(…)Μόλις, λοιπόν, ο Κύριος με τη θεϊκή Του συνοδεία παρουσιάστηκε λαμπροφόρος στα κατάκλειστα, στ’ ανήλια, στα κατασκότεινα δεσμωτήρια και κατοικητήρια και υπόγεια και σπήλαια του άδη, ο αρχιστράτηγος Γαβριήλ, όντας από παράδοση εκείνος που φέρνει στους ανθρώπους τις καλές και χαρμόσυνες αγγελίες, τους προφταίνει όλους και, με φωνή δυνατή, αρχαγγελικότατη και στρατηγικότατη, επιβλητική και λιονταρίσια, λέει στις εχθρικές δυνάμεις: “«Σηκώστε, άρχοντες, τις πύλες!»”. Μετά απ’ αυτόν φωνάζει και ο Μιχαήλ: “«Και γκρεμιστείτε, πύλες αιώνιες!»
(…)Καθώς, λοιπόν, αυτά γίνονταν και λέγονταν στον άδη και όλα σείονταν και ο Κύριος κόντευε να φτάσει πια στα έσχατα βάθη, ο Αδάμ εκείνος ο πρωτοδημιούργητος και πρωτόπλαστος και πρωτόθνητος, που βρισκόταν σφιχτοδεμένος πιο βαθιά απ’ όλους, άκουσε τα βήματα του Κυρίου, που πλησίαζε τους φυλακισμένους, και αναγνώρισε τη φωνή Του, καθώς περπατούσε μέσα στη φυλακή. Στράφηκε τότε σ’ όλους, όσοι ήταν μαζί του δέσμιοι για αιώνες, και τους είπε: “Κρότο βημάτων ακούω Κάποιου που μας ζυγώνει. Κι αν πραγματικά αξιωθήκαμε να φτάσει Εκείνος εδώ, τότε είμαστε ελεύθεροι! Αν στ’ αλήθεια Τον δούμε ανάμεσά μας, τότε σωθήκαμε απ’ τον άδη!”.
ΛΒ΄. Και καθώς αυτά και άλλα τέτοια έλεγε ο Αδάμ σ’ όλους τους συγκαταδίκους του, μπήκε ο Κύριος κρατώντας το νικηφόρο όπλο του Σταυρού. Μόλις Τον αντίκρυσε ο πρωτόπλαστος Αδάμ, χτύπησε το στήθος του από την έκπληξη και φώναξε: “Ο Κύριός μου ας είναι μαζί με όλους![151]”. Και αποκρίθηκε ο Χριστός στον Αδάμ: “Και μαζί με το δικό σου πνεύμα”. Ύστερα τον έπιασε απ’ το χέρι, τον σήκωσε[152] και του είπε: “«Ξύπνα εσύ που κοιμάσαι, αναστήσου απ’ τους νεκρούς, και ο Χριστός θα σε φωτίσει![153]». Εγώ, ο Θεός σου, που για χάρη σου έγινα γιός σου,[154] για χάρη σου και για χάρη των απογόνων σου, τώρα, με την εξουσία που έχω, λέω και προστάζω τους φυλακισμένους: Βγείτε έξω! Κι αυτούς που βρίσκονται στο σκοτάδι:[155] Ελάτε στο φως! Κι εκείνους που έχουν πεθάνει: Αναστηθείτε! Κι εσένα, (Αδάμ), σε διατάζω: Σήκω απ’ τον (αιώνιο) ύπνο σου! Δεν σ’ έπλασα γι’ αυτό, για να μένεις φυλακισμένος στον άδη. Αναστήσου απ’ τους νεκρούς! Εγώ είμαι η ζωή[156] των ανθρώπων. Σήκω, πλάσμα δικό μου! Σήκω, μορφή δική μου, φτιαγμένη σύμφωνα με την εικόνα μου![157] Σήκω να φύγουμε από δω.[158] Γιατί εσύ είσαι ενωμένος μ’ εμένα κι εγώ μ’ εσένα.