1. Ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος βυθίζοντας κάποια φορὰ βαθιὰ τὴ σκέψη του στοῦ Θεοῦ τὴν κρίση ζήτησε νὰ μάθει:
«Κύριε, εἶπε, πῶς μερικοὶ ζοῦν λίγα χρόνια καὶ πεθαίνουν, ἐνῷ ἄλλοι φτάνουν στὰ βαθιὰ γεράματα; Γιατὶ κάποιοι ζοῦν μέσα στὴ φτώχεια καὶ ἄλλοι πλουτίζουν; Καὶ πῶς συμβαίνει ἄδικοι νὰ πλουτίζουν καὶ δίκαιοι ἄνθρωποι νά᾿ναι φτωχοί;»
Ἄκουσε τότε μιὰ φωνὴ νὰ τοῦ λέει:
«Ἀντώνιε, τὸν ἑαυτό σου πρόσεχε. Αὐτὰ εἶναι κρίματα Θεοῦ καὶ δὲν σοῦ συμφέρει νὰ τὰ μάθεις».
2. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος στὸν ἀββᾶ Ποιμένα ὅτι ἡ σπουδαιότερη ἐργασία ποὺ ἔχει νὰ κάνει ὁ ἄνθρωπος εἶναι νὰ ἀναλαμβάνει τὴν εὐθύνη τῶν σφαλμάτων του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀναμένει πειρασμὸ μέχρι τελευταίας του πνοῆς.
3. Εἶπε ἐπίσης:
«Εἶδα ὅλες τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου ἁπλωμένες πάνω στὴ γῆ καὶ στενάζοντας εἶπα: Ποιὸς ἄραγε μπορεῖ νὰ τὶς προσπεράσει αὐτές; Καὶ ἄκουσα μία φωνὴ νὰ μοῦ λέει: Ἡ ταπεινοφροσύνη».
4. Ὅποιος δὲν δοκιμάσθηκε σὲ πειρασμοὺς -εἶπε ἄλλη φορὰ- δὲν θὰ μπορέσει νὰ μπεῖ στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
5. Ἐπισκέφθηκαν κάποτε Γέροντες τὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο, μαζί τους ἦταν καὶ ὁ ἀββᾶς Ἰωσήφ.
Θέλοντας ὁ Γέροντας νὰ τοὺς δοκιμάσει, τοὺς εἶπε ἕνα ρητὸ ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ ἄρχισε ἀπὸ τοὺς νεώτερους νὰ τοὺς ρωτάει ποιὸ εἶναι τὸ νόημά του.
Ὁ καθένας ἔλεγε ὅπως τὸ καταλάβαινε, καὶ ὁ Γέροντας τοῦ ἀπαντοῦσε:
«Δὲν τὸ βρῆκες».
Τελευταῖο ἀπ᾿ ὅλους ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ἰωσήφ:
«Ἐσὺ τί νομίζεις ὅτι σημαίνει ὁ λόγος αὐτός;»
«Δὲν γνωρίζω» ἀπάντησε ἐκεῖνος.
Λέει τότε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος:
«Ὁπωσδήποτε ὁ ἀββᾶς Ἰωσὴφ βρῆκε τὸν δρόμο, γιατὶ εἶπε: δὲν γνωρίζω».
6. Ἔκαναν ἕφοδο κάποτε οἱ δαίμονες στὸν ἀββᾶ Ἀρσένιο μέσα στὸ κελί του καὶ τὸν ταλαιπωροῦσαν.
Ἔφθασαν κάποια στιγμὴ οἱ διακονητές του καὶ καθὼς ἦσαν ἔξω ἀπὸ τὸ κελί, τὸν ἄκουσαν νὰ κραυγάζει πρὸς τὸν Θεὸ καὶ νὰ λέει:
«Θεέ μου, μὴ μὲ ἐγκαταλείψεις. Δὲν ἔκανα τίποτε τὸ καλὸ ἐνώπιόν σου ἀλλὰ βοήθησέ με κατὰ τὴν ἀγαθότητά σου νὰ βάλω ἀρχή».
23. Ρωτήθηκε ὁ ἀββᾶς Ἀμμωνᾶς τί εἶναι «ἡ στενὴ καὶ τεθλιμμένη ὁδός». Καὶ ἀποκρίθηκε:
«Ἡ στενὴ καὶ τεθλιμμένη ὁδὸς εἶναι νὰ πολεμάει ὁ ἄνθρωπος τοὺς λογισμούς του καὶ νὰ κόβει τὰ δικά του θελήματα ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό. Καὶ αὐτὸ σημαίνει τὸ ρητό: Ἐγκαταλείψαμε ἐμεῖς τὰ πάντα καὶ σὲ ἀκολουθήσαμε».
