1. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος:
«Ἐγὼ δὲν φοβᾶμαι πιὰ τὸν Θεό, ἀλλὰ τὸν ἀγαπῶ, γιατὶ ἡ ἀγάπη διώχνει πέρα τὸν φόβο».
2. Εἶπε πάλι:
«Ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος τῆς ψυχῆς ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν πλησίον. Ἂν κερδίσουμε τὸν ἀδελφό, τὸν Θεὸ κερδίζουμε, ἐνῷ ἂν σκανδαλίσουμε τὸν ἀδελφό, στὸν Χριστὸ ἁμαρτάνουμε».
4. Ὁ ἀββᾶς Ἀγάθων εἶπε:
«Ποτὲ δὲν πλάγιασα νὰ κοιμηθῶ, ἔχοντας δυσαρεστηθεῖ μὲ κάποιον, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἄφησα -ὅσο μποροῦσα- ἄλλον νὰ κοιμηθεῖ, ἔχοντας κάτι μὲ μένα».
7. Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Ἀγάθων:
«Ἂν γινόταν νὰ βρῶ ἕνα λεπρὸ καὶ νὰ τοῦ δώσω τὸ δικό μου σῶμα καὶ νὰ πάρω τὸ δικό του, εὐχαρίστως θὰ τὸ ἔκαμνα. Γιατὶ αὐτὴ εἶναι ἡ τέλεια ἀγάπη».
16. Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Κολοβός:
«Δὲν γίνεται νὰ χτίσει κανεὶς τὸ σπίτι, ἀρχίζοντας ἀπὸ πάνω καὶ προχωρώντας πρὸς τὰ κάτω. Ἀπὸ τὰ θεμέλια θὰ ἀρχίσει καὶ θὰ προχωρήσει πρὸς τὰ πάνω».
Τὸν ρωτοῦν:
«Τί σημαίνουν αὐτὰ τὰ λόγια;»
«Τὸ θεμέλιο, ἀπαντᾷ, εἶναι ὁ πλησίον, προκειμένου νὰ τὸν σώσεις, καὶ πρῶτος ἐσὺ ὠφελεῖσαι, γιατὶ ἀπ᾿ αὐτὸν κρέμονται ὅλες οἱ ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ».
18. Ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης εἶπε:
«Ὁ πατέρας μας, ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος, εἶπε: Ποτὲ δὲν ἔβαλα τὸ δικό μου συμφέρον πιὸ πάνω ἀπὸ τὴν ὠφέλεια τοῦ ἀδελφοῦ μου».
32. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ὑπερέχιος:
«Προσπάθησε νὰ γλιτώσεις -ὅσο μπορεῖς- τὸν πλησίον ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες χωρὶς νὰ τὸν προσβάλεις, διότι καὶ ὁ Θεὸς δὲν ἀποστρέφεται ὅσους μετανοοῦν. Ἐπίσης, λόγος κακίας ἢ πονηρίας ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ σου ἂς μὴν παραμένει στὴν καρδιά σου, γιὰ νὰ μπορεῖς νὰ λές:
Συγχώρεσέ μας τὰ παραπτώματά μας, ὅπως καὶ ἐμεῖς συγχωροῦμε ἐκείνους ποὺ μᾶς ἔφταιξαν».
38. Ἕνας Γέροντας εἶπε:
«Ἂν κάποιος σοῦ ζητήσει ἕνα πρᾶγμα καὶ σὺ βιάζοντας τὸν ἑαυτό σου τὸ προσφέρεις, φρόντισε καὶ ὁ λογισμός σου νὰ εὐαρεστηθεῖ μὲ αὐτὸ ποὺ δίνεις, καθὼς εἶναι γραμμένο: Ἂν κάποιος σὲ ἀγγαρεύσει νὰ πᾶς μαζί του ἕνα μίλι, πήγαινε δυό. Δηλαδὴ ἂν κάποιος σοῦ ζητήσει κάτι, νὰ τοῦ τὸ δώσεις μὲ ὅλο σου τὸ εἶναι».
44. Δυὸ Γέροντες ζοῦσαν ὡς μοναχοὶ πολλὰ χρόνια μαζὶ καὶ ποτὲ δὲν μάλωσαν. Εἶπε ὁ ἕνας στὸν ἄλλον:
«Ἂς φιλονικήσουμε κι ἐμεῖς μία φορὰ ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι».
Ὁ ἄλλος ἀποκρίθηκε:
«Δὲν ξέρω πῶς γίνεται ἡ φιλονικία».
Καὶ τοῦ λέει ὁ ἀδελφός:
«Νά, θὰ βάλω στὴ μέση ἕνα τοῦβλο. Ἐγὼ θὰ λέω ὅτι εἶναι δικό μου κι ἐσὺ νὰ λές, ὄχι, δικό μου εἶναι, καὶ ἀπὸ δῶ γίνεται ἡ ἀρχή».
Ἔβαλαν πράγματι στὴ μέση ἕνα τοῦβλο. Λέει ὁ ἕνας:
«Αὐτὸ εἶναι δικό μου».
Ὁ ἄλλος εἶπε: «Ὄχι, εἶναι δικό μου».
Εἶπε ὁ πρῶτος:
«Ἔ, ἂν εἶναι δικό σου, πάρ᾿ το καὶ πήγαινε».
Καὶ ἔφυγαν, χωρὶς νὰ βροῦν αἰτία γιὰ φιλονικία.
