Σ᾿ ἕνα ἄχαρο πεζοδρόμιο μιᾶς πολύβουης πολιτείας
ἦταν κάποτε ἕνα ἄσχημο παραμελημένο δέντρο.
Κανείς δέν τό πρόσεχε.
Κανείς δέν τό φρόντιζε.
Κανείς δέν τοῦ ἔδινε τήν παραμικρή σημασία.
Τά φύλλα του εἶχαν μαραζώσει, εἶχαν πέσει ἀπό καιρό κι εἶχε ἀπομείνει γυμνό, σκονισμένο καί καχεκτικό.
Ποτέ δέν εἶχε γνωρίσει τοῦ δάσους τή δροσιά.
Δέν εἶχαν κελαηδήσει ποτέ στά φύλλα του πουλιά,
μέ δυσκολία νά τό ἄγγιζε ποῦ καί ποῦ κάποια πονετική ἡλιαχτίδα
πού γλιστροῦσε στά κρυφά ἀνάμεσα στίς μουντές καί ἄχαρες πολυκατοικίες
πού τό περιστοίχιζαν.
Οἱ περαστικοί διάβαιναν δίπλα του μέ ἀδιαφορία, βλοσυροί καί βιαστικοί,
χωρίς νά τοῦ δίνουν καθόλου σημασία,
μερικοί μάλιστα πετοῦσαν ἀποτσίγαρα, φλούδια ἀπό κάστανα καί λερωμένα χαρτομάντηλα
κι ἄλλοι φτύνανε στό χωμάτινο τετραγωνάκι γύρω ἀπό τή ρίζα του.
Καί σά νά μήν ἔφταναν ὅλα αὐτά,
κατάλαβε ἀπό κάτι μηχανικούς μέ σκοῦρες καμπαρντίνες καί κρεμαστά μουστάκια,
πού ἔσκυβαν καί μουρμούριζαν κι ὅλο μετροῦσαν σκυθρωποί,
ὅτι θά πλάταιναν τό δρόμο πλάι του.
Κι ἂν συνέβαινε αὐτό, τί τύχη τό περίμενε;
Θὰ τὸ πελέκιζαν, θὰ τὸ ξερίζωναν; Θὰ τὸ πετοῦσαν μήπως στὰ σκουπίδια; Ἐκεῖνο τὸ χριστουγεννιάτικο δειλινὸ τὸ δέντρο αἰσθανόταν πιὸ παραμελημένο, πιὸ παραπονεμένο ἀπὸ ποτέ. Στὰ ὁλόφωτα παράθυρα γύρω του διέκρινε ἀνάμεσα ἀπὸ τὶς κουρτίνες χριστουγεννιάτικα ἔλατα, ποὺ χαρωπὰ παιδιὰ τὰ στόλιζαν μὲ κόκκινα κεριά, καμπανοῦλες, ἀγγελούδια, ἀσημένια πέταλα καὶ γιορτινὲς γιρλάντες καὶ ζήλευε. Ζήλευε πολύ. Πόσο θὰ ἤθελε νὰ εἶναι ἔτσι κι αὐτό. Χριστουγεννιάτικο ἔλατο στὴ θαλπωρὴ ἑνὸς σπιτιοῦ. Νὰ τὸ φροντίζουν, νὰ τὸ στολίζουν, νὰ τὸ καμαρώνουν… Ἦταν κι ἕνα παιδί. Τὶς μέρες ἔκανε δουλειὲς τοῦ ποδαριοῦ. Τὰ βράδια κοιμόταν στὸ πάτωμα ἑνὸς κρύου πλυσταριοῦ στὴν αὐλὴ ἑνὸς ἐγκαταλελειμμένου κτιρίου μὲ ἑτοιμόρροπα μπαλκόνια. Κανεὶς δὲν τὸ πρόσεχε. Κανεὶς δὲν τὸ φρόντιζε. Κανεὶς δὲν τοῦ ἔδινε τὴν παραμικρὴ σημασία. Τὰ μάγουλά του εἶχαν χλωμιάσει, τὰ χέρια του εἶχαν ροζιάσει, τὰ μάτια του εἶχαν