28. Ἔλεγε ὁ μακαριστὸς Γρηγόριος ὁ Θεολόγος:
«Πῶς θὰ κατέβουμε πρὸς τὴν σωτήρια ταπεινοφροσύνη, χωρὶς νὰ ἐγκαταλείψουμε τὸν ὀλέθριο ὄγκο τῆς ὑπερηφάνειας; Ἐὰν παντοτινὰ ἐπιδιώκουμε τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ δὲν ἀδιαφοροῦμε σὲ καμιὰ περίπτωση, μὲ τὴν ἰδέα ὅτι τάχα δὲν βλαπτόμαστε ἀπὸ αὐτό. Διότι ἡ ψυχὴ ἐξομοιώνεται πρὸς τὸ ἀντικείμενο μὲ τὸ ὁποῖο ἀσχολεῖται καὶ διαπλάθεται σύμφωνα μ᾿ αὐτὰ ποὺ πράττει καὶ παίρνει τὸ ἀνάλογο σχῆμα μ᾿ αὐτά.
Γιὰ σένα λοιπὸν καὶ ἡ ἐμφάνιση καὶ τὸ ἔνδυμα, τὸ βάδισμα ὅσο καὶ τὸ κάθισμα, ἡ τροφὴ καὶ ἡ ὅλη εἰκόνα τῆς ζωῆς σου, ἀκόμη καὶ τὸ στρώσιμο τοῦ κρεβατιοῦ καὶ τὸ σπίτι καὶ τὰ ἀντικείμενα ποὺ ὑπάρχουν μέσα σ᾿ αὐτό, ὅλα ἂς εἶναι προσαρμοσμένα γιὰ λιτὴ ζωή. Ἀλλὰ καὶ ἡ ψαλμῳδία καὶ τὸ ᾆσμα καὶ ἡ καλὴ συμπεριφορὰ πρὸς τὸν πλησίον, καὶ αὐτὰ ἂς κλίνουν πρὸς τὴ λιτότητα περισσότερο παρὰ στὴν ὑπερβολή.
Μὴν κομπάζεις, σὲ παρακαλῶ, μὲ λόγους ἐπιδεικτικούς, οὔτε μὲ ᾄσματα ὑπερβολικὰ καλλίφωνα, οὔτε μὲ συζητήσεις ὑπερήφανες καὶ δυσνόητες, ἀλλὰ σὲ ὅλα νὰ ἀφαιρεῖς ἀπὸ τὸ μέγεθος.
Καλοσυνάτος μεταξὺ τῶν φίλων, ἤπιος στὸν ὑπηρέτη, ἀνεξίκακος στοὺς θρασεῖς, φιλάνθρωπος στοὺς ἀνήμπορους, ἡ παρηγοριὰ σ᾿ ὅσους ὑποφέρουν, παρὼν σ᾿ ὅσους θλίβονται, μ᾿ ἕνα λόγο μὴ παραβλέποντας κανέναν, γλυκὺς ὅταν ἀπευθύνεσαι σὲ κάποιον, ἀνοιχτόκαρδος στὴν ἐξυπηρέτηση, πρόθυμος καὶ καταδεκτικὸς πρὸς ὅλους».
30. Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Ἐπιφάνιος:
«Ἡ Χαναναία κραυγάζει καὶ εἰσακούεται, ἡ αἱμορροοῦσα σωπαίνει καὶ καλοτυχίζεται, ὁ Φαρισαῖος μιλάει δυνατὰ καὶ καταδικάζεται, ὁ Τελώνης οὔτε ἀνοίγει τὸ στόμα καὶ δικαιώνεται».
31. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Εὐάγριος: Ἀρχὴ σωτηρίας εἶναι τὸ νὰ καταδικάζεις τὸν ἑαυτό σου.
40. Εἶπε ἐπίσης ὅτι αὐτὸς ποὺ ἔχει ταπείνωση δὲν ἔχει γλῶσσα νὰ πεῖ σὲ κάποιον ὅτι εἶναι ἀμελὴς ἢ νὰ ἀντιμιλήσει σ᾿ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος τὸν ταλαιπωρεῖ, οὔτε ἔχει μάτια νὰ δεῖ ἢ νὰ ἀντιληφθεῖ ἄλλου ἀνθρώπου ἐλαττώματα, οὔτε αὐτιὰ ν᾿ ἀκούσει πράγματα ποὺ δὲν ὠφελοῦν τὴν ψυχή του. Στόμα δὲν ἔχει νὰ φανερώσει ἐλαττώματα κάποιου ἢ νὰ θλίψει κάποιον μὲ τὰ λόγια του οὔτε ἔχει ἐνδιαφέροντα μὲ κάποιον ἐκτὸς τῶν δικῶν του ἁμαρτημάτων. Ἀντίθετα, εἶναι εἰρηνικὸς πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, γιατὶ αὐτὸ εἶναι ἐντολὴ τοῦ Κυρίου καὶ ὄχι γιατὶ χαρίζεται κάποια ἄλλη ἀδυναμία.
