Ερώτησαν κάποτε τον Αββά Ισαάκ τον Σύρον:
Από που καταλαβαίνει κανείς, εάν έφτασε η στην καθαρότητα της καρδίας και εκείνος απάντησε:
Όταν θεωρεί καλούς όλους τους ανθρώπους και κανέναν βέβηλο και ακάθαρτον, τότε ο άνθρωπος αυτός είναι πραγματικά καθαρός τη καρδία. Διότι ο καθένας είναι δυνατόν να φρονει με επίγνωση και ειλικρινή διάθεση καρδίας ότι όλοι είναι ανώτεροι του, σύμφωνα με το Αποστολικόν παράγγελμα (Φιλιπ. Β’ 3), εάν κατορθώσει να φθάσει είς την τελείαν εκείνη κατάστασιν, που μας υπενθυμίζει το ρητό “ο οφθαλμός σου είναι καθαρός και δεν είναι δυνατόν να ιδη πονηρά πράγματα”(Αββακ. Α” 13).
Και όταν τον ερώτησαν στην συνέχεια: Και τι είναι αυτή η καθαρότης της καρδίας απάντησε: Η καθαρότης λοιπόν είναι η τέλεια λησμοσύνη και άγνοια των τρόπων της δευτέρας φύσεως του ανθρώπου, οι οποίοι προέρχονται από την παρακοή και τους οποίους εφεύρε και ηύξησε η φύση ημών (μετά την αμαρτίαν) από τα πράγματα του παρόντος κόσμου.
Εκείνος που θα κατορθώσει να ευρεθή έξω από αυτά ή μάλλον εκείνος, που θα βγάλει έξω από την ψυχή του όλες τις παρά φύσιν καταστάσεις και ασχημιες και θα φθάσει εις το σημείο λησμοσύνης όλων αυτών, εξ αιτίας της ηθελημένης άγνοιας αυτών και της περί αυτά απραξίας, είναι φανερό ότι επανέκτησε την προ της πτώσεως του ανθρώπου απλότητα και ακακία και έγινε, κατά την προαίρεση και την ψυχική κατάσταση, ένα πραγματικό αθώον νήπιον, χωρίς να έχει και τα ελαττώματά του νηπίου.