Ενας αγαθότατος ερημίτης γειτόνευε με κάποιον τεμπέλη Μοναχό, που βαριόταν να δουλέψει και για να ζήσει πήγαινε κρυφά στην καλύβη του γείτονά του και του έκλεβε τα πράγματα.
Ο ερημίτης το είχε καταλάβει, αλλά δεν έκανε ποτέ του λόγο γι’ αυτό στον ένοχο.
Για να κάνει τέτοια πράξη, θα έχει πολλή ανάγκη ο Αδελφός, έλεγε συχνά στον εαυτό του ο αγαθός Γέροντας.
Δούλευε όμως σκληρά, για να καταφέρει να ζήσει και μ’ όλο τούτο, υστερείτο, γιατί ο κλέφτης παίρνοντας για κουταμάρα τη σιωπή του είχε εντελώς αποθρασυνθεί και δεν του άφηνε σχεδόν ούτε ψωμί να φάγει.
Έφτασε η ώρα να κοιμηθεί ο Ερημίτης κι’ οι Αδελφοί της σκήτης μαζεύτηκαν γύρω του να πάρουν την ευχή του.
Ανάμεσά τους ο ετοιμοθάνατος είδε εκείνον που τόσα χρόνια τον είχε κάνει να υποφέρει με τις κλεψιές του. Του έγνεψε να πάει κοντά του, και όταν εκείνος πλησίασε, πήρε τα χέρια του μέσα στα δικά του και άρχισε να τα φιλεί.
Ευχαριστώ τα χέρια αυτά, έλεγε, που έγιναν αφορμή να βρω σήμερα τον Παράδεισο.
Αν μάθεις πως κάποιος σε μισεί και σε κακολογεί, λέει ένας από τους Πατέρας μη του κρατάς κακία. Αν μπορείς μάλιστα στείλε του ένα δώρο. Έτσι θα έχεις το θάρρος να είπης στον Χριστό την ώρα της Κρίσεως.
Άφες μου, Δέσποτα, τα οφειλήματα μου, καθώς και εγώ αφήκα τα οφειλήματα του πλησίον μου