Γιατὶ κι ἂν νηστεύει κανεὶς ὅλη τὴν ἑβδομάδα καὶ κάνει πολλοὺς κόπους ἔξω ἀπὸ τὴν πορεία αὐτή, πᾶνε χαμένοι ὅλοι οἱ κόποι του.
41. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας:
«Ἡ συνειδητὴ παράδοση τοῦ ἑαυτοῦ μας στὸν Θεό, καὶ ἡ ὑπακοὴ στὶς ἐντολές του μὲ ταπείνωση, φέρνουν τὴν ἀγάπη καὶ ἡ ἀγάπη φέρνει τὴν ἀπάθεια».
43. Ρώτησαν τὸν ἀββᾶ Ἡσαΐα τί εἶναι ταπείνωση, κι ἐκεῖνος εἶπε:
«Ταπείνωση εἶναι νὰ θεωροῦμε τὸν ἑαυτό μας πιὸ ἁμαρτωλὸ ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ ἐξουθενώνουμε τὸν ἑαυτό μας ὅτι τίποτε καλὸ δὲν κάναμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Καὶ ἡ ἐργασία τῆς ταπείνωσης εἶναι ἡ ἑξῆς: Νὰ σιωποῦμε, νὰ μὴ ψηφίζουμε τὸν ἑαυτό μας σὲ καμιὰ περίπτωση, νὰ μὴν εἴμαστε φιλόνικοι, νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι γιὰ ὑποταγή, μὲ τὸ βλέμμα χαμηλωμένο, τὸν θάνατο νὰ ἔχουμε πρὸ ὀφθαλμῶν, νὰ μὴν χρησιμοποιοῦμε τὸ ψέμα καὶ τὸν ἀργὸ λόγο. Νὰ μὴν ἀντιμιλοῦμε στὸν μεγαλύτερο, νὰ μὴ θέλουμε νὰ περάσει ὁ λόγος μας, νὰ ὑπομένουμε τὶς περιφρονήσεις, νὰ μισήσουμε τὴν ἀνάπαυση, νὰ βιάζουμε τὸν ἑαυτό μας σὲ κάθε περίπτωση, νὰ εἴμαστε νηφάλιοι, νὰ κόψουμε τὸ θέλημά μας, νὰ μὴν προκαλοῦμε κανέναν καὶ νὰ μὴ φθονοῦμε κανένα».
46. «Ἂς μὴ μιλάει ἡ γλῶσσα σου -εἶπε ἄλλη φορὰ- ἀλλὰ ἡ πράξη. Ὁ λόγος σου νά᾿ναι ταπεινὸς περισσότερο ἀπ᾿ ὅ,τι ἡ πράξη. Μὴν μιλήσεις ἐρήμην τῆς συνειδήσεώς σου καὶ μὴ διδάξεις χωρὶς ταπείνωση, γιὰ νὰ δεχθεῖ ἡ γῆ τὸν σπόρο σου».
49. Βρέθηκε κάποτε ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος μὲ ἀδελφοὺς καὶ τὴν ὥρα ποὺ ἔτρωγαν, εὐλαβικὰ ἔπαιρναν τὰ ποτήρια, ἀμίλητοι, ἀλλὰ δὲν ἔλεγαν τὸ «συγχώρησον». Εἶπε τότε ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος: «Ἔχασαν οἱ μοναχοὶ τὴν εὐγένειά τους, νὰ λένε: συγχώρησον».
50. Ὁ ἴδιος εἶπε:
«Καμιὰ ἀρετὴ δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ τὸ νὰ μὴν ἐξουθενώνουμε τοὺς ἄλλους».
59. Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης:
«Ἡ πόρτα τοῦ οὐρανοῦ εἶναι ἡ ταπείνωση. Καὶ οἱ Πατέρες μας, περνώντας μὲ χαρὰ μέσα ἀπὸ πολλὲς καταφρονήσεις, μπῆκαν στὴν πόλη τοῦ Θεοῦ».
60. Εἶπε ἐπίσης: «Ἡ ταπεινοφροσύνη καὶ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ εἶναι πάνω ἀπ᾿ ὅλες τὶς ἀρετές».
61. Ρώτησε κάποια φορά:
«Ποιὸς πούλησε τὸν Ἰωσήφ;»
«Οἱ ἀδελφοί του» ἀποκρίθηκε ἕνας ἀδελφός.
«Ὄχι» τοῦ λέει ὁ Γέροντας, «ἡ ταπείνωσή του τὸν πούλησε, γιατὶ μποροῦσε νὰ πεῖ «εἶμαι ἀδελφός τους» καὶ νὰ ἀντιδράσει, ἀλλὰ σώπασε καὶ χάρη στὴν ταπείνωση πούλησε τὸν ἑαυτό του. Καὶ ἡ ταπείνωσή του τὸν κατέστησε ἄρχοντα στὴν Αἴγυπτο».
62. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης:
«Ἀφήσαμε τὸ ἐλαφρὺ φορτίο, δηλαδὴ τὸ νὰ μεμφόμαστε τὸν ἑαυτό μας καὶ κουβαλᾶμε τὸ βαρύ, δηλαδὴ τὸ νὰ δικαιώνουμε τὸν ἑαυτό μας».
63. Ὁ ἴδιος καθόταν στὴ σύναξη καὶ στέναξε μὴ γνωρίζοντας ὅτι κάποιος εἶναι πίσω του.
Ὅταν τὸ κατάλαβε, ἔβαλε μετάνοια λέγοντας: «Συγχώρεσέ με, ἀββᾶ, εἶμαι ἀκόμη ἀκατήχητος».
76. Ρώτησε ἀδελφὸς τὸν ἀββᾶ Κρόνιο:
«Μὲ ποιὸν τρόπο φθάνει ὁ ἄνθρωπος στὴν ταπεινοφροσύνη;»
«Μὲ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ» ἀπαντᾷ ὁ Γέροντας.
«Καὶ τί κάνοντας -ρωτάει πάλι ὁ ἀδελφός- φθάνει στὸν φόβο τοῦ Θεοῦ;»
«Ὅπως τὰ βλέπω ἐγὼ -λέει ὁ Γέροντας-μὲ τὸ νὰ περιμαζεύει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ κάθε τί καὶ νὰ τὸν δίνει σὲ κόπο σωματικὸ μὲ ὅση δύναμη ἔχει, καὶ νὰ θυμᾶται τὴν ἔξοδό του ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ καὶ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ».
81. Ρώτησαν τὸν ἀββᾶ Λογγίνο:
«Ποιὰ ἀπ᾿ ὅλες τὶς ἀρετὲς εἶναι μεγαλύτερη, πάτερ;»
Καὶ ὁ Γέροντας εἶπε:
«Σκέφτομαι ὅτι ὅπως ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἡ χειρότερη ἀπ᾿ ὅλες τὶς ἁμαρτίες, ἀφοῦ κι ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἔριξε κάποιους, ἀντίστοιχα καὶ ἡ ταπεινοφροσύνη ἔχει τὴ δύναμη καὶ ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ ἀπύθμενα βάθη νὰ ἀνεβάσει πάνω τὸν ἄνθρωπο, ἔστω κι ἂν ἔχει ἁμαρτήσει ὅσο καὶ ὁ διάβολος. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος μακαρίζει αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ταπεινὸ φρόνημα».
84. Πήγαινε κάποτε ὁ ἀββᾶς Μακάριος ἀπὸ τὸ Ἕλος στὸ κελί του κρατώντας βλαστούς.
Καὶ ξαφνικὰ τὸν συναντάει ὁ διάβολος πάνω στὸν δρόμο μ᾿ ἕνα δρεπάνι στὸ χέρι.
Ἔκανε νὰ τὸν χτυπήσει ἀλλὰ δὲν τὸ κατόρθωσε καὶ τοῦ λέει:
«Πολλὴ ἀντίσταση ὑπάρχει σὲ σένα, Μακάριε, γιατὶ ἡ δύναμή μου δὲν ἐνεργεῖ ἐπάνω σου. Ὅ,τι κάνεις, κάνω κι ἐγώ, ἐσὺ νηστεύεις, νηστεύω κι ἐγώ, ἐσὺ ἀγρυπνεῖς, ἐγὼ δὲν κοιμᾶμαι καθόλου. Ἕνα πρᾶγμα μόνο εἶναι στὸ ὁποῖο μὲ νικᾷς».
«Καὶ ποιὸ εἶναι αὐτό;» τὸν ρωτάει ὁ ἀββᾶς Μακάριος.
«Ἡ ταπείνωσή σου -ἀπαντᾷ- καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν μπορῶ νὰ σὲ νικήσω».
93. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Μωυσῆς:
«Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος δὲν κρατᾷ μέσα στὴν καρδιά του ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός, ὁ Θεὸς δὲν τὸν εἰσακούει».
«Καὶ τί σημαίνει -ρωτάει ὁ ἀδελφός- νὰ κρατᾷς στὴν καρδιά σου ὅτι εἶσαι ἁμαρτωλός;»
Καὶ ἀπαντᾷ ὁ Γέροντας:
«Ἐκεῖνος ποὺ σηκώνει συνειδητὰ τὶς ἁμαρτίες του, δὲν βλέπει τὶς ἁμαρτίες τοῦ πλησίον».
94. Ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Μωυσῆ:
«Σὲ κάθε κόπο ποὺ κάνει ὁ ἄνθρωπος, τί εἶναι αὐτὸ ποὺ θὰ τὸν βοηθήσει;»
«Ὁ Θεός, -τοῦ ἀπαντᾷ ὁ Γέροντας- εἶναι αὐτὸς ποὺ βοηθάει, διότι εἶναι γραμμένο στὴ Γραφή:
Ὁ Θεὸς εἶναι καταφυγὴ καὶ δύναμή μας καὶ βοηθὸς πανίσχυρος στὶς θλίψεις ποὺ μᾶς βρίσκουν».
