ΕΠΑΡΣΗ ΚΑΙ ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ

Μετά τη θεραπεία του εκ γενετής τυφλού που διαβάζουμε στο κατά Ιωάννην ευαγγέλιο (κεφ. θ’), ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός είπε: <<Εις κρίμα εγώ εις τον κόσμον τούτον ήλθον, ίνα οι μη βλέποντες βλέπωσι και οι βλέποντες τυφλοί γένωνται>> (Ιωάν. θ’ 39).

Οι υπερήφανοι σοφοί και <<δίκαιοι εν εαυτοίς>> άνθρωποι του κόσμου τούτου, όπως οι παλιοί φαρισαίοι, δε θα μπορούσαν ν’ ακούσουν αδιάφορα τα λόγια αυτά του Κυρίου.

Επειδή ήταν φίλαυτοι κι είχαν πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους, ένιωσαν πως τα λόγια αυτά τους προσβάλλουν. Έτσι απάντησαν με μια ερώτηση, όπου κατόρθωσαν να συμπεριλάβουν ταυτόχρονα την αγανάκτηση, τον εγωϊσμό, την αυθάδεια και το μίσος τους προς τον Κύριο, αλλά και την περιφρόνησή τους προς Αυτόν.

<<Μη και ημείς τυφλοί εσμέν; τον ρώτησαν. Κι Εκείνος τους απάντησε: <<Ει τυφλοί ήτε, ουκ αν είχετε αμαρτίαν’ νυν δε λέγετε ότι βλέπομεν’ η ουν αμαρτία υμών μένει>> (Ιωάν. θ’ 41). Τί φοβερό ψυχικό πάθος είναι η έπαρση!

Από τη μια μεριά, την κοσμική, στερεί τον υπερήφανο άνθρωπο από τη βοήθεια και τη συμβουλή του πλησίον του. Από την άλλη, του Θεού και της ψυχικής σωτηρίας, στέρησε και στερεί τους αλαζόνες φαρισαίους από τον πιο πολύτιμο θησαυρό:

τη δωρεά του Θεού που έφερε στη γη από τον ουρανό ο Υιός του Θεού. Τους στέρησε κι εξακολουθεί να τους στερεί από τη θεία αποκάλυψη, από μια ευλογημένη σχέση και κοινωνία με το Θεό.

Οι φαρισαίοι νόμιζαν πως <<έβλεπαν>>, πως είχαν όλη την απαραίτητη γνώση για το Θεό. Επομένως δεν είχαν ανάγκη για περισσότερη πρόοδο, ούτε για διαδοχή από κανέναν. Γι’ αυτό το λόγο κι αποστρέφονταν με περιφρόνηση και βδελυγμία κάθε διδασκαλία περί Θεού, έστω κι αν αυτή γινόταν άμεσα από τον ίδιο τον Θεό.

Η αρετή που αντίκειται στην υπερηφάνεια, όπως αυτή εκφράζεται εσωτερικά στον άνθρωπο, δηλαδή στην έπαρση, είναι η ταπείνωση. Η υπερηφάνεια είναι μια αδυναμία κι ένα πάθος του πνεύματός μας, μια αμαρτία του νου.

Η ταπείνωση, αντίθετα, είναι μια καλή κι ευλογημένη πνευματική κατάσταση, μια βασική αρετή του νου. Γι’ αυτό και στην Αγία Γραφή αλλά και στα κείμενα των αγίων πατέρων ονομάζεται ταπεινοφροσύνη. Τί είναι η ταπεινοφροσύνη;

Ταπεινοφροσύνη είναι η ο ορθή αντίληψη που έχει ο άνθρωπος για την ανθρωπότητα. Επομένως είναι κι η ορθή αντίληψη που έχει ο άνθρωπος και για τον εαυτό του.

Άμεσο αποτέλεσμα της ταπείνωσης, της ταπεινοφροσύνης, είναι το γεγονός ότι, αφού ο άνθρωπος έχει ορθή αντίληψη για την ανθρωπότητα και για τον εαυτό του, επομένως τον συμφιλιώνει με τον εαυτό του, με τους άλλους ανθρώπους, με τα πάθη, τις αδυναμίες και τις προσβολές του σε κάθε διαπροσωπική σχέση ή κοινωνική περίσταση.

Τον συμφιλιώνει με τη γη και τον ουρανό. Η αρετή της ταπείνωσης έλαβε το όνομά της από την εσωτερική γαλήνη της καρδιάς. Όταν μιλάμε για γαλήνη και ηρεμία, για τη χαρά και την ευλογημένη κατάσταση που μας παρέχει η αρετή αυτή, την ονομάζουμε ταπείνωση.

