Φαίνεται ότι κάποτε ενήστευες και σήμαινε ότι είσαι Ρωμηός.
Αν δε νήστευες Τετάρτη και Παρασκευή, εσήμαινε ότι είσαι Τούρκος.
Ετούτο δεν είναι υπερβολή, ήταν ένας τόπος κοινός στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, και τούτο το βλέπουμε ξεκάθαρα στο έργο του Φωτάκου: «Ο Βίος του Παπαφλέσσα».
Όταν έφτασε ο Φλέσσας στο Άργος, ο αδελφός του Νικήτας τού άλλαξε τα φορέματα, τού φόρεσε τούρκικα καλιοντσίτικα και τον όπλισε ως Τούρκο, καθώς και τους άλλους που είχε μαζί του ο Παπαφλέσσας.
Προφανώς, έγινε αυτό, για λόγους ασφαλείας, που θα λέγαμε σήμερα. Φιλοξενήθηκε, όμως, ο Φλέσσας, μαζί με τους δικούς του, στην οικεία του Οικονομόπουλου. Κι επειδή η οικοδέσποινα τους εξέλαβε ως Τούρκους , αν και ήταν Τετάρτη, τους έβγαλε να φάνε αυγά. Παίζοντας εκείνοι τους Τούρκους, προσποιήθηκαν ότι τα έφαγαν, αλλά κρυφίως τα πέταξαν. Και μάλιστα έπειτα – μάλλον μετά την αναχώρηση τους – τα αυγά ευρέθησαν (!) καθώς το διηγείται ο Φωτάκος.
Ο Έλληνας της Τουρκοκρατίας είναι ο πιο βαθιά Ορθόδοξος Έλληνας που βρίκεται μέσα στους αιώνες. Ίσως περισσότερο κι από τον Έλληνα του Βυζαντίου, πάει μπροστά σε Ορθοδοξία ο σκλαβωμένος Έλληνας επι Τουρκιάς.
Ο Ρωμηός επι Τουρκιάς γνωρίζει Τετάρτη και Παρασκευή, ξέρει να κάνει μετάνοιες, λειτουργείται κάθε Κυριακή, προσεύχεται, ευλογεί και ευλογείται, μιλάει στα παιδιά του για Θεό, κάνει τον σταυρό του γεμάτον και ολόκληρον – αρχοντικόν σταυρόν, όχι τσιγκούνικον, κι έτσι μπουζούκικον. Στο κούτελο, κάτω στη βαλβίδα της κοιλιάς, δεξιά κι αριστερά στους ώμους, έτσι κάνει ο Παπαφλέσσας τον σταυρό του, ο Γέρος του Μόρια, ο Διάκος και οι άλλοι.
Όσοι μάς ελευθέρωσαν, εγνώριζαν Τετάρτη και Παρασκευή. Αυτονοήτως ενήστευαν ως κάτι δεδομένο και παραδομένο άπαξ εκ προγόνων Ορθοδόξων. Πλείστα όσα παραδείγματα δεικνύουν του λόγου το αληθές: ότι αυτοί που μάς λευτέρωσαν σαν καλογέρια αγαπούσαν τον Θεό, ήταν άνθρωποι του «Πάτερ Ημών» και της ωραίας εν Θεώ ζωής.