«Καὶ οἱ νηστεῖες -ξαναρωτᾷ ὁ ἀδελφός-καὶ οἱ ἀγρυπνίες ποὺ κάνει ὁ ἄνθρωπος, τί σκοπὸ ἔχουν;»
«Αὐτὲς -τοῦ λέει ὁ Γέροντας- ταπεινώνουν τὴν ψυχή. Καὶ ἡ Γραφὴ λέει:
Δὲς τὴν ταπείνωσή μου καὶ τὸν κόπο μου καὶ συγχώρεσε ὅλες τὶς ἁμαρτίες μου.
Καὶ ἐὰν ἡ ψυχὴ θὰ φέρει τοὺς καρποὺς αὐτούς, θὰ τὴν σπλαχνιστεῖ ὁ Θεὸς χάρη σ᾿ αὐτά».
96. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ματώης:
«Ὅσο περισσότερο προσεγγίζει ὁ ἄνθρωπος τὸν Θεό, τόσο πιὸ πολὺ ἁμαρτωλὸ χαρακτηρίζει τὸν ἑαυτό του. Ὁ προφήτης Ἡσαΐας ὅταν εἶδε τὸν Θεὸ ἀποκαλοῦσε τὸν ἑαυτό του ταλαίπωρο καὶ βρωμερό».
97. Ἔλεγε ἐπίσης:
«Ὅταν ἤμουν νέος, εἶχα τὸν λογισμὸ ὅτι ἴσως κάποια καλὴ ἐργασία κάνω. Τώρα ὅμως ποὺ γέρασα, βλέπω ὅτι καμιὰ καλὴ ἐργασία δὲν ἔχω κάνει».
98. Ἀδελφὸς ἐπισκέφθηκε τὸν ἀββᾶ Ματώη καὶ τοῦ λέει:
«Πῶς οἱ Σκητιῶτες ἔκαναν περισσότερα ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ λέει ἡ Γραφὴ ἀγαπώντας τοὺς ἐχθρούς τους παραπάνω ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους;»
Καὶ ὁ ἀββᾶς Ματώης τοῦ εἶπε:
«Ἐγὼ μέχρι τώρα ἀκόμη δὲν ἔχω καταφέρει νὰ ἀγαπῶ σὰν τὸν ἑαυτό μου ἐκεῖνον ποὺ μὲ ἀγαπᾷ».
102. Ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ματώη:
«Τί νὰ κάνω ποὺ μὲ στενοχωρεῖ ἡ γλῶσσα μου, γιατὶ σὰν βρεθῶ ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπους, δὲν μπορῶ νὰ τὴν συγκρατήσω καὶ τοὺς κατακρίνω γιὰ κάθε καλὴ πράξη ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐλέγχω. Τί νὰ κάνω λοιπόν;»
Καὶ ὁ Γέροντας ἀποκρίθηκε:
«Ἐὰν δὲν μπορεῖς νὰ κυριαρχήσεις στὴ γλῶσσα σου, πᾶνε νὰ ζήσεις μόνος, γιατὶ αὐτὸ εἶναι ἀδυναμία σου. Αὐτὸς ποὺ μένει μαζὶ μὲ ἀδελφούς, δὲν πρέπει νὰ εἶναι τετράγωνος, ἀλλὰ στρογγυλὸς γιὰ νὰ κυλάει πρὸς ὅλους».
Καὶ πρόσθεσε ὁ Γέροντας:
«Τὸ ὅτι ζῶ μόνος δὲν εἶναι ἀπὸ ἀρετὴ ἀλλὰ ἀπὸ ἀδυναμία. Δυνατοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ βάζουν τὸν ἑαυτό τους ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπους».
107. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ξάνθιος:
«Τὸ σκυλὶ εἶναι σὲ καλύτερη μοῖρα ἀπὸ μένα, διότι καὶ ἀγάπη ἔχει καὶ δὲν θὰ κριθεῖ».
112. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμήν:
«Ἔχουμε πολλοὺς πειρασμούς, γιατὶ δὲν ἀποδεχόμαστε τὴν τάξη στὴν ὁποία εἴμαστε, καθὼς καὶ τὸ ὄνομά μας, ὅπως μᾶς λέει ἡ Γραφή. Δὲν βλέπουμε τὴ γυναῖκα τὴ Χαναναία ποὺ ἀποδέχθηκε τὸν χαρακτηρισμὸ ποὺ τῆς ἔκανε ὁ Κύριος καὶ γι᾿ αὐτὸ τὴν ἀνέπαυσε;
Ἐπίσης τὴν Ἀβιγαία ποὺ εἶπε στὸν Δαβίδ: Ἐγὼ ἔφταιξα, κι ἐκεῖνος τὴν ἄκουσε καὶ τὴν ἀγάπησε;
Ἡ Ἀβιγαία ἐκπροσωπεῖ τὴν ψυχὴ καὶ ὁ Δαβὶδ τὴν Θεότητα. Ἐὰν λοιπὸν ἡ ψυχὴ μεμφθεῖ τὸν ἑαυτό της ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ὁ Κύριος τὴν ἀγαπᾷ».
113. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμήν:
«Μὴν ἔχεις περὶ πολλοῦ τὸν ἑαυτό σου, ἀλλὰ νὰ προσκολληθεῖς σὲ ἄνθρωπο ποὺ ἡ ζωή του εἶναι σωστή».
114. Ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα: «Τὸ ὑψηλὸ φρόνημα τί εἶναι;»
Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε:
«Τὸ νὰ ὑπεραμύνεσαι τὸ δίκιο σου».
121. Ἀδελφὸς εἶπε στὸν ἀββᾶ Ποιμένα:
«Ἐὰν πέσω σὲ ἐλεεινὸ παράπτωμα, μὲ κατάτρωει ὁ λογισμός μου κατηγορώντας με «πῶς ἔγινε καὶ ἔπεσες;»
Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ λέει:
«Ὅποια ὥρα πέσει ὁ ἄνθρωπος σὲ κάποιο σφάλμα καὶ πεῖ «ἥμαρτον», ἀμέσως παύει ὁ λογισμός».
125. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμήν:
«Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ ὅλη τὴν ὥρα, ὅπως συμβαίνει μὲ τὴν ἀναπνοὴ ἀπὸ τὴ μύτη του».
127. Εἶπε ἐπίσης:
«Τὸ νὰ εἶναι παραδομένος κανεὶς στὸν Θεὸ μὲ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη, τὸ νὰ μὴν ἔχει περὶ πολλοῦ τὸν ἑαυτό του καὶ τὸ νὰ παραιτεῖται ἀπὸ τὸ θέλημά του, αὐτὰ εἶναι ἐργαλεῖα τῆς ψυχῆς».
129. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν ὅτι ὁ μακάριος ἀββᾶς Ἀντώνιος ἔλεγε:
«Ἡ μεγάλη δύναμη τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τὸ νὰ ἀναλαμβάνει τὴν εὐθύνη τῶν σφαλμάτων του ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καὶ νὰ ἀναμένει πειρασμὸ μέχρι τελευταίας του ἀναπνοῆς».
133. Εἶπε πάλι:
«Νὰ μὴν κάνεις τὸ θέλημά σου. Ἀνάγκη εἶναι νὰ ταπεινώνεις τὸν ἑαυτό σου γιὰ χάρη τοῦ ἀδελφοῦ σου».
135. Εἶπε ἐπίσης:
«Αὐτὸ ποὺ γνωρίζει ἕνας ἄνθρωπος καὶ ποὺ δὲν τὸ τήρησε πῶς μπορεῖ νὰ τὸ διδάξει στὸν ἄλλον;»
163. Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Σισόη:
«Ποιὰ εἶναι ἡ ὁδὸς ποῦ ὁδηγεῖ στὴν ταπείνωση;»
Καὶ τοῦ ἀπαντᾷ ὁ Γέροντας:
«Ἡ ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ταπεινοφροσύνη εἶναι: ἡ ἐγκράτεια, ἡ προσευχὴ στὸν Θεὸ καὶ ὁ ἀγῶνας νὰ ἔχει κανεὶς τὸν ἑαυτό του κατώτερο ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο».
165. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Σαρματᾶς:
«Προτιμῶ ἄνθρωπο ποὺ ἁμάρτησε, ἐὰν κατάλαβε ὅτι ἁμάρτησε καὶ μετανοεῖ, παρὰ ἄνθρωπο ποὺ δὲν ἁμάρτησε καὶ ἔχει τὸν ἑαυτό του γιὰ ἐνάρετο».
172. Εἶπε κάποιος Γέροντας:
«Μὴ λὲς μόνο λόγια ταπείνωσης, ἀλλὰ νὰ ἔχεις φρόνημα ταπεινό, γιατὶ χωρὶς ταπεινοφροσύνη εἶναι ἀδύνατον νὰ ὑψωθεῖς στὴν κατὰ Θεὸν ἐργασία».
177. Ρώτησαν κάποιον Γέροντα πῶς ἀποκτᾷ ἡ ψυχὴ ταπείνωση. Καὶ ἀπάντησε:
«Ὅταν νοιάζεται μόνον γιὰ τὰ δικά της σφάλματα».
179. Εἶπε Γέροντας:
«Ἡ ταπείνωση δὲν ὀργίζεται, οὔτε κάνει κάποιον νὰ ὀργιστεῖ».
182. Εἶπε Γέροντας:
«Αὐτὸν ποὺ τὸν τιμοῦν ἢ τὸν ἐπαινοῦν περισσότερο ἀπ᾿ ὅτι ἀξίζει, πολὺ ζημιώνεται, ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ δὲν τιμᾶται καθόλου ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, θὰ δοξασθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό».
187. Εἶπε Γέροντας:
«Σὲ κάθε πειρασμὸ μὴν κατηγορεῖς τοὺς ἀνθρώπους ἀλλὰ μόνο τὸν ἑαυτό σου λέγοντας: ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν μου συμβαίνουν αὐτά».
193. Εἶπε Γέροντας:
«Μὴν πιστέψεις μέσα σου πὼς ἐπαγρυπνεῖς γιὰ τὴν σωτηρία σου πιὸ πολὺ ἀπ᾿ τὸν ἀδελφό σου καὶ πὼς εἶσαι πιὸ ἀσκητικὸς ἀπ᾿ αὐτόν, ἀλλὰ μ᾿ ἕνα πνεῦμα πτωχείας ἐν Χριστῷ καὶ μὲ ἀγάπη ἀνυπόκριτη, νὰ εἶσαι ὑποταγμένος στὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ γιὰ νὰ μὴν σὲ βρεῖ πνεῦμα ὑπερηφάνειας καὶ χάσεις τὸν κόπο σου. Γιατὶ ἔχει γραφεῖ: Αὐτὸς ποὺ νομίζει ὅτι στέκεται καλὰ στὰ πόδια του, ἂς προσέξει μὴν πέσει. Νὰ εἶναι ἀρτυμένη ἡ ζωή σου μὲ ἁλάτι μέσα στὸ πνεῦμα τοῦ Κυρίου».
194. Εἶπε Γέροντας:
«Οὐδέποτε ξέφυγα ἀπ᾿ τὰ μέτρα μου γιὰ ν᾿ ἀνεβῶ ψηλότερα, οὔτε πάλι ταράχθηκα, γιατὶ ἀναγκάστηκα νὰ ταπεινωθῶ.
Ἡ ὅλη φροντίδα μου εἶναι νὰ παρακαλῶ τὸν Θεό, ὥσπου νὰ μὲ ἀπαλλάξει ἀπ᾿ τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο».
197. Σὲ κάποιον ἀπ᾿ τοὺς ἀδελφοὺς παρουσιάστηκε ὁ διάβολος μετασχηματισμένος σὲ ἄγγελο φωτὸς καὶ τοῦ ᾿πε:
«Ἐγὼ εἶμαι ὁ Γαβριὴλ καὶ στάλθηκα σὲ σένα».
Κι ἐκεῖνος ἀπάντησε:
«Πρόσεξε μήπως στάλθηκες γιὰ κάποιον ἄλλον, γιατὶ ἐγὼ δὲν εἶμαι ἄξιος».
Κι ἐκεῖνος ἀμέσως ἔγινε ἄφαντος.
198.Ἔλεγαν οἱ Γέροντες ὅτι κι ἂν ἀκόμη σοῦ παρουσιαστεῖ πραγματικὸς ἄγγελος, μὴν τὸ πιστέψεις, ἀλλὰ ταπεινώσου λέγοντας:
«Δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ δῶ ἄγγελο, μιὰ ποὺ ζῶ μέσα στὴν ἁμαρτία».
199.Ἔλεγαν γιὰ κάποιο Γέροντα ὅτι ἐκεῖ ποὺ καθόταν στὸ κελί του κι ἔκανε τὸν ἀγῶνα του, ἔβλεπε φανερὰ μπροστά του τοὺς δαίμονες καὶ τοὺς ἐξευτέλιζε. Βλέποντας ὁ διάβολος τὸν ἑαυτό του νὰ νικιέται ἀπ᾿ τὸν Γέροντα, πῆγε καὶ παρουσιάστηκε λέγοντας:
«Ἐγὼ εἶμαι ὁ Χριστός».
Μόλις τὸν εἶδε ὁ Γέροντας ἔκλεισε τὰ μάτια του. Τοῦ λέει τότε ὁ διάβολος:
«Γιατί κλείνεις τὰ μάτια σου; Ἐγὼ εἶμαι, ὁ Χριστός».
Τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Γέροντας:
«Ἐγὼ δὲν θέλω νὰ δῶ ἐδῶ τὸν Χριστό».
Καὶ μόλις τ᾿ ἄκουσε ὁ διάβολος ἔγινε ἄφαντος.
200. Σ᾿ ἄλλο Γέροντα ἔλεγαν οἱ δαίμονες:
«Θέλεις νὰ δεῖς τὸν Χριστό;»
Κι ἐκεῖνος τοὺς εἶπε: «Νὰ χαθεῖτε καὶ σεῖς καὶ αὐτὰ ποὺ λέτε. Ἐγὼ πιστεύω στὸν Χριστό μου ποὺ εἶπε: Ἐὰν σᾶς πεῖ κάποιος, νά, ἐδῶ ὁ Χριστός, νά, ἐκεῖ ὁ Χριστός, νὰ μὴν πιστέψετε».
Κι ἀμέσως ἐξαφανίστηκαν.
208. Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε ἕνα Γέροντα:
«Ποιὰ εἶναι ἡ προκοπὴ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ τὴ θέλει κι ὁ Θεός;»
Κι ἀπάντησε ὁ Γέροντας:
«Ἡ προκοπὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ταπείνωση, γιατὶ ὅσο κάποιος κατεβαίνει πρὸς τὴν ταπείνωση, τόσο ἀνεβαίνει σὲ προκοπή».
210. Εἶπε Γέροντας:
«Ἐὰν πεῖς σὲ κάποιον, συγχώρησέ με, ταπεινώνοντας τὸν ἑαυτό σου, καῖς τοὺς δαίμονες».
213. Ρωτήθηκε κάποιος Γέροντας τί εἶναι ταπείνωση.
Κι ἀπάντησε: «Ἡ ταπείνωση εἶναι μεγάλο καὶ θεϊκὸ ἔργο· ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ταπείνωση εἶναι οἱ σωματικοὶ κόποι καὶ τὸ νὰ θεωρεῖ κανεὶς τὸν ἑαυτό του πιὸ ἁμαρτωλὸ ἀπ᾿ ὅλους καὶ κατώτερο ὅλων».
Καὶ εἶπε ὁ Γέροντας:
«Αὐτὸ στὴν πράξη σημαίνει νὰ μὴν προσέχει κανεὶς ξένες ἁμαρτίες, ἀλλὰ πάντοτε τὶς δικές του καὶ διαρκῶς νὰ παρακαλεῖ τὸν Θεό».
214. Παρακάλεσε κάποιος ἀδελφὸς ἕνα Γέροντα:
«Πές μου -τοῦ εἶπε- κάτι ποὺ νὰ τὸ τηρήσω καὶ νὰ σωθῶ μ᾿ αὐτό».
Καὶ τοῦ λέει ὁ Γέροντας: «Ἐὰν μπορεῖς νὰ βαστάξεις ὅταν σὲ βρίσουν, αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλύτερο ἀπ᾿ ὅλες τὶς ἀρετές».
215. Εἶπε Γέροντας:
«Σῴζεται ἐκεῖνος ποὺ μπορεῖ νὰ σηκώσει ἐξουθένωση καὶ βρισιὲς καὶ ζημία».
220. Εἶπε Γέροντας:
«Μὴν κατηγορήσεις μέσα σου τὸν ἀδελφό σου γιὰ ὁποιοδήποτε πρᾶγμα».
224. Εἶπε λοιπὸν ὁ Γέροντας:
«Αὐτὸ εἶναι ποὺ θεραπεύει τὸν ἄνθρωπο καὶ αὐτὸ θέλει ὁ Θεός, νὰ ἀναλάβει δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος τὴν εὐθύνη τῶν σφαλμάτων του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ».
236. Κάποιος ρώτησε ἕναν Γέροντα:
«Τί νὰ κάνω ποὺ ἡ κενοδοξία μου μὲ θλίβει;»
Καὶ τοῦ ἀπαντᾷ ὁ Γέροντας: «Καλὰ κάνεις, μιὰ καὶ σὺ ἔκανες τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ».
Καὶ ἀπ᾿ αὐτὸ κατανύχθηκε ὁ ἀδελφὸς καὶ ἔβαλε μετάνοια λέγοντας: «Συγχώρεσέ με, γιατὶ τίποτε τέτοιο δὲν ἔκανα».
Καὶ τοῦ εἶπε ὁ Γέροντας: «Ἂν αὐτὸς ποὺ τὰ δημιούργησε αὐτά, ἦρθε μέσα σὲ ταπεινοφροσύνη, ἐσὺ ποὺ εἶσαι πηλός, γιατί κενοδοξεῖς; Ποιὸ εἶναι, λοιπόν, τὸ ἔργο σου, δυστυχισμένε;»
254. Εἶπε κάποιος Γέροντας:
«Ἂν μπροστά σου κατηγορήσει κάποιος ἀδελφὸς ἕναν ἄλλο ἀδελφό, πρόσεξε μὴν τὸν ντραπεῖς καὶ πεῖς:
«Ναί, ἔτσι εἶναι», ἀλλὰ ἢ σιώπα ἢ πές του: «Ἐγὼ ἀδελφέ, εἶμαι καταδικασμένος καὶ δὲν μπορῶ νὰ κρίνω ἄλλον».
Καὶ ἔτσι σῴζεις καὶ τὸν ἑαυτό σου καὶ ἐκεῖνον».
Πηγή:Μέγα Γεροντικό
Έκδοση:Ιερά Μονή Παρακλήτου