1. Πῆγαν κάποιοι στὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο καὶ τοῦ εἶπαν:
«Πές μας κάποιο λόγο πῶς νὰ σωθοῦμε».
Καὶ ὁ Γέροντας τοὺς λέει: «Ἀκούσατε τί λέει ἡ Γραφή; Σᾶς ἀρκεῖ αὐτή».
Ἀλλὰ αὐτοὶ εἶπαν: «Θέλουμε καὶ ἀπὸ σένα, πάτερ, νὰ ἀκούσουμε».
Καὶ ὁ Γέροντας τοὺς εἶπε: «Τὸ Εὐαγγέλιο λέει: Ἂν κάποιος σὲ χτυπήσει στὸ δεξὶ μάγουλο, γύρισέ του καὶ τὸ ἄλλο».
«Δεν μποροῦμε -τοῦ λένε- νὰ τὸ κάνουμε αὐτό».
«Ἐὰν δὲν μπορεῖτε νὰ στρέψετε καὶ τὸ ἄλλο -λέει ὁ Γέροντας-ὑπομείνετε τουλάχιστον τὸ ράπισμα στὸ ἕνα».
«Οὔτε αὐτὸ μποροῦμε», τοῦ ἀπαντοῦν.
Ξαναμιλάει ὁ Γέροντας:
«Ἐὰν οὔτε αὐτὸ μπορεῖτε, μὴν ἀνταποδίδετε τὰ ἴσα».
Λένε πάλι: «Οὔτε αὐτὸ μποροῦμε».
Τότε ὁ Γέροντας γυρνάει καὶ λέει στὸν μαθητή του:
«Κάνε τοὺς λίγο κουρκούτι, γιατὶ εἶναι ἄρρωστοι. Ἐὰν τὸ ἕνα δὲν μπορεῖτε καὶ τὸ ἄλλο δὲν θέλετε, τί νὰ σᾶς κάνω;»
4. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμήν:
«Τὰ σημάδια τῆς προκοπῆς τοῦ μοναχοῦ στοὺς πειρασμοὺς φαίνονται».
6. Ὁ ἀββᾶς Βησσαρίων εἶπε:
«Σαράντα χρόνια δὲν ἔπεσα στὸ πλευρό μου, ἀλλὰ κοιμόμουν καθιστὸς ἢ ὄρθιος».
15. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας:
«Τίποτε δὲν ὠφελεῖ τόσο τὸν ἀρχάριο ὅσο οἱ προσβολὲς καὶ οἱ περιφρονήσεις. Ὅπως δηλαδὴ προκόβει τὸ δένδρο ποὺ ποτίζεται καθημερινά, τὸ ἴδιο καὶ ὁ ἀρχάριος ποὺ περιφρονεῖται καὶ ὑπομένει».
20. Εἶπε πάλι ὅτι κάποιος Γέροντας ἔμεινε σὲ κάποιο ἱερὸ εἰδωλολατρικό. Πῆγαν λοιπὸν οἱ δαίμονες καὶ τοῦ λένε: «Φύγε ἀπὸ τὸν τόπο μας».
Καὶ ὁ Γέροντας τοὺς εἶπε: «Ἐσεῖς δὲν ἔχετε τόπο».
Ἄρχισαν τότε νὰ τοῦ σκορπίζουν ἐντελῶς τὰ βάϊά του κι ὁ Γέροντας ἐπέμενε νὰ τὰ μαζεύει.
Κατόπιν τὸν ἔπιασε ὁ δαίμονας ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸν ἔσυρε ἔξω.
Μόλις ἔφτασε στὴν πόρτα ὁ Γέροντας, μὲ τὸ ἄλλο του τὸ χέρι ἔπιασε τὴν πόρτα κράζοντας:
«Ἰησοῦ, βοήθησέ με» καὶ εὐθὺς ὁ δαίμονας ἐξαφανίστηκε καὶ ὁ Γέροντας ἀναλύθηκε στὰ δάκρυα.
Τὸν ρώτησε τότε ὁ Κύριος: «Γιατί κλαῖς;»
«Γιατὶ τολμοῦν -εἶπε ὁ Γέροντας- νὰ πιάσουν τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν μεταχειρίζονται ἔτσι».
«Ἐσὺ ἀμέλησες -τοῦ παρατήρησε ὁ Κύριος- γιατὶ μόλις μὲ ζήτησες, νὰ πῶς σοῦ βρέθηκα».
Καὶ αὐτὰ ποὺ λέω σημαίνουν ὅτι χρειάζεται πολὺς κόπος. Ἐὰν δὲν κοπιάσει κανείς, δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει τὸν Θεὸ μαζί του. Γιατὶ Αὐτὸς γιὰ χάρη μας σταυρώθηκε.
24. Εἶπε ἡ ἀμμᾶς Θεοδώρα ὅτι κάποτε ἕνας εὐλαβὴς δεχόταν βρισιὲς ἀπὸ κάποιον καὶ τοῦ λέει:
«Μποροῦσα κι ἐγὼ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο νὰ σοῦ μιλήσω, ἀλλὰ ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ μοῦ κλείνει τὸ στόμα».
30. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἰσίδωρος:
«Ἡ σοφία τῶν ἁγίων αὐτὴ εἶναι, νὰ ἔχουν ἐπίγνωση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ ὅλα τὰ νικᾷ ὁ ἄνθρωπος ὑπακούοντας στὴν ἀλήθεια, καθὼς εἶναι πλασμένος κατ᾿ εἰκόνα καὶ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἀπ᾿ ὅλα τὰ πνεύματα τὸ φοβερότερο εἶναι τὸ νὰ ἀκολουθεῖ κανεὶς τὴ δική του καρδιά, δηλαδὴ τί τοῦ ὑπαγορεύει ὁ λογισμός του καὶ ὄχι ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὸ ὕστερα τοῦ προκαλεῖ θλίψη, γιατὶ παραμένει γι᾿ αὐτὸν ἄγνωστο τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν βρίσκει τὴν ὁδὸ τῶν ἁγίων γιὰ νὰ βαδίζει σ᾿ αὐτήν. Τώρα λοιπὸν εἶναι καιρὸς νὰ κάνουμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιατὶ ἡ σωτηρία κερδίζεται σὲ καιρὸ θλίψεως καθὼς λέει ἡ Γραφή:
«Με τὴν ὑπομονή σας, θὰ σώσετε τὴν ψυχή σας».
35. Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Ματόης:
«Προτιμώ ἐργασία ἐλαφριὰ καὶ συνεχῆ παρὰ ἐξουθενωτικὴ ἐξαρχῆς ποὺ γρήγορα ὅμως σταματάει».
58. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Φορτᾶς:
«Ἐὰν ὁ Θεὸς θέλει νὰ ζῶ, γνωρίζει πῶς θὰ μὲ ἐξοικονομήσει. Ἐὰν ὅμως δὲν θέλει, τί σκοπὸ ἔχει γιὰ μένα ἡ ζωή;»
Δὲν δεχόταν τίποτε ἀπὸ κανένα, ἂν καὶ ἦταν κρεβατωμένος. Καὶ ἔλεγε:
«Ἐὰν προσφέρει κανεὶς κάποια φορὰ κάτι σὲ μένα καὶ δὲν τὸ κάνει γιὰ τὸν Θεό, οὔτε ἐγὼ ἔχω κάτι νὰ τοῦ δώσω οὔτε θά ᾿χει μισθὸ ἀπὸ τὸν Θεό, ἐφόσον δὲν τὸ πρόσφερε γιὰ τὸν Θεό, καὶ ἔτσι ἀδικεῖται αὐτὸς ποὺ πρόσφερε.
Ὅσοι ἔχουν ἀφιερωθεῖ στὸν Θεὸ καὶ σ᾿ Αὐτὸν ἀποβλέπουν μόνο, πρέπει νὰ ἔχουν τέτοια εὐλάβεια, ὥστε τίποτε νὰ μὴν ἐκλαμβάνουν ὡς καταφρόνια, ἔστω κι ἂν συμβεῖ ἄπειρες φορὲς νὰ ἀδικοῦνται».
