβρισες τὸν Θεὸ καὶ τὸν εἶπες ψεύτη. Διότι εἶναι εὐκολότερο νὰ μὴ θερμαίνει καὶ νὰ μὴ χύνει φῶς ὁ ἥλιος, παρὰ νὰ μὴ φωτίζει ὁ χριστιανός… εἶναι εὐκολότερο νὰ γίνει σκοτάδι τὸ φῶς, παρὰ νὰ συμβεῖ αὐτό. Μὴ λές, λοιπόν, εἶναι ἀδύνατο, διότι ἀδύνατο εἶναι τὸ ἀντίθετο. Μὴν ὑβρίζεις, λοιπόν, τὸν Θεό.
Ἂν ρυθμίσουμε σωστὰ τὴ ζωή μας, ὁπωσδήποτε θὰ συμβοῦν κι ἐκεῖνα καὶ θὰ ἀκολουθήσουν σὰν κάτι τὸ φυσικό. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μείνει κρυφὸ τὸ φῶς τοῦ Χριστιανοῦ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κρυφτεῖ μία τόσο φωτεινὴ λαμπάδα. Ἂς μὴν ἀμελοῦμε, λοιπὸν….