Αφού λοιπόν πήγε ένας απ’ τους δώδεκα, ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, στους αρχιερείς τους είπε: Τι θέλετε να μου δώσετε, για να σας τον παραδώσω;
Ω η καταραμένη εκείνη φωνή!
Πώς βγήκε απ’ το στόμα του;
Πώς κίνησε τη γλώσσα του;
Πως δε ναρκωθηκε όλο το σώμα του;
Πώς δε σάλεψε το μυαλό του;
Τι θέλετε να μου δώσετε για να σας τον παραδώσω; Πες μου αυτά σου έμαθε ο Χριστός; Γι’ αυτό δεν έλεγε, μην αποχτήσετε χρυσά νομίσματα, ούτε ασημένια, ούτε χάλκινα, που να τα φυλάγεται στις ζώνες σας, θέλοντας να μετριάσει από πιο μπροστά τη φιλαργυρία σου; Δεν έδινε αδιάκοπα αυτές τις συμβουλές και μαζί μ’ αυτές δεν έλεγε: Αν κάποιος σε χτυπήσει στο δεξιό μάγουλο γύρισε του και το αριστερό; Τι θέλετε να μου δώσετε, για να σας τον παραδώσω; Ω, πόση παραφροσύνη!
Για ποιάν αιτία, πες μου; Ποια μικρή ή μεγάλη κατηγορία έχεις και παραδίνεις το δάσκαλο; Επειδή σου έδωσε τη δύναμη να εξουσιάζεις τα κακά πνεύματα; Επειδή σ’ έκαμε ικανό να γιατρεύεις τις αρρώστιες; Να καθαρίζεις απ’ τη λέπρα; Να ανασταίνεις νεκρούς; Επειδή σου έκαμε υποτακτικό το θάνατο; Γι’ αυτές τις ευεργεσίες τουδωσες αυτή την αμοιβή; Τι θέλετε να μου δώσετε, για να σας τον παραδώσω; Ω, πόση ανοησία! σωστότερα όμως, ω, πόση φιλαργυρία! Γιατί η φιλαργυρία γέννησε όλα τα κακά. Επειδή τον κυρίεψε εκείνη, πρόδωσε τον διδάσκαλο.
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος