Ένας ερημίτης έζησε τριάντα ολόκληρα χρόνια στην έρημο, τρώγοντας μόνο τους καρπούς μιας φοινικιάς που είχε φυτρώσει έξω από την καλύβα του. Ύστερα όμως του έσπειρε ζιζάνια στο νου ο διάβολος κι άρχισε να συλλογίζεται πως άδικα σπατάλησε εκεί τόσα χρόνια.
Τι κέρδισα τάχα; Έλεγε στον εαυτό του. Ούτε αποκαλύψεις είδα ούτε κανένα θαύμα έκανα, όπως οι παλιοί Ασκητές. Ας γυρίσω στον κόσμο, ίσως εκεί προκόψω περισσότερο.
Το είχε σχεδόν αποφασίσει κι ετοιμαζόταν, όταν ο Θεός, που τον λυπήθηκε για τους τόσους κόπους του, έστειλε τον Άγγελό του να τον εμποδίσει. “Τι μεγαλύτερο θαύμα θέλεις, του είπε ο Άγγελος, από την υπομονή και τη μεγαλοψυχία που σου έδωσε ο Θεός, να μείνεις τόσα χρόνια ολομόναχος σ’ αυτό τον άγριο τόπο, τρώγοντας μόνο τους καρπούς τούτου του δέντρου;
Κάνε λίγο ακόμη υπομονή και ζήτησε από τον Θεό περισσότερη ταπείνωση.” Έτσι έμεινε στον τόπο του ο Ερημίτης, ευχαριστώντας τον Θεό που τον στήριξε με τον Άγγελο Του.
Από το Γεροντικό