63. Ἐπισκέφθηκαν κάποιοι ἀδελφοὶ στὴν ἔρημο ἕνα φημισμένο Γέροντα καὶ τοῦ εἶπαν:
«Πῶς μένεις καρτερικὰ ἐδῶ, ἀββᾶ, σηκώνοντας τὴν κακοπάθεια αὐτή;»
Καὶ ὁ Γέροντας ἀποκρίθηκε:
«Ὅλη ἡ κακοπάθειά μου ὅσον χρόνο βρίσκομαι ἐδῶ, δὲν συγκρίνεται οὔτε μὲ μία μέρα τῆς κόλασης».
68. Ἕνας Γέροντας μόναζε στὴν ἔρημο καὶ τὸ διάστημα ποὺ περπατοῦσε γιὰ νὰ προμηθεύεται τὸ νερὸ ἦταν δώδεκα μίλια.
Κάποια φορὰ λοιπὸν ποὺ πῆγε νὰ πάρει νερό, βαρέθηκε καὶ εἶπε:
«Τί χρειάζεται αὐτὸς ὁ κόπος; Θά ᾿ρθω νὰ μείνω κοντὰ στὸ νερό».
Μόλις τό ᾿πε αὐτό, στρέφει τὸ κεφάλι καὶ βλέπει κάποιον νὰ τὸν ἀκολουθεῖ καὶ νὰ μετράει τὰ βήματά του.
Τὸν ρωτάει εὐθύς: «Ποιὸς εἶσαι ἐσύ;»
«Ἄγγελος Κυρίου -τοῦ ἀπαντᾷ- σταλμένος νὰ μετρήσω τὰ βήματά σου γιὰ νὰ σοῦ δώσω τὸν μισθό σου».
Μόλις τ᾿ ἄκουσε αὐτὸ ὁ Γέροντας, ἐνθαρρύνθηκε, ἔγινε προθυμότερος καὶ πῆγε ἄλλα πέντε μίλια πιὸ βαθιὰ στὴν ἔρημο.
80. Ἦταν ἕνας Γέροντας στὴ Θηβαϊδα ποὺ ἔμενε σ᾿ ἕνα σπήλαιο καὶ εἶχε ἕναν ὑποτακτικὸ μαθητευόμενο. Συνήθιζε ὁ Γέροντας κάθε βράδυ νὰ τοῦ δίνει ὠφέλιμες συμβουλὲς καὶ μετὰ ἀπὸ τὴ νουθεσία, ἔκανε προσευχὴ καὶ τὸν ἔστελνε νὰ κοιμηθεῖ. Κάποτε συνέβη μερικοὶ εὐλαβεῖς λαϊκοί, ἐπειδὴ γνώριζαν τὴ μεγάλη ἄσκηση τοῦ Γέροντα, νὰ τοὺς ἐπισκεφθοῦν καὶ νὰ προσφέρουν σ᾿ αὐτοὺς κάποιο φαγητὸ νὰ φᾶνε. Ἀφοῦ ἔφυγαν αὐτοί, κάθισε πάλι ὁ Γέροντας τὸ βραδάκι, ὅπως τὸ συνήθιζε, καὶ νουθετοῦσε τὸν ἀδελφό. Τὴν ὥρα ὅμως ποὺ τοῦ μιλοῦσε, τὸν πῆρε ὁ ὕπνος. Καὶ ὁ ἀδελφὸς ἔμεινε κοντά του, ἕως ὅτου ξυπνήσει καὶ τοῦ κάνει τὴν εὐχή. Καθὼς λοιπὸν καθόταν πολλὴ ὥρα καὶ ὁ Γέροντας δὲν ξυπνοῦσε, ἐνοχλήθηκε ἀπὸ τοὺς λογισμούς του νὰ πάει νὰ κοιμηθεῖ χωρὶς νὰ τοῦ κάνει τὴν ἀπόλυση. Ἀλλὰ βίασε τὸν ἑαυτό του καὶ ἀντιστάθηκε στὸν λογισμὸ καὶ παρέμεινε. Πάλι ὅμως ἐνοχλήθηκε καὶ δὲν ἔφυγε. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ἐνοχλήθηκε ἑπτὰ φορὲς καὶ ἀντιστάθηκε στὸν λογισμό. Ἀργότερα, ἀφοῦ εἶχε προχωρήσει ἡ νύκτα, ξύπνησε ὁ Γέροντας καὶ τὸν βρῆκε νὰ κάθεται δίπλα του καὶ τοῦ λέει:
«Δεν ἔφυγες μέχρι αὐτὴ τὴν ὥρα;»
Κι ἐκεῖνος εἶπε:
«Ὄχι, ἀββᾶ, γιατί δὲν μοῦ ᾿κανες ἀπόλυση».
