ΣΕ μιά ἀπό τίς πρῶτες ἤδη σελίδες τῶν Ἀπομνημονευμάτων του ὁ Μακρυγιάννης μᾶς παρουσιάζει ἕνα χαρακτηριστικό γεγονός τῶν παιδικῶν του χρόνων, γεγονός πού ἐκφράζει εὔγλωττα τούς δύο πόλους, γύρω ἀπό τούς ὁποίους, καθώς ἔχουμε πεῖ, θά στραφεῖ ὅλη του ἡ ζωή: τή ζωντανή πίστη του στόν Θεό καί τήν ἁγνή φιλοπατρία του.
Ἔγινα ὥς δεκατέσσερων χρονῶν καί πῆγα εἰς ἕναν πατριώτην μου εἰς Ντεσφίναν…Στάθηκα μέ ἐκεῖνον μιά ἡμέρα. Ἦταν γιορτή καί παγγύρι τ’ Ἁγιαννιοῦ. Πήγαμεν εἰς τό παγγύρι· μὄδωσε τό ντουφέκι του νά τό βαστῶ. Ἐγώ θέλησα νά τό ρίξω, ἐτζακίστη. Τότε μ’ ἔπιασε σέ ὅλον τόν κόσμο ὀμπρός καί μέ πέθανε εἰς τό ξύλο. Δέν μ’ ἔβλαβε τό ξύλο τόσο, περισσότερον ἡ ντροπή τοῦ κόσμου. Τότε ὅλοι τρῶγαν καί πίναν, καί ἐγώ ἔκλαιγα. Αὐτό τό παράπονο δέν ηὗρα ἄλλον κριτή νά τό εἰπῶ νά μέ δικιώση, ἔκρινα εὔλογον νά προστρέξω εἰς τόν Ἁι-Γιάννη, ὅτι εἰς τό σπίτι του μὄγινε αὐτείνη ἡ ζημία καί ἡ ἀτιμία. Μπαίνω τή νύχτα μέσα εἰς τήν ἐκκλησιά του καί κλειῶ τήν πόρτα κι’ ἀρχινῶ τά κλάματα μέ μεγάλες φωνές καί μετάνοιες: «τ’ εἶναι αὐτό ὁποὔγινε σέ μέναν, γομάρι εἶμαι νά μέ δέρνουν;». Καί τόν περικαλῶ νά μοῦ δώση ἄρματα καλά κι’ ἀσημένια καί δεκαπέντε πουγγιά χρήματα καί ἐγώ θά τοῦ φκιάσω ἕνα μεγάλο καντήλι ἀσημένιον. Μέ τίς πολλές φωνές κάμαμεν τίς συμφωνίες μέ τόν ἅγιον.
Πέρασαν χρόνια καί ὁ μικρός Μακρυγιάννης ἀνδρώθηκε καί «ἔκανε κατάστασιν» (ἀπέκτησε χρήματα), ὅμως δέν ξέχασε «τίς συμφωνίες μέ τόν ἀληθινόν φίλον του»
Τότε ἔφκιασα ντουφέκι ἀσημένιον, πιστιόλες καί ἄρματα καί ἕνα καντήλι καλό. Καί ἀρματωμένος καλά καί συγυρισμένος τό πῆρα καί πῆγα εἰς τόν προστάτην μου καί εὐεργέτην μου κι’ ἀληθινόν φίλον, τόν Ἁι-Γιάννη, καί σώζεται ὥς τήν σήμερον· ἔχω καί τὄνομά μου γραμμένο εἰς τό καντήλι. Καί τόν προσκύνησα μέ δάκρυα ἀπό μέσα ἀπό τά σπλάχνα μου, ὅτι θυμήθηκα ὅλες μου τίς ταλαιπωρίες ὁποῦ ἐδοκίμασα…