[159] Για σένα έγινα γιος σου εγώ, ο Θεός σου, Για σένα πήρα τη δική σου μορφή του δούλου εγώ, ο Κύριος.[160] Για σένα κατέβηκα στη γη και πιο κάτω απ’ τη γη εγώ, που βρίσκομαι πιο πάνω απ’ τους ουρανούς.[161] Για σένα, τον άνθρωπο, έγινα σαν άνθρωπος αβοήθητος, αφημένος ανάμεσα στους νεκρούς[162]. Για σένα, που βγήκες μέσ’ από τον κήπο[163] (του παραδείσου), παραδόθηκα στους Ιουδαίους μέσα σε κήπο[164] και σταυρώθηκα μέσα σε κήπο.[165]
ΛΓ΄. Κοίτα στο πρόσωπό μου τα φτυσίματα·[166] τα καταδέχτηκα για χάρη σου, για να σε αποκαταστήσω όπως ήσουνα τότε, που σου είχα δώσει το φύσημά μου.[167] Κοίτα στα μάγουλά μου τα ραπίσματα·[168] τα καταδέχτηκα, για να ξαναδώσω στη διεστραμμένη μορφή σου την όψη που είχε σαν εικόνα μου. Κοίτα στη ράχη μου το μαστίγωμα·[169] το καταδέχτηκα, για να σκορπίσω το φορτίο των αμαρτημάτων σου. Κοίτα τα τρυπημένα χέρια μου· καλά καρφώθηκαν πάνω στο ξύλο (του Σταυρού)[170] για σένα, που όχι καλά άπλωσε το χέρι σου στο (απαγορευμένο) δέντρο.[171] Κοίτα τα τρυπημένα πόδια μου· καλά καρφώθηκαν στο ξύλο (του Σταυρού) εξαιτίας των δικών σου ποδιών, που όχι καλά έτρεξαν στο δέντρο της παρακοής. Την έκτη μέρα βγήκε η (καταδικαστική) απόφαση (για σένα)·[172] την έκτη μέρα πάλι πραγματοποιώ την ανάπλασή σου και σου ανοίγω τον παράδεισο.[173]
ΛΔ΄. Γεύτηκα χολή για χάρη σου,[174] για να γιατρέψω την πικρή ηδονή που γεύτηκες απ’ τον γλυκό εκείνο καρπό. Γεύτηκα ξύδι,[175] για να βγάλω οριστικά απ’ τη ζωή σου το καυστικό και αφύσικο ποτήρι του θανάτου. Δέχτηκα σφουγγάρι,[176] για να σβήσω το χρεόγραφο των αμαρτιών σου.[177] Δέχτηκα καλάμι,[178] για να υπογράψω την απελευθέρωση του ανθρώπινου γένους.[179] Κοιμήθηκα πάνω στο Σταυρό και τρυπήθηκα με λόγχη στην πλευρά[180] για σένα, που σε κοίμισα στον παράδεισο και από την πλευρά σου έβγαλα την Εύα.[181] Η πλευρά μου γιάτρεψε τον πόνο της πλευράς σου. Ο ύπνος μου θα σε βγάλει απ’ τον ύπνο σου στον άδη. Η λόγχη, που με τρύπησε, σταμάτησε τη ρομφαία που στρεφόταν εναντίον σου (και σου απαγόρευε την είσοδο στον παράδεισο).[182]