«Καὶ γιατί -τὸν ρωτάει ὁ Γέροντας- δὲν μὲ ξύπνησες;»
«Δὲν τόλμησα -ἀπαντᾷ ὁ μαθητής- νὰ σὲ σκουντήσω γιὰ νὰ μὴ σοῦ διακόψω τὸν ὕπνο».
Σηκώθηκαν εὐθύς, ἄρχισαν τὸν ὄρθρο καὶ ὅταν τελείωσε ἡ ἀκολουθία, ἀπέλυσε τὸν ἀδελφὸ ὁ Γέροντας. Καὶ τὴν ὥρα ποὺ καθόταν μόνος, ἦρθε σὲ ἔκσταση καὶ βλέπει κάποιον νὰ τοῦ δείχνει ἕναν τόπο λαμπρὸ στὸν ὁποῖο ὑπῆρχε ἕνας θρόνος καὶ ἐπάνω στὸν θρόνο ἦταν τοποθετημένα ἑπτὰ στεφάνια.
Καὶ ρώτησε αὐτὸν ποὺ τοῦ τὰ ἔδειχνε:
«Τίνος εἶναι αὐτά;»
Κι ἐκεῖνος εἶπε:
«Τοῦ μαθητῆ σου. Τὸν τόπο καὶ τὸν θρόνο τοῦ τὰ χάρισε ὁ Θεὸς γιὰ τὴν ὑπακοή του. Καὶ τὰ ἑπτὰ στεφάνια τὰ κέρδισε αὐτὴ τὴ νύκτα».
Ἀπόρησε ὁ Γέροντας γι᾿ αὐτὸ ποὺ ἄκουσε καὶ γεμάτος ἀπὸ δέος καλεῖ τὸν ἀδελφὸ καὶ τοῦ λέει:
«Πές μου, τί ἔκανες τὴ νύκτα αὐτή;»
«Συγχώρα με, ἀββᾶ -ἀπάντησε ἐκεῖνος- δὲν ἔκανα τίποτε».
Ὁ Γέροντας νομίζοντας ὅτι ἀπὸ ταπεινοφροσύνη δὲν ὁμολογεῖ, τοῦ εἶπε:
«Δεν θὰ σ᾿ ἀφήσω νὰ φύγεις, ἐὰν δὲν μοῦ πεῖς τί ἔκανες ἢ τί σκέφτηκες τὴ νύκτα αὐτή».
Ἀλλὰ ὁ ἀδελφὸς ἐπειδὴ γνώριζε καλὰ ὅτι τίποτε δὲν ἔχει κάνει, δὲν εἶχε τί νὰ πεῖ. Καὶ λέει στὸν πατέρα:
«Ἀββᾶ, δὲν ἔκανα τίποτε, παρὰ μόνο ὅτι ἐνοχλήθηκα ἀπὸ λογισμοὺς ἑπτὰ φορὲς νὰ φύγω χωρὶς νὰ μοῦ κάνεις τὴν ἀπόλυση, ἀλλὰ δὲν ἔφυγα».
Ὅταν τ᾿ ἄκουσε αὐτὸ ὁ Γέροντας, κατάλαβε ὅτι κάθε φορὰ ποὺ πάλευε καὶ νικοῦσε τὸν λογισμό του, κέρδιζε ἕνα στεφάνι ἀπὸ τὸν Θεό. Στὸν ἀδελφὸ βέβαια δὲν εἶπε τίποτε, ἀλλὰ τὰ διηγήθηκε αὐτὰ σὲ ἀνθρώπους πνευματικοὺς χάριν ὠφελείας, γιὰ νὰ γνωρίζουμε ὅτι καὶ γιὰ λογισμοὺς ποὺ δὲν ἔχουν ἰδιαίτερη σπουδαιότητα ὁ Θεὸς μᾶς στεφανώνει.
Καλὸ λοιπὸν εἶναι νὰ βιάζουμε πάντοτε τὸν ἑαυτό μας ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό.
Γιατὶ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν βιάζεται καὶ τὴν ἁρπάζουν αὐτοὶ ποὺ ἀγωνίζονται.
