Η επιδίωξη μάταιης ευδαιμονίας

Σε εξυμνούμε, Σε δοξάζομε, ω πηγή των οικτιρμών! Η αθλιότητά μου αύξανε κάθε μέρα, ενώ Εσύ πλησίαζες καθημερινά περισσότερο. Ήταν πολύ κοντά το χέρι εκείνο που θα μ’ αποσπούσε από το βόρβορο και θα απέπλυνε τις αμαρτίες μου, αλλ’ εγώ το αγνοούσα. Εκείνο που με μπόδιζε να βυθιστώ ακόμη βαθύτερα στην άβυσσο των σαρκικών ηδονών, ήταν ο φόβος του θανάτου κι της τελευταίας Σου κρίσης. Παρ’ όλες τις διακυμάνσεις της  σκέψης μου , ουδέποτε ο φόβος αυτός απομακρυνόταν από την καρδιά  μου.

Συζητούσα με τους φίλους μου Αλύπιο και Νεβρίδιο για το υπέρτατο αγαθό και το μέγιστο κακό. Θα έδινα τη δάφνη στον Επίκουρο, αν δεν πίστευα στην πέρα του τάφου ζωή και στον έλεγχο των πράξεών μας, που δεν παραδεχόταν ο Έλληνας φιλόσοφος. Έθετα ως εξής αυτό το ζήτημα: Εάν είμεθα αθάνατοι και αν περνούσαμε τη ζωή μας μέσα σε αιώνιες αισθησιακές ηδονές, χωρίς να φοβούμεθα να τη χάσομε, για ποιο λόγο δεν θα είμεθα ευτυχείς; Και τι άλλο θα ζητούσαμε σε τέτοια περίπτωση; Δεν έβλεπα , ότι αυτό ήταν ακριβώς ενδεικτικό μέγιστης αθλιότητας, δηλαδή το ότι βυθισμένος και αποτυφλωμένος, ήμουν ανίκανος να φαντασθώ το φως της αρετής, τη λάμψη εκείνης της ωραιότητας, που πρέπει ν’ αγαπιέται γι’ αυτή την ίδια τη λάμψη εκείνης της ωραιότητας, που δεν είναι μεν προσιτή στα μάτια, αλλά φωτίζει τα βάθη της καρδιάς μας. Μέσα στην αθλιότητά μου, δεν ρωτούσα από ποια πηγή προερχόταν για μένα η απόλαυση εκείνη, να μιλώ με τους φίλους μου έστω κι για θέματα επιλήψιμα. Επειδή και μέσα στις σαρκικές μου ηδονές , όσο φιλήδονος κι αν ήμουν, δεν θα ήμουν ευτυχής χωρίς τους φίλους μου, που αγαπούσα και οι οποίοι μου ανταπέδιναν ανιδιοτελώς την αγάπη των.

Ω δύσβατα και διάστροφα μονοπάτια! Αλίμονο στην ψυχή, η οποία έλπιζε, απομακρυνόμενη από Σένα, ότι θα έβρισκε κάτι καλύτερο! Μολονότι στρεφόταν προς τα νώτα, προς την κοιλιά, προς τα πλευρά, όλα τα έβρισκε σκληρά και ακανθώδη, γιατί ανάπαυση και γαλήνη υπήρχε μόνο στους κόλπους Σου. Αλλά Συ είσαι παρών και μας απαλλάσσεις απ’ αυτές τις οικτρές παρακρούσεις. Μας καλείς στον δρόμο Σου και μας παρηγορείς με τις λέξεις: «συνετιῶ σε καὶ συμβιβῶ σε ἐν ὁδῷ ταύτῃ, ᾗ πορεύσῃ, ἐπιστηριῶ ἐπὶ σὲ τοὺς ὀφθαλμούς μου.»

Από το βιβλίο: «ΙΕΡΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΟΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ»

ΓΡΑΦΕΙΟΝ ΚΑΛΟΥ ΤΥΠΟΥ