Τρία χρόνια τώρα αμίλητοι μεταξύ τους. Κουβέντα δεν άλλαζαν εκείνοι που κάποτε ήταν αγκαλιασμένοι και αχώριστοι για εννιά μήνες στην κοιλιά της κυρά Σταθούλας και έπειτα σαν παιδιά και σαν δίδυμες χαρές για τους γονήδες τους. Μα έφτασε εκείνη η στιγμή που, πως τους ήρθε και αρχίνησαν να δουλεύουν σε δυο κυρίους. Στον Χριστό μα και στον μαμμωνά!
-Καλός, καλός και Χριστιανός! Μα είπαμε, όχι και έτσι! Με αδίκησε ο αδελφός μου! Το ’χε πει ο πατέρας ότι το δικό μου το κτήμα θα βγαίνει ως την άνω μερέα! Και κείνος πήγε και έχτισε παραέξω τη μάντρα του! Εκείνη η λαχίδα που πήρα εγώ, πάππου προς πάππου έβγαινε ως πάνω!
-Ά… όλα κι όλα! έλεγε ο Θοδωρής, ο άλλος δίδυμος… Μου το ’χε πει χίλιες βολές ο πατέρας, ότι το δικό μου ως εκεί πάντοτε το καμάτευαν και το έσπερναν, ως τον απάνω αρμακά! Πως του ’ρθε του άλλου τώρα να λέει σ’ όλους ότι είναι δικό του εκείνο το μπασίδι…
Και έτσι μείναν ξέμακρα τα αδέρφια τόσον καιρό και υποχρέωσαν μάλιστα και τις γυναίκες τους να μην αλλάζουνε ούτε ματιά…
-Βρε, τους μήνυσε ένας πρώτος τους ξάδερφος που ’χανε μεγαλώσει μαζί και πιανότανε η ψυχή του με τούτην την άχαρη κατάσταση, γιατί δεν ρωτάτε τον μπάρμπα Αριστείδη τον σοφό, που είναι παλιός και τα γνωρίζει, αλλά έχει και φως στα λόγια του και όλους τους βοηθάει όποτε σ’ εκείνον προστρέχουν; Αυτόν να ρωτήσετε να σας πει, να δώσει λύση, να πάψετε να κακιώνετε και να αγαπήσετε σαν πρώτα!
Έτσι κι έγινε! Ύστερα από λίγες μέρες πήραν τον μπάρμπα-Αριστείδη και τον πήγαν στα διαφιλονικούμενα σύνορα…
-Λοιπόν μωρέ λεβέντες μου τι σας βαραίνει τις καρδιές; Τι είναι αυτό που δεν μπορείτε μονάχοι σας να λύσετε και φωνάξατε εμένα τον ξεκουτιασμένο να σας δώκω ορμήνεια;
-Να, μπάρμπα Αριστείδη, είναι αυτό το μπάσιμο από το δώθε λαχίδι που ο καθένας μας λέει πως του ανήκει! Εσύ θα θυμάσαι απ’ τα παλιά τα όρια… Αλλά και σαν γνωστικός που είσαι, να μας πεις σε ποιόν ανήκει τούτο το κομμάτι της γης!
-Αυτό είναι όλο; Σταθείτε λίγο, μια στιγμή να ρωτήσουμε την ίδια τη γη λοιπόν!Γονάτισε μπροστά στα δυο αποσβολωμένα αδέλφια ο παράξενος τούτος γέροντας! Κάτι ψέλλισε πρώτα, ύστερα ακούμπησε το κεφάλι του στη γη και έγειρε να αγγίξει το αυτί του στο χώμα! Τους κρυφοπήρανε τα γέλια εκείνους! Πάει ξεμωράθηκε ολότελα ο παππούς, σκέφτηκαν κι οι δυο τους!
-Λοιπόν μπάρμπα Αριστείδη, ρώτησε ο Χρύσανθος με προσποιητό ενδιαφέρον, την άκουσες; σου μίλησε η γη; Τι σου αποκρίθηκε;
-Ναι, στ’ αλήθεια μου ’δωκε απάντηση η γης, μόλις την ρώτησα να μου πει σε ποιόν άραγες ανήκει!
Μου είπε λοιπόν… μου είπε… πες τους ότι εκείνοι μου ανήκουν!
Του φίλησαν το χέρι και μόνιασαν για πάντα!
Νώντας Σκοπετέας