γεμίσει θλίψη. Ποτὲ δὲν εἶχε γνωρίσει τὴ ζεστασιὰ μιᾶς ἀγκαλιᾶς, τὴ θαλπωρὴ ἑνὸς ἀληθινοῦ σπιτιοῦ. Ἐκεῖνο τὸ κρύο χριστουγεννιάτικο βράδυ τὸ ἀγόρι αἰσθανόταν πιὸ παραμελημένο, πιὸ παραπονεμένο ἀπὸ ποτέ, γιατί εἶχε μάθει ὅτι μετὰ τὶς γιορτὲς θὰ κατεδάφιζαν τὸ μιζεροκτίριο μὲ τὸ πλυσταριὸ καὶ δὲν θά ῾χε ποῦ νὰ μείνει. Τυλιγμένο στὸ τριμμένο του παλτό, κοιτοῦσε ἀπ᾿ τὰ φωτισμένα παράθυρα τὰ λαμπερὰ σαλόνια μὲ τὰ γκὶ καὶ τὰ μπαλόνια, τὶς φρουτιέρες μὲ τὰ ρόδια καὶ τὰ χρυσωμένα κουκουνάρια, ἔβλεπε γελαστὰ ἀγόρια καὶ κορίτσια νὰ κρεμοῦν στὰ χριστουγεννιάτικα δέντρα πλουμίδια ἀστραφτερὰ καὶ ζήλευε. Ζήλευε πολύ, πόσο θά ῾θελε νὰ στόλιζε κι αὐτὸ ἕνα ἔλατο σὲ κάποιου τζακιοῦ τὸ ἀντιφέγγισμα, μὲ τὰ δῶρα ὑποσχέσεις μαγικὲς ὁλόγυρά του… Πῶς τό ῾φερε ἡ τύχη ἔτσι κι ἐκεῖνο τὸ χριστουγεννιάτικο βράδυ καὶ συναντήθηκαν κάποια στιγμὴ τὸ δέντρο ἐκεῖνο κι ἐκεῖνο τὸ παιδί… Ἐκεῖνο τὸ δειλινὸ τὸ παιδὶ γυρνοῦσε ἄσκοπα στοὺς δρόμους τῆς πολύβουης πολιτείας. Κάθε τόσο σταματοῦσε σὲ κάποια βιτρίνα. Κόλλαγε τὴ μύτη του στὸ τζάμι καὶ κοιτοῦσε μὲ μάτια ἐκστατικὰ ὅλα ἐκεῖνα τὰ λαχταριστά, σὲ μιὰ βιτρίνα λόφοι ἀπὸ μελομακάρονα, κουραμπιέδες καὶ πολύχρωμα τρενάκια φορτωμένα μὲ σοκολατάκια, σὲ μιὰ ἄλλη ζαχαρένιοι Ἁγιο-Βασίληδες μὲ μύτες ἀπὸ κερασάκια καὶ μία παραμυθένια πριγκίπισσα ἀπὸ πορσελάνη νὰ κοιτάζει ἀπὸ τὸ ἁψιδωτὸ παράθυρο ἑνὸς φιλντισένιου κάστρου καὶ λίγο παρακάτω, σὲ μιὰ ἄλλη βιτρίνα, μιὰ ὀνειρεμένη τρόικα μὲ ἕναν πρόσχαρο ἁμαξά, μολυβένια στρατιωτάκια μὲ κόκκινες στολὲς καβάλα σὲ ἄλογα πιτσιλωτὰ νὰ καλπάζουν στοιχισμένα στὴ σειρὰ καὶ στὸ βάθος ἕνα ὀπάλινο παλάτι σὲ μία χιονισμένη στέπα. Ἔτσι ὅπως περπατοῦσε μὲ τὰ μάτια στραμμένα στὶς καταστόλιστες βιτρίνες, ἔπεσε ἄθελά του πάνω σ᾿ ἕναν περαστικὸ μὲ καμηλὸ παλτὸ καὶ γκρενὰ κασκὸλ ποὺ γύριζε στὸ σπίτι του φορτωμένος μὲ σακοῦλες καὶ πακέτα ποὺ φύγανε ἀπὸ τὰ χέρια του, σκόρπισαν στὸ δρόμο ἐδῶ καὶ κεῖ. Τὸ παιδὶ ἔχασε τὴν ἰσορροπία του, γλίστρησε, τὸ κεφάλι του χτύπησε μὲ φόρα στὸ πεζοδρόμιο, ἔνιωσε μία σκοτοδίνη. Ὁ περαστικός τοῦ ῾βαλε ὀργισμένος τὶς φωνές, τὸ κατσάδιασε γιὰ τὰ καλά. Τὸ ἀλητάκι σηκώθηκε, τό ῾βαλε στὰ πόδια, κατηφόρισε παραπατώντας ἕνα σοκάκι μὲ μία ὑπαίθρια ἀγορά, ἔστριψε ἕνα δυὸ στενὰ καὶ βρέθηκε στὸ δρόμο μὲ τὸ παραμελημένο δέντρο. Σταμάτησε λαχανιασμένο νὰ πάρει ἀνάσα, ἀπὸ τὰ φωτισμένα παράθυρα, τὰ χνωτισμένα, ἀχνοφαίνονταν τὰ γιορτινὰ σαλόνια μὲ τὰ ἔλατα τὰ στολισμένα. – Ὄμορφα δὲν εἶναι; Ἀκούει τότε μιὰ φωνή. Ἦταν τὸ δέντρο τοῦ δρόμου. – Πολύ. Ἀποκρίθηκε τὸ παιδί, χωρὶς νὰ παραξενευτεῖ καθόλου ποὺ ἕνα δέντρο μιλοῦσε, τοῦ ἄρεσε νὰ τοῦ μιλάει κάποιος χωρὶς νὰ τὸ σπρώχνει, χωρὶς νὰ τὸ κατσαδιάζει, χωρὶς νὰ τὸ ἀποπαίρνει. – Στόλισέ με! – ψιθύρισε τὸ δέντρο – Στόλισέ με καὶ ἐμένα ἔτσι! – Μακάρι νὰ μποροῦσα! Πικρογέλασε τὸ παιδί. – Προσπάθησε, σὲ παρακαλῶ. Ἴσως αὐτά, ξέρεις, νά ῾ναι τὰ στερνά μου Χριστούγεννα, νὰ μὴν δῶ ἄλλα. – Γιατί τὸ λὲς αὐτό; – Ἄκουσα ὅτι θὰ πλατύνουν τὸ δρόμο, πελέκι ἢ ξεριζωμὸς μὲ περιμένει, ἕνα ἀπὸ τὰ δυό… Δὲν εἶμαι σίγουρο ἀκόμα. Τὸ παιδὶ σκέφτηκε ὅτι θὰ κατεδάφιζαν τὸ ἑτοιμόρροπο κτίριο μὲ τὸ ξεχαρβαλωμένο πλυσταριό, τὸ καταφύγιό του. Σὲ λίγο δὲν θά ῾χε οὔτε ῾κεῖνο ποῦ νὰ μείνει. Σὲ κάποιο χαρτόκουτο ἴσως; – Στόλισέ με! Παρακάλεσε ἄλλη μιὰ φορὰ τὸ δέντρο. Τὸ παιδὶ κοίταξε ὁλόγυρά του. – Μὲ τί; Ἀπόρησε. – Ὅ,τι νά ῾ναι… κάτι θὰ βρεῖς ἐσύ!! Δὲν μπορεῖ. – Καλά… Ἀφοῦ τὸ θέλεις τόσο πολύ, κάτι θὰ βρῶ νὰ σὲ στολίσω… Συμφώνησε τὸ παιδὶ κι ἄρχισε νὰ ψάχνει. Τὰ στολίδια Ἐκείνη τὴ στιγμή, λὲς καὶ κάτι ψυχανεμίστηκε ὁ οὐρανός, ἔπιασε νὰ χιονίζει, τὸ χιόνι ἔπεφτε πυκνό… Χάδι ἁπαλὸ σκέπαζε ἀνάλαφρα μὲ πάλλευκες νιφάδες στὰ ὁλόγυμνα κλωνιὰ τοῦ παραμελημένου δέντρου. Πῆρε τότε τὸ μάτι τοῦ παιδιοῦ κάτι νὰ ἀστράφτει λίγο παραπέρα. Μιὰ παρέα πλουσιόπαιδα, ποὺ εἶχαν περάσει ἀπὸ τὸ δρόμο λίγο νωρίτερα, εἶχαν πετάξει χρωματιστὰ χρυσόχαρτα ἀπὸ τὶς καραμέλες ποὺ ἔτρωγαν μὲ λαιμαργία τὴ μία μετὰ τὴν ἄλλη. Τὸ ἀγόρι μάζεψε ἕνα ἕνα τὰ πεταμένα