81. Κάποτε ἕνας Γέροντας ποὺ ἔμενε στὰ Κελλία μόνος, ἀρρώστησε. Καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶχε κανέναν νὰ τὸν ἐξυπηρετεῖ, σηκωνόταν καὶ ὅ,τι ἔβρισκε στὸ κελί του τὸ ἔτρωγε μὲ διάκριση. Ἔμεινε ἄρρωστος πολλὲς μέρες καὶ κανεὶς δὲν ἦρθε νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ. Ὅταν πέρασαν τριάντα μέρες καὶ κανεὶς δὲν εἶχε ἔρθει, ἔστειλε ὁ Θεὸς ἕναν ἄγγελο νὰ τὸν ὑπηρετεῖ.
Ἔμεινε ἐκεῖ ὁ ἄγγελος ἑπτὰ ἡμέρες καὶ τότε θυμήθηκαν οἱ Πατέρες τὸν Γέροντα καὶ εἶπαν μεταξύ τους:
«Μήπως πέθανε ὁ τάδε Γέροντας;»
Πῆγαν πράγματι καὶ μόλις χτύπησαν τὴν πόρτα, ἔφυγε ὁ ἄγγελος.
Ὁ Γέροντας φώναζε δυνατὰ ἀπὸ μέσα:
«Φύγετε ἀπ᾿ ἐδῶ, ἀδελφοί».
Ἀλλὰ παραβίασαν τὴν πόρτα καὶ μπῆκαν καὶ τὸν ρώτησαν γιατὶ φώναζε.
Κι ἐκεῖνος τοὺς εἶπε:
«Τριάντα ἡμέρες ἤμουν ἄρρωστος καὶ κανεὶς δὲν ἦρθε νὰ μὲ δεῖ. Καὶ νά, ἐδῶ καὶ ἑπτὰ ἡμέρες ἔστειλε ὁ Θεὸς τὸν ἄγγελό του νὰ μὲ ὑπηρετεῖ. Καὶ μόλις ἤλθατε, ἔφυγε ἀπὸ κοντά μου».
Μετὰ τὸ λόγο αὐτό, ἐκοιμήθη. Καὶ οἱ ἀδελφοὶ θαύμασαν καὶ δόξασαν τὸν Θεό, ποὺ δὲν ἐγκαταλείπει αὐτοὺς ποὺ ἐλπίζουν σ᾿ Αὐτόν.
82. Εἶπε ἕνας Γέροντας:
«Ἐὰν σὲ βρεῖ ἀρρώστια σωματική, μὴ χάνεις τὸ θάρρος σου. Γιατὶ ἂν θέλησε ὁ Κύριός σου νὰ ὑποφέρεις στὸ σῶμα, ποιὸς εἶσαι σὺ ποὺ θὰ δυσφορήσεις; Αὐτὸς δὲν σὲ φροντίζει γιὰ ὅλα; Μήπως ζεῖς ἐν τῇ ἀπουσίᾳ του; Νὰ εἶσαι καρτερικὸς λοιπὸν καὶ νὰ Τὸν παρακαλεῖς νὰ σοῦ δίνει αὐτὰ ποὺ σοῦ συμφέρουν, δηλαδὴ νὰ γίνεται τὸ θέλημά Του. Νὰ ζεῖς μὲ καρτερία καὶ νὰ τρέφεσαι ἀπὸ ἐλεημοσύνη (ὅσο εἶσαι ἄρρωστος)».
87. Ἔλεγε κάποιος ἀπὸ τοὺς Γέροντες γιὰ τὸν φτωχὸ Λάζαρο:
«Δεν βρίσκουμε νά ᾿ χει κάνει αὐτὸς καμιὰ ἀρετή, μόνο ποὺ δὲν γόγγυσε ποτὲ κατὰ τοῦ Θεοῦ ὅτι δὲν τὸν σπλαχνίστηκε, ἀντίθετα, σήκωσε τὸν πόνο του μὲ εὐγνωμοσύνη καὶ δὲν κατέκρινε τὸν πλούσιο. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Θεὸς τὸν δέχθηκε ὡς δικό του».
89. Εἶπε ἄλλος Γέροντας:
«Ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο δὲν προκόβουμε εἶναι ὅτι δὲν γνωρίζουμε τὰ μέτρα μας, οὔτε ἔχουμε ὑπομονὴ στὸ ἔργο ποὺ ἀρχίζουμε ἀλλὰ θέλουμε ἄκοπα νὰ ἀποκτοῦμε ἀρετή. Ἐπιπλέον πηγαίνουμε ἀπὸ τόπο σὲ τόπο νομίζοντας ὅτι θὰ βροῦμε κάποιον τόπο ποὺ δὲν ὑπάρχει διάβολος».
97. Ἕνας ἀπὸ τοὺς Πατέρες κατοικοῦσε σὲ κάποιον τόπο καὶ ἔκανε ζωὴ ὑποδειγματική.
Αὐτὸς εἶχε ἕναν ἀδελφὸ ποὺ ἦταν ἡγούμενος μιᾶς Λαύρας. Σκέφθηκε λοιπὸν κάποια μέρα:
«Γιατί νὰ κάθομαι ἐδῶ καὶ νὰ κοπιάζω; Θὰ πάω στὸν ἀδελφό μου καὶ αὐτὸς θὰ μοῦ δίνει τὰ χρειαζούμενα».
Σηκώθηκε καὶ πῆγε στὸν ἀδελφό του, ὁ ὁποῖος μόλις τὸν εἶδε χάρηκε. Λέγει λοιπὸν τοῦ ἀδελφοῦ του:
«Θέλω νὰ μείνω ἐδῶ ἀλλὰ δώσ᾿ μου ἕνα κελὶ γιὰ νὰ μένω μόνος».
Τοῦ ἔδωσε, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη καὶ ὕστερα λησμόνησε ὅτι ὁ ἀδελφός του ἦλθε ἐκεῖ.
Οἱ ἀδελφοὶ τῆς Λαύρας βλέποντας ὅτι εἶναι ἀδελφὸς τοῦ ἡγουμένου, νόμιζαν ὅτι ὁ ἀδελφός του, τοῦ προσφέρει ὅ,τι χρειάζεται καὶ δὲν τοῦ πῆγαν τίποτε, οὔτε τὸν κάλεσαν σὲ κελὶ νὰ πάρει τουλάχιστον ψωμί.
Καὶ αὐτὸς καθὼς ἦταν διστακτικὸς ἀπὸ σεβασμό, δὲν ἐνοχλοῦσε κανέναν.
Σκέφθηκε τότε καὶ εἶπε:
«Ἴσως δὲν εἶναι θέλημα Θεοῦ νὰ μείνω ἐδῶ».
Παίρνει λοιπὸν τὸ κλειδὶ τοῦ κελιοῦ, τὸ ἐπιστρέφει στὸν ἀδελφό του καὶ τοῦ λέει:
«Συγχώρα με, δὲν μπορῶ νὰ μένω ἐδῶ».
Ἐκεῖνος ἐξεπλάγη καὶ τοῦ λέει:
«Πότε ἦλθες ἐδῶ;»
«Ἐσὺ δὲν μοῦ ᾿δωσες τὸ κλειδὶ τοῦ κελιοῦ;» τὸν ρωτάει.
«Πίστεψέ με -τοῦ λέει ὁ ἀδελφός του- δὲν θυμόμουν ὅτι ἦλθες ἐδῶ. Ἀλλὰ γιὰ τ᾿ ὄνομα τοῦ Κυρίου, πές μου ποιὸς λογισμὸς σὲ ἔκανε καὶ ἦλθες ἐδῶ;»
Κι ἐκεῖνος τοῦ εἶπε:
«Ἀκριβῶς μὲ τέτοια ἐλπίδα, νὰ βρῶ δηλαδὴ ἀνάπαυση κοντά σου».
Τότε τοῦ λέει ὁ ἀδελφός του:
«Δίκαια λοιπὸν μ᾿ ἔκανε ὁ Θεὸς νὰ σὲ λησμονήσω, γιατὶ δὲν στήριξες τὴν ἐλπίδα σου σ᾿ Ἐκεῖνον, ἀλλὰ σὲ μένα».
Ἔτσι σηκώθηκε καὶ ἐπέστρεψε στὸ τόπο ποὺ κατοικοῦσε πρῶτα.
Πηγή:Μέγα Γεροντικό
Έκδοση:Ιερά Μονή Παρακλήτου