ΛΕ΄. Σήκω, λοιπόν, να φύγουμε από δω.[183] Κάποτε σ’ έδιωξα απ’ τον γήινο παράδεισο·[184] τώρα σε αποκαθιστώ όχι στον παράδεισο (εκείνο), αλλά σε θρόνο ουράνιο. Σ’ εμπόδισα να φας από το δέντρο της ζωής·[185] να που τώρα ενώθηκα μαζί σου εγώ, η Ζωή.[186] Έταξα τα Χερουβείμ να σε φρουρούν σαν δούλο· τώρα κάνω τα Χερουβείμ να σε προσκυνήσουν σαν Θεό. Κρύφτηκες απ’ το Θεό γιατί ήσουνα γυμνός (στο σώμα)·[187] να που έκρυψες μέσα σου γυμνό το Θεό. Ντύθηκες τον δερμάτινο χιτώνα της ντροπής·[188] να που ντύθηκα εγώ, μολονότι Θεός, τον αιμάτινο χιτώνα της σάρκας σου. Γι’ αυτό, σηκωθείτε! Ας φύγουμε από δω. (Ας πάμε) απ’ το θάνατο στη ζωή,[189] απ’ τη φθορά στην αφθαρσία,[190] απ’ το σκοτάδι στο αιώνιο φως.[191] Σηκωθείτε! Ας φύγουμε από δω. (Ας πάμε) απ’ την οδύνη στην ευφροσύνη,[192] απ’ τη δουλεία στην ελευθερία,[193] απ’ τη φυλακή (του άδη) στην επουράνια Ιερουσαλήμ,[194] απ’ τα δεσμά στην άνεση,[195] απ’ τη σκλαβιά στην τρυφή του παραδείσου,[196] απ’ τη γη στον ουρανό.
ΛΣΤ΄. Γι’ αυτό, άλλωστε, πέθανα και αναστήθηκα, για να γίνω Κύριος και νεκρών και ζωντανών.[197] Σηκωθείτε, λοιπόν! Ας φύγουμε από δω. Ο ουράνιος Πατέρας μου περιμένει το χαμένο πρόβατο. Τα ενενήντα εννέα πρόβατα[198] των αγγέλων περιμένουν τον συνδούλο τους Αδάμ – πότε θ’ αναστηθεί, πότε θ’ ανέβει και πότε θα επιστρέψει στο Θεό. Ο χερουβικός θρόνος έχει ευτρεπιστεί. Αυτοί που θα σας ανεβάσουν είναι γρήγοροι και πρόθυμοι. Το νυφικό δωμάτιο έχει ετοιμαστεί.[199] Το τραπέζι του δείπνου είναι στρωμένο.[200] Οι αιώνιες κατοικίες και διαμονές είναι έτοιμες.[201] Οι θησαυροί των αγαθών έχουν ανοιχτεί.[202] Η βασιλεία των ουρανών έχει ετοιμαστεί προαιώνια.[203] Μάτι δεν έχει δει κι αυτί δεν έχει ακούσει κι ανθρώπου λογισμός δεν έχει βάλει[204] τ’ αγαθά που περιμένουν τον άνθρωπο”.
ΛΖ΄. Αυτά και άλλα τέτοια καθώς έλεγε ο Κύριος, αναστήθηκε. Την ίδια στιγμή αναστήθηκαν και ο ενωμένος μαζί Του Αδάμ και η Εύα. Μα κι άλλα πολλά σώματα αγίων, που είχαν πεθάνει απ’ την αρχή των αιώνων, αναστήθηκαν κι αυτά,[205] κηρύσσοντας την τριήμερη ανάσταση του Κυρίου. Ας την υποδεχτούμε κι εμείς, οι πιστοί, κι ας την αγκαλιάσουμε με χαρά, χορεύοντας μαζί με τους αγγέλους, γιορτάζοντας μαζί με τους αρχαγγέλους και συνάμα δοξάζοντας το Χριστό, που μας ανέστησε από τη φθορά και μας χάρισε τη ζωή.[206] Σ’ Αυτόν ανήκει η δόξα και η δύναμη,[207] μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό Πνεύμα Του στους ατέλειωτους αιώνες. Αμήν.
Άγιος Επιφάνιος Κύπρου, Λόγος εις την Θεόσωμον Ταφήν του Κυρίου, Γ΄ έκδ., Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός, 2007