χρυσόχαρτα, τὰ μάλαξε μὲ τὰ δάχτυλά του καὶ ἔπλασε ἀστραφτερὲς πράσινες μπλὲ καὶ βυσσινόχρωμες μπαλίτσες, μετὰ ξήλωσε τὰ κουμπιὰ τοῦ φθαρμένου παλτοῦ καὶ μὲ τὶς κλωστὲς κρέμασε τὶς φανταχτερὲς μπαλίτσες στὰ χιονοσκέπαστα κλωνιὰ τοῦ δέντρου. – Εὐχαριστῶ! Εἶπε τὸ δέντρο, ἀνατριχιάζοντας ἀπ᾿ τὴ χαρά του. – Μὲ τί ἄλλο ἄραγε νὰ τὸ στολίσω; Μονολόγησε τὸ παιδί. Λὲς κι εἶχε ἀκούσει τὰ λόγια του, μιὰ νοικοκυρὰ τρεῖς δρόμους παρακάτω ἄδειασε μὲ φόρα ἀπ᾿ τὸ παράθυρο μιᾶς κουζίνας μία λεκάνη μὲ σαπουνάδα σὲ μία πλακόστρωτη αὐλή. Ὁ ἄνεμος πῆρε ἕνα πανάλαφρο σύννεφο ἀπὸ σαπουνόφουσκες καὶ τὶς ταξίδεψε παιχνιδίζοντας μαζί τους, τὸ ἀγόρι τὶς εἶδε νὰ πλησιάζουν στραφταλίζοντας στὸ φεγγαρόφωτο, τὶς κοίταξε μὲ τέτοια λαχτάρα ποὺ ἐκεῖνες, λὲς καὶ κατάλαβαν τὴν ἐπιθυμία του, ἄφησαν τὸν ἄνεμο νὰ τὶς φέρει ἕνα – δυὸ γύρους καὶ νὰ τὶς κρεμάσει στὰ κλωνιὰ τοῦ δέντρου. – Ὅσο πάω κι ὀμορφαίνω! Καμάρωσε τὸ δέντρο. – Σίγουρα ὀμορφαίνεις! Συμφώνησε τὸ ἀγόρι σφίγγοντας γύρω του τὸ παλτὸ γιατὶ ἔκανε πολύ, πάρα πολὺ κρύο… – Κοίτα! Ἔρχονται! Ἕνα φωτεινὸ σύννεφο πλησίαζε τρεμοπαίζοντας στὸ σκοτάδι. – Ἐλᾶτε! Τὶς κάλεσε μὲ τὸ βλέμμα τὸ παιδί. Καὶ οἱ πυγολαμπίδες, λάμψεις ἀλλόκοσμες, τρεμοσβήνοντας ὀνειρικά, κάθισαν νεραϊδένιες γιρλάντες στὰ κλωνιὰ τοῦ δέντρου. Τὸ κρύο γινόταν ὅσο πήγαινε πιὸ τσουχτερό. Τὸ χιόνι ἔπεφτε ὁλοένα πιὸ πυκνό. Τὸ ἀγόρι σήκωσε τὰ μάτια του στὸν οὐρανὸ καὶ τότε τὸ εἶδε! Εἶδε τὸ πεφταστέρι κι ἐκεῖνο, λὲς καὶ συνάντησε τὸ βλέμμα του, διέγραψε στὸ σκοτάδι μία φαντασμαγορικὴ χρυσαφένια τροχιὰ καὶ ἀκούμπησε ἀπαλὰ στὴν κορφὴ τοῦ δέντρου. Καὶ ἦταν τώρα πράγματι ὄμορφο τὸ δέντρο λουσμένο στὸ φεγγαρόφωτο μὲ τὰ χρυσαφένια μπαλάκια νὰ στραφταλίζουν, τὶς σαπουνόφουσκες νὰ σιγοτρέμουν, τὶς πυγολαμπίδες νὰ ἀναβοσβήνουν κέντημα δαντελένιο στὰ χιονισμένα τοῦ κλωνιὰ καὶ τὸ πεφταστέρι ν᾿ ἀνασαίνει χρυσαφένιο φῶς στὴν κορφή του. – M᾿ ἔκανες τόσο, μὰ τόσο ὄμορφο – εἶπε τὸ δέντρο στὸ παιδὶ – Σ᾿ εὐχαριστῶ πολύ. Σ᾿ εὐχαριστῶ ἀληθινά… Πόσο θά ῾θελα νὰ μποροῦσα νὰ σοῦ χάριζα κι ἐγὼ ἕνα δῶρο… – Μπορεῖς! Ἀποκρίθηκε τὸ παιδὶ χουχουλίζοντας τὰ χέρια – Ἄσε με, σὲ παρακαλῶ, νὰ καθίσω στὴ ρίζα σου γιὰ λίγο. Νιώθω τόσο, μὰ τόσο κουρασμένο, πονάω… καὶ δὲν ἔχω ποῦ νὰ πάω… – Ἀμέ! Ἔλα, κάθισε. Κάθισε στὴ ρίζα μου ὅσο θέλεις. Εἶπε τὸ δέντρο. – Καὶ νὰ δεῖς… Θὰ κάνω ἐγὼ μία εὐχὴ γιὰ σένα. Τὸ παιδὶ σήκωσε τὸ γιακᾶ, τυλίχτηκε στὸ παλιό του πανωφόρι, κάθισε στὸ χιονοσκέπαστο πεζοδρόμιο, ἀγκάλιασε τὸ κορμὶ τοῦ δέντρου καὶ σφίχτηκε ὅσο μποροῦσε πιὸ κοντά του. Τὸ χιόνι ἔπεφτε γύρω του. Πάνω του πυκνό. Ὅλο του τὸ σῶμα ἔτρεμε, τὰ χέρια του εἶχαν μουδιάσει, τὰ δόντια του χτυποῦσαν. Ἔκλεισε τὰ μάτια γιὰ νὰ τὰ προστατέψει ἀπὸ τὶς ριπὲς τοῦ χιονιοῦ, ὅταν ξαφνικὰ – τί παράξενο – ἄκουσε ἐκεῖνον τὸν ἦχο… Τὸν ἦχο τὸν χαρμόσυνο! Κουδουνάκια τρόικας! Ἕνα μαστίγιο ἀκούστηκε νὰ κροταλίζει, ἄλογα νὰ καλπάζουν ρυθμικά. Ἄνοιξε τὰ μάτια. Ἀπίστευτο! Στὰ μελανιασμένα χείλη του ἄνθισε ἕνα χαμόγελο. Ἀπὸ βάθος τοῦ δρόμου, θαμπὰ στὴν ἀρχή, ἀλλὰ ὅλο καὶ πιὸ ξεκάθαρα, τὴν εἶδε. Εἶδε τὴν παραμυθένια τρόικα μὲ τὰ ἀσημένια κουδουνάκια νὰ πλησιάζει φορτωμένη δῶρα διαλεχτά. Τὴν ὁδηγοῦσε ἕνας ροδομάγουλος ἁμαξᾶς μὲ γούνινο σκοῦφο, κόκκινη μύτη καὶ πυκνὴ κυματιστὴ γενειάδα. Πίσω ἀπὸ τὴν τρόικα κάλπαζαν στρατιῶτες μὲ πορφυρὲς στολές, καβάλα σὲ περήφανα ἄλογα στολισμένα μὲ χρυσαφένιες φοῦντες… Παραξενεύτηκε τὸ παιδί. Πῶς βρέθηκε ἐδῶ αὐτὴ ἡ τρόικα φορτωμένη τόσα δῶρα; Καὶ οἱ καβαλάρηδες; Κάπου τοὺς ἤξερε. Κάπου τοὺς εἶχε ξαναδεῖ! Ἡ τρόικα σταμάτησε μπροστά του, τὰ ἄλογα χρεμέτισαν, ὁ ἁμαξὰς χαμογέλασε, ἀπὸ τὸ παράθυρο τῆς ἅμαξας πρόβαλε τὸ πρόσωπο τῆς πριγκιποπούλας. – Τί ὄμορφο δέντρο! – Χαμογέλασε – Ποιὸς νὰ τὸ στόλισε ἄραγε; – Ἐγώ! Ἀποκρίθηκε τὸ παιδί. – Ἀλήθεια; – Ναί. – Ἔλα μαζί μου τότε. Ἔλα νὰ στολίσεις ἔτσι ὄμορφα καὶ τὸ ἔλατο τοῦ βασιλιᾶ, νὰ ζήσεις στὸ παλάτι μας παντοτινά. – Δὲν πάω πουθενὰ χωρὶς τὸ δέντρο μου! Ἀπάντησε τὸ ἀγόρι. Ἡ πριγκιποπούλα ἔδωσε τότε ἐντολὴ καὶ οἱ στρατιῶτες τοῦ βασιλιὰ ἔσκαψαν βαθιά, πήρανε τὸ δέντρο μαζὶ μὲ τὶς ρίζες του καὶ τὸ φύτεψαν σὲ μία πορσελάνινη γλάστρα, μετὰ τὸ φόρτωσαν στὴν τρόικα. Γελώντας πρόσχαρα, ὁ ἁμαξᾶς ἅπλωσε τὸ χέρι του, βοήθησε τὸ παιδὶ νὰ ἀνέβει στὴν ἅμαξα νὰ κάτσει πλάι του, τὰ ἄλογα στράφηκαν, τὸν κοίταξαν μὲ τὰ μεγάλα τους μάτια καὶ ρουθούνισαν ἀνυπόμονα. Ὅλα τὰ κτίρια, ὅλα τὰ φανάρια, ὅλες οἱ βιτρίνες, τὰ πάντα, εἶχαν τώρα ἐξαφανιστεῖ. Μπροστά τους ἀνοιγόταν μία ἀπέραντη στέπα κι ἐκεῖ στὸ βάθος μέσα ἀπὸ τὰ διάφανα πέπλα τοῦ χιονιοῦ ἀχνοφαίνονταν μαγευτικοὶ οἱ μεγαλόπρεποι τροῦλοι κι οἱ ἁψιδωτὲς πύλες τοῦ ὀπάλινου παλατιοῦ! Ὁ ροδομάγουλος ἁμαξᾶς τράβηξε τὰ γκέμια. Κροτάλισε τὸ μαστίγιο, τὰ ἄλογα χύθηκαν χλιμιντρίζοντας μπροστά, καλπάζοντας ὅλο καὶ πιὸ γοργά… λὲς κι εἴχανε φτερά… Σὲ λίγο ἡ τρόικα κι ἡ ἀκολουθία της εἶχαν χαθεῖ στὸ βάθος τῆς χιονισμένης στέπας. Τὸ χιόνι ποὺ συνέχισε ὁλοένα πιὸ πυκνὸ τὸ σιωπηλὸ χορό του ἔσβησε σχεδὸν ἀμέσως τὰ ἴχνη ἀπὸ τὶς ρόδες καὶ τὰ πέταλα τῶν ἀλόγων.. Λένε οἱ παλιοί… Λένε οἱ παλιοὶ ὅτι τὸ πεζοδρόμιο ἐκεῖνο ἦταν κάποτε κάπως πιὸ φαρδύ, ὅτι φύτρωνε κάποτε κάποιο δέντρο ἐκεῖ.
Διηγοῦνται ἐπίσης οἱ παλιοί
ὅτι ἕνα χριστουγεννιάτικο πρωί βρῆκαν στή ρίζα τοῦ δέντρου
ξεπαγιασμένο ἕνα παιδί σκεπασμένο ἀπό τό χιόνι,
τυλιγμένο σ᾿ ἕνα τριμμένο παλτό χωρίς κουμπιά, μέ ἕνα γαλήνιο χαμόγελο,
ἕνα χαμόγελο εὐτυχίας ζωγραφισμένο στό πρόσωπό του.
Λένε ἀκόμα ὅτι ἀπό τότε κάθε παραμονή Χριστουγέννων,
γύρω στά μεσάνυχτα, κάτι παράξενο συμβαίνει,
κάτι πού κανείς δέν μπορεῖ νά τό ἐξηγήσει.
Ἕνα σμάρι πυγολαμπίδες τριγυρνοῦν ἐπίμονα τρεμοσβήνοντας σέ ἐκεῖνο τό σημεῖο,
λές καί κάτι ἀναζητοῦν,
λές καί γυρεύουνε νά θυμηθοῦνε κάτι,
ὅτι ἕνας ἄνεμος ἀναπάντεχος φέρνει,
ποιός ξέρει ἀπό ποῦ,
ἀνάλαφρες σαπουνόφουσκες καί χρυσόχαρτα ἀστραφτερά,
ἐνῷ τήν ἴδια στιγμή ἕνα ὑπέροχο πεφταστέρι διαγράφει στόν οὐρανό
μία φαντασμαγορική τροχιά καί πέφτει στό σημεῖο ἀκριβῶς ἐκεῖνο.
Ἔτσι λένε…
Ποιός ξέρει;
Ευγένιος Τριβιζάς