Ο μοναχός αυτός ήταν τελείως αγράμματος, αλλά είχε δυνατή και απλή πίστη.
Καθώς έκανε τις ακολουθίες του και τα διακονήματα του, πίστευε ότι ο Χριστός και οι Άγιοι είναι ζωντανοί και τον συντροφεύουν, γι’ αυτό και τους μιλούσε τακτικά, όπως μιλά κανείς σε ζωντανούς ανθρώπους.
Μια μέρα που βγήκε από το Μοναστήρι, μπήκαν σ’ αυτό ληστές, έκλεψαν ότι βρήκαν, τα φόρτωσαν στα ζώα τους κι έφυγαν.
Όταν επέστρεψε ο μοναχός και είδε το γυμνωμένο Μοναστήρι, ταράχθηκε. Αμέσως έτρεξε στο Ναό, που ήταν αφιερωμένος στον Άγιο Νικόλαο, στάθηκε μπροστά στον προστάτη του Μοναστηριού Άγιο και άρχισε να διαμαρτύρεται: «Άγιε μου Νικόλα, τι έγινε εδώ όταν έλειπα; Ήρθαν κακοί άνθρωποι και έκλεψαν το Μοναστήρι κι εσύ τους κοίταζες και δεν μιλούσες; Τι έκανες για να εμποδίσεις τους κλέφτες;
Βλέπω ότι δεν έκανες τίποτα. Άμ τότε δεν σου αξίζει η θέση αυτή που έχεις, αφού δεν προστάτεψες το Μοναστήρι. Θα σε βγάλω απ’ εκεί». Κι αμέσως ξεκολλά την εικόνα του αγίου από το τέμπλο, την βγάζει έξω από το μοναστήρι, την ακουμπά σ’ ένα βράχο, επιστρέφει και κλείνει την πόρτα. Δεν πέρασε μια ώρα και ακούει δυνατά χτυπήματα στην εξώπορτα. Ανοίγει και τι να δει.
Οι ληστές με τα ζώα τους φορτωμένα με όλα τα κλεμμένα και να του λένε: Εμείς κλέψαμε το Μοναστήρι και καθώς φεύγαμε, τα ζώα μας περπατούσαν κανονικά, αλλά κάποια στιγμή σταμάτησαν και δεν προχωρούσαν. Τα χτυπούσαμε, τα τραβούσαμε, έμεναν ακίνητα, μόλις όμως γύριζαν πίσω έτρεχαν. Είπαμε, ότι όπως φαίνεται, ο Θεός θέλει πίσω τα κλεμμένα και στα φέραμε.
Ο μοναχός πήρε τα πράγματα και καθώς έφευγαν οι ληστές, ευχαρίστησε το Θεό. Τότε θυμήθηκε την εικόνα του Αγίου, πήγε στο βράχο που την είχε ακουμπήσει, την προσκύνησε και είπε: «Τώρα σε παραδέχομαι, Άγιε Νικόλα. Είσαι ο προστάτης του Μοναστηριού». Πήρε θριαμβευτικά την εικόνα του Αγίου και την τοποθέτησε στη θέση της.
Από το Γεροντικό