45. Ἕνας Γέροντας εἶπε:
«Ποτὲ δὲν ἐπεθύμησα ἕνα ἔργο ποὺ νὰ ὠφελεῖ ἐμένα καὶ νὰ βλάπτει τὸν διπλανό, γιατὶ πίστευα ὅτι τὸ κέρδος τοῦ ἀδελφοῦ μου εἶναι καρποφορία γιὰ μένα».
51. Κάποιος ἀπὸ τοὺς Πατέρες πῆγε στὴν πόλη νὰ πουλήσει τὸ ἐργόχειρό του. Ἐκεῖ εἶδε ἕναν φτωχὸ ποὺ ἦταν γυμνός, καὶ ἐπειδὴ τὸν σπλαχνίστηκε, τοῦ χάρισε τὸ ἐπανωφόρι του. Ὁ φτωχὸς ὅμως πῆγε καὶ τὸ πούλησε. Ὅταν τὸ ἔμαθε αὐτὸ ὁ Γέροντας, λυπήθηκε καὶ μετάνιωσε ποὺ τοῦ ἔδωσε τὸ ἔνδυμα.
Ἐκείνη τὴ νύχτα παρουσιάστηκε στὸν Γέροντα -σὲ ὄνειρο-ὁ Χριστός, φορώντας τὸ ἐπανωφόρι. Τοῦ λέει:
«Μὴ λυπᾶσαι, νά, φορῶ αὐτὸ ποὺ μοῦ ἔχεις δώσει».
52. Οἱ Γέροντες ἔλεγαν:
«Ὁ καθένας ὀφείλει τὰ προβλήματα τοῦ πλησίον νὰ τὰ κάνει δικά του καὶ σὲ ὅλα νὰ συμπάσχει μὲ αὐτόν. Καὶ νὰ χαίρεται καὶ νὰ κλαίει μαζὶ μ᾿ αὐτόν, καὶ μὲ τέτοια διάθεση νὰ στέκεται ἀπέναντί του, σὰν νὰ φοράει τὸ σῶμα τοῦ πλησίον καὶ σὰν νὰ πρόκειται γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἂν ποτὲ συμβεῖ κάτι κακὸ σ᾿ ἐκεῖνον.
Αὐτὰ εἶναι σύμφωνα μὲ τὴ Γραφὴ ποὺ λέει: Χάρη στὸν Χριστὸ ὅλοι εἴμαστε ἕνα σῶμα.
Καί: Ὅλοι ὅσοι πίστευσαν στὸν Χριστὸ εἶχαν μία καρδιὰ καὶ μία ψυχή».
58. Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε κάποιον Γέροντα:
«Γιατί, ὅταν κάνω τὶς μικρές μου προσευχὲς (τὸν κανόνα μου), προσέχω ὅτι ἄλλοτε δὲν ὑπάρχει εὐφορία στὴν καρδιά μου καὶ ἄλλοτε προθυμία;»
Ἀπαντᾷ ὁ Γέροντας:
«Πῶς λοιπὸν θὰ φανεῖ ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾷ τὸν Θεό;»
Καὶ συμπλήρωσε:
«Ἐμένα τὸ σῶμα μου μέχρι τώρα δὲν μπόρεσε νὰ ἀνταποκριθεῖ στὴν προαίρεσή μου».
61. Ἕνας Γέροντας εἶπε:
«Μὴν ἀπαιτεῖς ἀγάπη ἀπὸ τὸν πλησίον, γιατὶ ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾷ κάποιον καὶ δὲν βρίσκει ἀνταπόκριση ταράζεται.
Καλύτερα, ἐσὺ δεῖξε τὴν ἀγάπη στὸν πλησίον, ἔτσι κι ἐσὺ νιώθεις ἀνάπαυση, ἀλλὰ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὁδηγεῖς σὲ ἀγάπη καὶ τὸν πλησίον».
62. Εἶπε πάλι:
«Τὸ νὰ ὑστερεῖς στὸ θέμα τῆς ἀγάπης ἀπέναντι τῶν ἀδελφῶν προέρχεται ἀπὸ τὸ ὅτι δέχεσαι τοὺς λογισμοὺς ποὺ ξεκινοῦν ἀπὸ ὑποψία καὶ ἐμπιστεύεσαι στὰ αἰσθήματά σου. Ἐπιπλέον καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι δὲν θέλεις νὰ παθαίνεις ἀντίθετα ἀπὸ ὅ,τι ἐπιθυμεῖς. Ἐκεῖνο λοιπὸν ποὺ σοῦ χρειάζεται εἶναι μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, πρῶτα -πρῶτα νὰ μὴ δίνεις ἐμπιστοσύνη στὶς ὑπόνοιές σου καὶ ὕστερα μὲ ὅλη σου τὴν προθυμία καὶ τὴ δύναμη νὰ ταπεινώνεσαι ἐνώπιον τῶν ἀδελφῶν, καὶ νὰ κόβεις γιὰ χάρη τους τὸ θέλημά σου».
Ἔλεγε ἐπίσης ὅτι ἡ ἀγάπη ποὺ ἔχει ἀφετηρία τὸν Θεὸ εἶναι πιὸ δυνατὴ καὶ ἀπὸ τὴν ἀγάπη ποὺ τὴν ἔχει κανεὶς ἐκ φύσεως.
Πηγή:Μέγα Γεροντικό
Έκδοση:Ιερά Μονή Παρακλήτου