Όταν όμως θέλουμε να δείξουμε τόσο την κατάσταση αυτή όσο και την αιτία από την οποία προήλθε, τότε την ονομάζουμε ταπεινοφροσύνη. Μη, νομίζετε, αδελφοί μου, πως είναι αυθαίρετος ο ορισμός που δίνουμε στην ταπεινοφροσύνη,

ότι είναι δηλαδή ο ορθός τρόπος αντίληψης και κατανόησης που έχει ο άνθρωπος για την ανθρωπότητα γενικά και για τον ίδιον ειδικότερα.

Τον ορισμό αυτόν για την ταπείνωση και την ταπεινοφροσύνη τον διατύπωσε ο ίδιος ο Κύριος. <<Γνώσεσθε την αλήθειαν, και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς>> (Ιωάν. η’ 32), είπε.

Ποιά είναι αυτή πνευματική ελευθερία την οποία χαρίζει η αλήθεια αν όχι η αγία και θεοχαρίτωτη ειρήνη της ψυχής, η ταπείνωση, η ευαγγελική ταπεινοφροσύνη; Θεία Αλήθεια είναι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός (βλ. Ιωάν. ιδ’ 6).

Εκείνος διακήρυξε: <<Μάθετε απ’ εμού -από μένα, την Αλήθεια-, ότι πράoς είμι και ταπεινός τη καρδία, και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών>> (Ματθ. ια’ 29).

Ταπεινοφροσύνη είναι ο τρόπος που σκέφτεται ο εμπνευσμένος από το Θεό άνθρωπος για τον εαυτό του και για την ανθρωπότητα. Η έπαρση είναι μια ελεεινή και καταστροφική αυταπάτη.

Είναι μια ολέθρια πλάνη με την οποία η ανθρωπότητα αυταπατάται κι οι οι δαίμονες την παγιδεύουν. Το θεμέλιο της έπαρσης του ανθρώπου είναι απατηλό, είναι η φιλαυτία του. Ο υπερήφανος άνθρωπος λογαριάζει τον εαυτό του σαν κάτι το αυθύπαρκτο, όχι σαν δημιούργημα του Θεού.

Η επίγεια ζωή του φαίνεται ατέλειωτη. Ο θάνατος και η αιωνιότητα νομίζει πως δεν τον αγγίζουν, είναι ανύπαρκτα πράγματα. Ούτε κι η θεία πρόνοια υπάρχει γι’ αυτόν. Νομίζει πως τα πάντα διέπονται από την ανθρώπινη λογική, ο κόσμος ολόκληρος κυβερνάται από τον ορθό λόγο.

Όλες οι σκέψεις του έρπουν χαμηλά, στη γη. Η ζωή του ολόκληρη προσφέρεται σαν μια θυσία αποκλειστικά στη γη και πάνω της θά’ θελε να ζει και να ευφραίνεται ατέλειωτα, χωμένος ως το λαιμό στην αμαρτία.

Και φαίνεται ότι σ’ αυτόν τον παρανοϊκό κι ανεφάρμοστο στόχο αγωνίζονταν να φτάσουν οι τυφλοί φαρισαίοι και σαδδουκαίοι. Τον ταπεινόφρονα άνθρωπο, αντίθετα, στην πορεία του προς την αιωνιότητα τον συνοδεύει πάντα η μνήμη του θανάτου.

Αυτή τον συμβουλεύει να ενεργεί στη γη με γνώμονα την πορεία του αυτή, τον εμπνέει σε έργα αγαθά, σε ευεργεσίες. Ο ταπεινόφρονας άνθρωπος αγωνίζεται ν’ αποκτήσει αρετές, όχι να παρασυρθεί από τα πάθη, ή να τα ικανοποιήσει.

Επομένως τα έργα του δεν μπορεί παρά να είναι ευεργετικά για την κοινωνία των ανθρώπων. Ο ταπεινόφρονας άνθρωπος βλέπει τον εαυτό του σαν ένα μικρό κόκκο σκόνης στη μέση του αχανούς σύμπαντος, στη μέση του χρόνου και των άπειρων ανθρώπινων γεγονότων, τόσο εκείνων που πέρασαν όσο και κείνων που θά’ ρθουν.

Ο νους κι η καρδιά του ταπεινόφρονα δέχονται ευχάριστα τη θεία χριστιανική διδασκαλία και αγωνίζονται για την απόκτηση της αρετής. Ο νους κι η καρδιά του ταπεινόφρονα βλέπουν και νιώθουν την πτώση της ανθρώπινης φύσης και γι’ αυτό μπορούν ν’ αναγνωρίσουν και να δεχτούν το Λυτρωτή.

Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο του Οσίου Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ «Η Βασιλεία του Χριστού και ο αντίχριστος»,
σε μετάφραση και επιμέλεια του συγγραφέα Πέτρου Μπότση, «Έργα Γ’»,
Αθήνα 2011, σελ. 54-58.